Τον υπερανθρωπο αγώνα τους να σωθούν, ολομόναχοι και την παντελή απουσία του κρατικού μηχανισμού περιέγραψαν στους δικαστές του Εφετείου της Αθήνας όσοι γλύτωσαν από τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι που πλήρωσαν με τη ζωή τους 104 άνθρωποι.
Έξι χρόνια μετά, όσοι έζησαν τον εφιάλτη στο Μάτι, δεν ξεχνούν το αλαλούμ εκείνων των ωρών και την απουσία οποιασδήποτε οργάνωσης.
Η αυλαία της δευτεροβάθμιας δίκης άνοιξε σήμερα μετά από μια σύντομη διακοπή λόγω θερινών διακοπών.
Επί της ουσίας οι μάρτυρες περιγράφοντας όσα συγκλονιστικά έζησαν και στοιχειώνουν τις ζωές τους είπαν πως πιάστηκαν στη φωτιά σαν τα ποντίκια στη φάκα.
Η μάρτυρας Σουμελά Χατζηλαζαρίδου χρειάστηκε να κολυμπήσει επί επτά ολόκληρες ώρες για να καταφέρει να σωθεί.
«Από τις περίπου 18:00 βρέθηκα στη θάλασσα να κολυμπάω 6,5 με 7 ώρες. Μας χτυπούσαν κάτι ξύλα τα οποία μετά από καιρό έμαθα ότι ήταν πτώματα. Ένα κορίτσι έπαθε κρίση πανικού και την πήρα πάνω μου για να αντέξει. Φωνάζαμε, ουρλιάζαμε και τίποτα. Αργά πια τη νύχτα ένα ψαροκάικο μας έριξε ένα σκοινί να ανέβουμε, μια κυρία έπαθε ανακοπή. Όταν ανέβηκα κόπηκε η φωνή μου δεν μπορούσα να μιλήσω, πράγμα που σιγά σιγά επανέρχεται τώρα μετά από 6 χρόνια. Συνεννοήθηκα με νοήματα και πήγα στη Ραφήνα όπου συνάντησα την οικογένεια μου. Η εικόνα ήταν … δεν υπήρχε ούτε ένα ασθενοφόρο, πηγαινοέρχονταν αμάξια, καράβια, ασυνόδευτα παιδιά… καμία πρόβλεψη, καμία οργάνωση… Κανείς δεν ειδοποίησε ούτε ήρθε να μας σώσει. Δεν ήρθε ένα άτομο, ένα πυροσβεστικό, ένα εναέριο μέσο… Εδώ θα έπρεπε να είναι το λιμενικό, η αστυνομία, το ΕΚΑΒ… όχι μόνο οι πυροσβέστες» είπε χαρακτηριστικά η μάρτυρας δείχνοντας και προς την πλευρά προσώπων που δεν κάθισαν ποτέ στο εδώλιο του κατηγορούμενου.
«Τα ποντίκια πιάστηκαν στη φάκα»
Ο Αναστάσιος Αθανασόπουλος αναφέρθηκε στη μητέρα του που έφυγε από το σπίτι της μαζί με μία γειτόνισσα, προκειμένου να σωθεί από τις φλόγες με αποτέλεσμα να καεί στην προσπάθεια της να ξεφύγει.
«Δεν υπάρχει θέμα ρυμοτομίας ή αυθαιρέτων. Μπορούσαν να γλιτώσουν σε τρία λεπτά, αλλά εδώ ήταν αδύνατον να φύγουν όπως έγινε. Τα ποντίκια πιάστηκαν στη φάκα κι η φωτιά πέρασε τη Μαραθώνος. Όλα αυτά περί ακραίων φαινομένων και περιβαλλοντικής κρίσης, ισχύουν από τη Μαραθώνος και επάνω, κατά εμάς -τους Ματιώτες- από Μαραθώνος και κάτω έγινε το έγκλημα του εγκλωβισμού» τόνισε.
Εισαγγελέας: Αν έμενε στο σπίτι της, πιστεύετε θα σωζόταν;
Μάρτυρας: Λόττο..
Εισαγγελέας: Άρα δεν ήταν λάθος η αντίδραση της να φύγει… δεν ήταν πανικός… θα μπορούσε να παίξει Λόττο;
Μάρτυρας: Η αντίδραση της ήταν λογική. Εκ των υστέρων προφήτης έρχομαι και λέω ότι ήταν Λόττο. Η κοινή λογική λέει φεύγω να σωθώ.
Με τη σειρά του ο Γρηγόρης Πολίτης μίλησε για τη μητέρα του η οποία απανθρακώθηκε στην εξοχική τους κατοικία επί της λεωφόρου Μαραθώνος, ενώ ο πατέρας του κατόρθωσε να σωθεί.
«Ο πατέρας μου, 87 ετών, έφτασε μέχρι τη θάλασσα περίπου 1 χιλιόμετρο μακριά, και έμεινε εκεί περίπου 2 ώρες χωρίς κανέναν να τον βοηθήσει. Κάποιος ιδιώτης τελικά τον πήγε σε ασθενοφόρο με αρκετά εγκαύματα στα χέρια και στο πρόσωπο. Μου κάνει εντύπωση πώς ο πατέρας μου μπόρεσε να κάνει όλη αυτή τη διαδρομή, ενώ ειδικά εξοπλισμένοι άνθρωποι όχι» συμπλήρωσε.
«Η μητέρα μου δεν μπόρεσε να φύγει από το σπίτι. Όταν φτάσαμε στο σπίτι, κάναμε έλεγχο. Ο πρώτος όροφος ακόμα καιγόταν. Ζητήσαμε βοήθεια πυροσβεστικού αλλά μας είπαν ότι δεν είναι δουλειά τους να κάνουν διάσωση ανθρώπου και να καλέσουμε το ΕΚΑΒ. Μετά από 20 λεπτά ήρθαν αλλά μας είπαν ότι πρέπει να έρθει η πυροσβεστική να σβήσει η φωτιά. Ξανακαλέσαμε την πυροσβεστική και φυσικά χάθηκε χρόνος. Τελικά η μητέρα μου βρέθηκε σε ένα σπιτάκι έξω από το κύριο σπίτι. Δεν είχε μείνει τίποτα παρά μόνο ελάχιστα κόκκαλα. Ήταν πλήρως απανθρακωμένη. Δεν υπήρχε οργάνωση. Όταν ξεκίνησε η φωτιά να βοηθήσουν περισσότερο στην κατάσβεση, όταν απείλησε η φωτιά δεν υπήρξε καμία ειδοποίηση και όταν έφτασε στον αστικό ιστό οι δυνάμεις θα μπορούσαν να είχαν βοηθήσει τον κόσμο να σωθεί και να μην είχαμε τόσα θύματα» ανέφερε.
«Καήκαμε γιατί δεν έγινε εκκένωση»
Στο βήμα του μαρτυρα βρέθηκε στη συνέχεια η Αναστασία Φράγκου στην οικογένεια της οποίας ανήκει το κτήμα μέσα στο οποίο βρέθηκαν απανθρακωμένοι δεκάδες άνθρωποι διαφόρων ηλικιών.
«Το κράτος στράφηκε εναντίον των κατοίκων ότι εμείς φταίμε και είμαστε αυθαίρετοι. Όμως υπάρχουν δίοδοι. Δεν καήκαμε γιατί δεν είχαμε διόδους, αλλά γιατί δεν έγινε εκκένωση, δεν ειδοποιηθήκαμε. Και όσοι σωθήκαμε ήταν από τύχη, γιατί η φωτιά έκανε δίνες και κάποια σπίτια και δέντρα γλίτωσαν…».
Πρόεδρος: Αν πηγαίνατε στο γκρεμό δεν είχε φόβο να σκοτωθείτε;
Μάρτυρας: Ο παππούς μου είχε λαξεύσει το βράχο, γιατί του άρεσε το ψάρεμα και είχε κάνει υποτυπώδη σκαλοπατάκια για να πιάνει χταπόδια. Αλλά με το καιρό και τα χρόνια είχαν φθαρεί. Δεν βλέπαμε τίποτα από εκεί, ακούγαμε ελικόπτερα, φωνές ανθρώπων από τη θάλασσα. Κατά τις 12 παρά, ήρθε ένα βαρκάκι που μπορούσε κάπως να προσεγγίσει…
Πρόεδρος: Αυτοί που εγκλωβίστηκαν στο οικοπεδο σας δεν μπόρεσαν να κατέβουν;
Μάρτυρας: Η φωτιά τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Όπως πληροφορήθηκα, ο τελευταίος που σώθηκε, είδε τον κόσμο και διέρρηξε το σπίτι μας, μπήκε μέχρι την κρεβατοκάμαρα και έμεινε εκεί μέχρι που δεν άντεχε γιατί είχαν πάρει όλα φωτιά, κουρτίνες, στρώματα… Πήδηξε από το παράθυρο και μας είπε ότι ήδη είχε περάσει το θερμικό κύμα και είχε σαρώσει το σημείο. Δεν υπήρχε πια κανένας όρθιος έξω…
Η δίκη συνεχίζεται την Τετάρτη με καταθέσεις μαρτύρων.
ΠΗΓΗ: Το Βήμα