O Αλέξανδρος Χατζηπέτρου, αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Γεωλογίας του ΑΠΘ, επισκέπτεται κάθε χρόνο με την ομάδα του τα νησιά του Αιγαίου μελετώντας τα γεωλογικά φαινόμενα που σχετίζονται με τα ηφαίστεια ή τα ρήγματα.

Οπως εξηγεί στο «Βήμα», στον πλανήτη σημειώνονται ηφαιστειακοί σεισμοί που σχετίζονται με την ηφαιστειακή δραστηριότητα ενός πεδίου και συνήθως κυμαίνονται μεταξύ 2 και 4 το πολύ της κλίμακας Ρίχτερ και τεκτονικοί που οφείλονται στις μετακινήσεις ρηγμάτων οριζόντια ή κατακόρυφα και μπορεί να υπερβαίνουν και τα 5 ή 6 της ίδιας κλίμακας. Στη Σαντορίνη όμως έχουμε και ρήγματα και (δυο) ηφαίστεια.

Το νησιωτικό σκηνικό στο κεντρικό Αιγαίο οφείλει την ύπαρξή του στην προστριβή μεταξύ δυο τεραστίων πλακών του γήινου φλοιού. Χονδρικά η μία φαίνεται σαν να έρχεται από την πλευρά της Αφρικής και η άλλη από την Τουρκία για να συναντηθούν νότια της Κρήτης. Η αφρικανική εισχωρεί κάτω από την ευρασιατική.

Τα σημεία επαφής τους σχηματίζουν ένα τόξο και εκεί λόγω του βάρους των πλακών και της ασύλληπτης τριβής κάποια πετρώματα από τη θερμότητα ρευστοποιούνται και ως ελαφρότερα, από όποια ανοίγματα βρουν (ρήγματα), ανέρχονται και εγκαθίστανται σε κοίλους χώρους, τους υπόγειους μαγματικούς θαλάμους των ηφαιστείων.

Η επιφάνεια από πάνω τους υφίσταται διατμητικές τάσεις, λεπταίνει και όπως στο λεπτό ζυμάρι που όταν το τεντώσεις πολύ δημιουργούνται οπές, από ανάλογα ανοίγματα και με τη βοήθεια πλευρικών πιέσεων αναδύονται κορυφές. Κάποιες βγαίνουν και έξω από το νερό όπως η ζύμη όταν τη σφίγγεις μέσα στην παλάμη σου. Ετσι έχουν προκύψει δυο ενεργά ακόμη ηφαίστεια κάτω από το νερό και τα νησιά στο Κεντρικό Αιγαίο.

Οι τρεις λεκάνες και τα ρήγματα

Τρεις λεκάνες (κάποτε ήταν μία και από αυτήν προέκυψαν οι τρεις) βρίσκονται στον βυθό κατά μήκος της διαδρομής από τη Σαντορίνη έως την Αμοργό. Περιβάλλονται σε όλο το μήκος τους από εκτεταμένα ρήγματα του φλοιού. Εκτός όμως από αυτά, παράλληλα στη διαδρομή αναπτύσσεται μια πληθώρα άλλων μικρότερων. Ετσι ώστε τελικά ο χώρος να είναι διάσπαρτος με ρήγματα. Ο Αλέξανδρος Χατζηπέτρου εστιάζει ιδιαίτερα σε ένα ρήγμα δίπλα στο ερημονήσι Ανυδρος, που έγιναν γύρω του πολλά τις τελευταίες ημέρες.

Η περιοχή μελέτης της περασμένης εβδομάδας οριοθετείται από τα νησιά Σαντορίνη, Αμοργό, Ανάφη, Αστυπάλαια και τις νησίδες Κίναιρος και Λεβίθα. Ο κ. Χατζηπέτρος πιστεύει πως όλοι αυτοί οι σεισμοί είναι τεκτονικοί (αυτό ισχυρίζονται και οι περισσότεροι άλλοι ειδικοί πλην ενός Τούρκου και ενός καθηγητή από την Πάτρα, που επιμένουν ότι πρόκειται για καθαρά ηφαιστειακούς σεισμούς).

Οπως λέει, «από τα τέλη του 2024 είχε παρατηρηθεί μια δραστηριότητα στην οροφή του μαγματικού θαλάμου του ηφαιστείου μέσα στην καλδέρα, δηλαδή στο βυθισμένο τμήμα του νησιού, αλλά μετά τις γιορτές είχαμε εξασθένηση». Και γι’ αυτό τον λόγο δεν συσχετίζει τους σεισμούς που καταγράφονται τώρα με ηφαιστειακή δράση.

Ρηξιγενείς ζώνες και σε άλλα σημεία

Αυτό που τον προβληματίζει είναι ότι πέρα από τη μεγάλη αυτή ρηξιγενή ζώνη, η δομή της οποίας έχει ξεκαθαριστεί σε μεγάλο βαθμό με έρευνες διαφόρων ερευνητικών ομάδων τα τελευταία χρόνια, υπάρχουν πολλές άλλες στις ελληνικές θάλασσες για τις οποίες η έρευνα δεν έχει ακόμη προχωρήσει (και λόγω έλλειψης χρημάτων) σε βάθος.

Η δυσκολία στην προσβασιμότητα, αφού πρόκειται για υποθαλάσσια ρήγματα, καθιστά υποχρεωτική την έρευνα με άλλες μεθόδους (βαθυμετρία, γεωφυσικές διασκοπήσεις κ.λπ.) με τη χρήση ειδικά εξοπλισμένων ωκεανογραφικών σκαφών. Παρότι βρίσκονται εκτός κατοικημένων περιοχών, το δυναμικό τους μπορεί να είναι μεγάλο και η πιθανότητα επηρεασμού άλλων ρηγμάτων στη στεριά υπαρκτή.

Υπό ποιες προϋποθέσεις, όμως, η κατάσταση στα ηφαίστεια θα επηρέαζε την εκδήλωση των σεισμών αλλά και αντίστροφα; «Η ιστορία των εκρήξεων στη Σαντορίνη έχει δείξει ότι συνοδεύονται από σεισμικές δονήσεις, κάτι που είναι φυσικό λόγω της ανόδου του μάγματος στην επιφάνεια, αλλά τις περισσότερες φορές αυτές είναι ασθενείς» απαντά.

«Οι μεγαλύτερες εκρήξεις, όπως αυτές του 1650 στο Κολούμπο και του 1701-1711 στην καλδέρα, προκάλεσαν ισχυρότερους σεισμούς, με αποτέλεσμα την πρόκληση καταστροφών, όπως π.χ. στην καστροπολιτεία του Σκάρου, την πρωτεύουσα της Σαντορίνης κατά την Ενετοκρατία».

Αγνωστος ηφαιστειακός κώνος κοντά στο Κολούμπο

Θαλάσσιος γεωφυσικός στο κέντρο ωκεανογραφικών μελετών GEOMAR στο Κίελο της Γερμανίας, ο Γενς Κάρστενς έχει εκπονήσει πολλές ερευνητικές εργασίες γύρω από φαινόμενα που διαμορφώνουν τον πυθμένα των θαλασσών. Την περασμένη εβδομάδα τοποθέτησε στον επίμαχο χώρο της καλντέρας δύο θαλάσσιους σεισμογράφους που περιέχουν ένα υδρόφωνο και έναν σεισμογράφο. Από το ερευνητικό του έργο έχουν προκύψει ήδη ενδιαφέροντα συμπεράσματα:

● Οπως και άλλα μεγάλα ηφαιστειακά συστήματα, η Σαντορίνη περνάει από κύκλους καλντέρας. Μετά από μια πολύ μεγάλη έκρηξη ένας νέος κύκλος ξεκινά. Στο ηφαιστειακό σύστημα, το βασικό τμήμα, ο ηφαιστειακός θάλαμος, αρχίζει να γεμίζει με μάγμα που έρχεται από κάτω, από τα σημεία τριβής των τεκτονικών πλακών. Στη συνέχεια συνεχίζει να ωριμάζει, οι εκρήξεις γίνονται μεγαλύτερες αλλά λιγότερο συχνές, προτού το σύστημα είναι έτοιμο να παραγάγει μια νέα έκρηξη που σχηματίζει καλντέρα. Αυτή η διαδικασία θα πάρει χρόνο δεκάδων χιλιάδων ετών.

● Μια προσομοίωση που έγινε στις εγκαταστάσεις της GEOMAR κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η έκρηξη του ηφαιστείου στην καλντέρα πρέπει να έλαβε χώρα σε μεγάλο βαθμό υποβρύχια μέσα στην πλημμυρισμένη καλντέρα, καθώς δεν βρέθηκαν σχεδόν αποθέματα από την έκρηξη στη στεριά.

● Χρησιμοποιώντας σεισμικά πειράματα και γεωτρήσεις, η ερευνητική ομάδα μπόρεσε να ανιχνεύσει και να ανακατασκευάσει μια έκρηξη του ηφαιστείου στις αρχές του καλοκαιριού του 726. Κατά τη διάρκεια της γεώτρησης σε βάθη έως και 300 μέτρων, οι ερευνητές αντιμετώπισαν ένα στρώμα γκρι ελαφρόπετρας και τέφρας πάχους έως και 40 μέτρων, το οποίο μπορεί σαφώς να τοποθετηθεί στην έκρηξη που έλαβε χώρα υποβρύχια μέσα στην πλημμυρισμένη καλντέρα.

● Πρόσθετα δεδομένα πολλαπλών ηχητικών ακτίνων, έχουν δώσει μια λεπτομερή εικόνα των στρωμάτων ιζήματος και των ηφαιστειακών σχηματισμών στην περιοχή μελέτης. Μεταξύ των ευρημάτων ήταν ένας προηγουμένως άγνωστος ηφαιστειακός κώνος κοντά στο Κολούμπο, που προσφέρει νέες προοπτικές (αλλά ίσως και ανησυχίες) αν τελικά συνδυαστεί με τους εκεί τεκτονικούς σεισμούς για την ηφαιστειακή εξέλιξη της περιοχής.