Ο Νίκος Ζωιδάκης μίλησε στην «ON time» για τις τελευταίες στιγμές του μεγάλου λαϊκού ερμηνευτή, ενώ αναφέρθηκε στη φωτογραφία του μέσα από το νοσοκομείο, λίγο πριν φύγει από τη ζωή, η οποία είδε το φως της δημοσιότητας.
Ο Βασίλης Καρράς «έφυγε»…
Δεν «έφυγε», δεν γίνεται να «φύγει» ποτέ… Η παρουσία του όλα αυτά τα χρόνια, με το τραγούδι και την κοινωνική του στάση, θα μείνει ανεξίτηλη για όλους τους Έλληνες. Ήταν ένας από εμάς, δεν υπήρξε ποτέ δήθεν, ήταν σταρ, αλλά δεν το έπαιξε ποτέ σταρ.
Έκλαψε όλη η Ελλάδα.
Δεν έχω δει περισσότερους ανθρώπους να κλαίνε. Οι δικοί του άνθρωποι δεν έχουμε συνειδητοποιήσει ακόμα ότι είναι αλήθεια το «φευγιό» του, μόλις μας το επικυρώσει κάποιος, βάζουμε τα κλάματα. Έχω κλάψει πολύ για τον Βασίλη, με την είδηση ότι «έφυγε», νομίζω ότι μεγαλύτερο πόνο δεν έχω νιώσει στη ζωή μου. Ήταν ένας άνθρωπος που σ’ τα έδινε όλα απλόχερα, αλλά δεν μπορούσε να συγχωρήσει την αχαριστία. Το λάθος το συγχωρούσε την πρώτη φορά. Δεν το καταλάβαινες, τον έχανες. Μία κουβέντα σού έλεγε…
Έχεις στενή επαφή με την οικογένειά του, τη σύζυγο και την κόρη του, με τον αδελφό του… Πώς είναι;
Μιλάμε μέρα παρά μέρα, γιατί είμαστε οικογένεια. Η γυναίκα του, η Χριστίνα, που μιλάμε, εγώ την έχω πρότυπο όσο ζω. Με έχει συγκλονίσει η στάση της από την ημέρα που γνώρισα τον Βασίλη μέχρι το τέλος του. Ποτέ της δεν άλλαξε στάση, ούτε ρότα, ήταν βράχος και παραμένει όσο ζει. Η Ειρήνη, η κόρη του, πονάει σιωπηλά. Είναι ένα παιδί που η μάνα και ο πατέρας της της έχουν μεταδώσει τη δυναμικότητα του χαρακτήρα και την ευαισθησία ταυτόχρονα. Και οι δυο τους θρηνούν και θα περάσει πολύς καιρός να το συνειδητοποιήσουν, γιατί o Βασίλης Καρράς θα είναι συνέχεια μπροστά τους. Στο ραδιόφωνο, στην τηλεόραση, στο σπίτι τους, ή βλέποντας έξω τους θαυμαστές του Βασίλη. Δεν είναι εύκολο να ηρεμήσουν στον απόηχο αυτού του ονόματος, που είναι πολύ μεγάλο.
Ήσουν από εκείνους που γνώριζαν την κατάσταση της υγείας του από την πρώτη στιγμή.
Ήξερα τι είχε από την πρώτη στιγμή, είχε καρκίνο στον πνεύμονα και μέχρι τελευταία δεν το είχε βάλει κάτω. Περίμενε ότι θα σηκωθεί και θα τραγουδήσει ξανά. Όλα αυτά που ακούγονται για τον Βασίλη, με τη δημοσιογραφία όπως έχει φτάσει στο σημερινό καιρό, είναι μια ανθρωποφαγία, παίρνουμε τη σαρδέλα και την κάνουμε φάλαινα. Ο Βασίλης ήταν ένας άνθρωπος που ζούσε όπως οι καθημερινοί άνθρωποι. Ήταν ένας πανέξυπνος άνθρωπος, που δεν μπορούσες να τον κοροϊδέψεις, «να του περάσει ματιά», όπως λέμε στην Κρήτη. Ο άνθρωπος που ενημερώθηκε από την πρώτη στιγμή από τους γιατρούς του, οι οποίοι ήταν οι μεγαλύτεροι φαν του, οι μεγαλύτεροι θαυμαστές του. Είχε μια ιατρική ομάδα που τον λάτρευε. Και μόνο που ήξεραν ότι ήταν ο Βασίλης Καρράς, έκαναν την υπερπροσπάθεια για τον πατέρα τους, τον αδελφό τους, το γιο τους. Τον ενημέρωσαν από την πρώτη στιγμή, λέγοντάς του τι ακριβώς έχει. Στην πρώτη γνωμάτευση, τους ρώτησε τι ακριβώς πρέπει να κάνει, γιατί του είχαν πει ότι είναι διαχωρίσιμο, και ο Βασίλης «πήρε τα πάνω του». «Θα κάνουμε ό,τι μου πουν οι γιατροί» μου είπε. Τον καθάρισαν κι εκείνος άρχισε να κάνει σχέδια για την επομένη μέρα.
Είχε κλείσει δουλειές;
Ετοίμαζε τις ορχήστρες του, τις συναυλίες του, βέβαια είχε κλείσει δουλειές. Είχε σκοπό κάποια στιγμή να αποσυρθεί από τα μπουζούκια, να κάνει μόνο συναυλίες για τους φίλους του, όπως τις φανταζόταν. Ο Βασίλης Καρράς ήταν ένας μερακλής Έλληνας, που άκουγε δημοτικά και ηπειρώτικα, και είχε φανταστεί να κάνει μια παράσταση πλαισιωμένος από την παράδοση της Ελλάδας. Ήθελε ένα κρητικό στιγμιότυπο, ένα ηπειρώτικο κι ένα ποντιακό. Αυτός ήταν ο λόγος που είχαμε κάνει ένα κομμάτι, ένα ντουέτο, που δεν ξέρω αν και πότε θα βγει… Θα το δούμε.
Γιατί έχεις ενδοιασμό στο να κυκλοφορήσει;
Δεν έχω ενδοιασμό, αυτό το τραγούδι πρέπει οπωσδήποτε να το ακούσει ο κόσμος. Είναι το τελευταίο τραγούδι που έχει τραγουδήσει ο Βασίλης, και είναι επιθυμία του να ακουστεί, είναι έτοιμο. Ως λαός είμαστε καχύποπτος και δεν θα ήθελα ποτέ να περάσει από το μυαλό κανενός ότι θα χρησιμοποιήσω ένα τραγούδι που θα «πατήσει» πάνω στη μνήμη ενός ανθρώπου που τον έχει λατρέψει ολόκληρη η χώρα. Θα το παρουσιάσω κάποια στιγμή στο μέλλον, δεν είναι στα άμεσα σχέδιά μου. Μόνο και μόνο που μου το έχει αφήσει «προίκα» ο Βασίλης να το ακούω, μου φτάνει. Αυτό το τραγούδι δεν ξέρω αν και πότε θα βγει. Θα έβγαινε με το που θα ξεκινούσαν οι συναυλίες και θα το παρουσιάζαμε μαζί. Δεν είχα την τύχη και λυπάμαι που δεν πρόλαβε ο Βασίλης να το υλοποιήσει. Κάποια στιγμή θα γίνουν πράγματα που είχε σχεδιάσει ο ίδιος κι έχουν αναλάβει άνθρωποι που τους τα είχε αναθέσει, με τις μουσικές του και τα τραγούδια του. Δεν ήθελε να πεθάνει. Την τελευταία μέρα μού είπε: «Δεν μασάω, δεν το βάζω κάτω». Μου είχε πει: «Νιώθω σαν το λιοντάρι που το έχουν δέσει, τόσες μέρες καθηλωμένος στο κρεβάτι, κάνω λίγη υπομονή να σηκωθώ, να πάμε μια βόλτα στη Θεσσαλονίκη». Είχε εκμηδενίσει τις αποστάσεις, ήταν υπερκινητικός. Στο συγκεκριμένο τραγούδι μού είχε τηλεφωνήσει και μου είχε πει, ενώ ήμουν στην Πάτρα: «Σε τέσσερις ώρες πρέπει να είσαι στη Θεσσαλονίκη». Στον Βασίλη απαγορευόταν το «όχι», σου έκλεινε το τηλέφωνο. Μόλις πήγα, είπε: «Δεν σας είπα ότι το παιδί είναι πιο γρήγορο από την ταχύτητα;».
Πώς γίνατε κουμπάροι;
Είχαμε γίνει δυο λογιών κουμπάροι. Τον γνώρισα σε ένα πανηγύρι στην Κρήτη, όπου είχε έρθει διακοπές και τον είχε φέρει ένας κοινός μας κουμπάρος, ο Νίκος Πιπεράκης, που του είχε βαφτίσει το πρώτο του παιδί κι εγώ το τρίτο, ήμασταν «συγκούμπαροι». Μου ζήτησε να μου βαφτίσει τη δεύτερη κόρη μου, αλλά είχα δώσει τα χέρια με τον Μάκη Τριανταφυλλόπουλο. Όταν έκανα το τρίτο παιδί, του είπα: «Ετοιμάσου να βαφτίσεις τη Χριστίνα, αποφασίσαμε με τη γυναίκα μου να δώσουμε το όνομα της γυναίκας σου στο παιδί». Όταν του το είπα αυτό, ο Βασίλης έβαλε τα κλάματα σαν μωρό.
Κρατούσε την προσωπική του ζωή ως επτασφράγιστο μυστικό. Πώς ήταν η σχέση με τη σύζυγό του;
Τη λάτρευε, ήταν ο θεός του, ήταν ο μόνος άνθρωπος που μπορούσε να τον επηρεάσει καταλυτικά. Πίστευε στην καθαρότητα της σκέψης της. Ο Καρράς, ενώ του γίνονταν προτάσεις από «θηρία» επιχειρηματίες, εμπιστευόταν πολλές φορές παιδιά, αδύναμους, και τους έκανε τεράστιους. Ένας από αυτούς ήταν και ο Μπερτάκης. Έπαιξε καταλυτικό ρόλο η Χριστίνα, που του είπε να τον βοηθήσει. Κουβεντιάζαμε με τον Μπερτάκη πάνω από το φέρετρο του Βασίλη, ο οποίος μου είπε ότι όλα τα χρωστάει στη Χριστίνα.
Πώς διαχειριστήκατε το θέμα της απώλειας του νονού της με τη μικρή Χριστίνα;
Δεν το ξέρει η μικρή, δεν της το έχουμε πει ακόμα, ότι πέθανε ο νονός της, αλλά θα το μάθει κάποια στιγμή. Θα της το πούμε με όσο πιο γλυκό τρόπο γίνεται. Όταν άκουγε το νονό της στο ραδιόφωνο, έλεγε με καμάρι: «Ο νονός μου είναι ο Βασίλης Καρράς». Η δεύτερη κόρη μου συγκλονίστηκε όταν είδε τη φωτογραφία του Βασίλη στο κρεβάτι του νοσοκομείου, λίγο πριν φύγει από τη ζωή. Μου είπε: «Μπαμπά, δεν ήθελα να τον δω έτσι, ήθελα να τον έχω στο μυαλό μου όπως τον ήξερα». Ο άνθρωπος που έβγαλε τη φωτογραφία ήταν ξάδελφός του, μητροπολίτης του Σικάγου, ο οποίος είχε κατέβει από τη Θεσσαλονίκη, πήγε να τον δει και έβγαλε τη φωτογραφία και την ανέβασε στο διαδίκτυο. Είναι ό,τι πιο πρόστυχο μπορεί να κάνει κάποιος. Δεν μπορείς σε έναν άνθρωπο που φυλάει ως επτασφράγιστο μυστικό την εικόνα του και το θέμα της υγείας του να το βγάζεις προς τα έξω. Η κόρη μου είδε τη φωτογραφία κι έβαλε τα κλάματα. Δεν μπορεί ο συγγενής του να αποδομεί όλη αυτή την εικόνα. Το έκανε εσκεμμένα. Του αρέσει η εικόνα που κράτησε από τον Βασίλη;
Εσύ πώς είσαι αυτό τον καιρό;
Ήταν τα χειρότερα Χριστούγεννα της ζωής μου τα φετινά. Ο Βασίλης κατάφερε κι επισκίασε τα Χριστούγεννα των Ελλήνων. Έλα στη θέση μου, να τραγουδάω τραγούδια του εκεί που δουλεύω, κάποιες στιγμές δεν τα καταφέρνω και δεν μπορώ να συγκρατήσω τα δάκρυά μου. Πενθώ ψυχικά, αλλά η εικόνα για το κοινό μου πρέπει να είναι αυτή που πρέπει, έτσι συνεχίζω στο «Αγιονέρι», στο Μπουρνάζι, κάθε Παρασκευή και Κυριακή, με ένα πάρα πολύ ωραίο πρόγραμμα. Θα κάνω ένα μικρό διάλειμμα την τελευταία εβδομάδα του Γενάρη και την πρώτη του Φλεβάρη, για να κάνω μια περιοδεία στην Αυστραλία με την Άντζελα Δημητρίου και μετά συνεχίζω μέχρι το Πάσχα στο «Αγιονέρι». Επίσης, βγαίνει το καινούριο μου τραγούδι με τίτλο «Επιμένω», σε μουσική του Κυριάκου Παπαδόπουλου και σε στίχους της Μαίρης Περγάμαλη.
Δημοσιεύθηκε στην Ontime