Εθνική Άμυνα: Μπορεί ο Μεβλούτ Τσαβούσογλου να έφυγε άπραγος από την Ουάσινγκτον για τα τουρκικά F-16 και να έριξε καρφιά για τον Μενέντεζ, οι διευκρινήσεις του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για το νόμο CAATSA είναι η ιδανική ντρίπλα της Τουρκίας που θυμίζει τη λαϊκή ρήση άλλαξε ο Μανωλιός και φόρεσε τα ρούχα του αλλιώς.
Η εκπομπή infoXAK αναλύει πως η Τουρκία θα προσπαθήσει να αποκτήσει τα μαχητικά, την ώρα που η Ελλάδα έχει κάνει άλματα μπροστά στην πολεμική της αεροπορία.
Το ρεπορτάζ
Με άδεια χέρια έφυγε ο Υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας, Μεβλούτ Τσαβούσογλου από τη συνάντηση με τον Αμερικανό ομόλογό του, Άντονι Μπλίνκεν, στην Ουάσινγκτον, την Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2023.
Ο στόχος της Τουρκίας να πετύχει έστω μια θετική αναφορά από την αμερικανική πλευρά σχετικά με την αναβάθμιση των F-16, έπεσε στο κενό.
Στο τραπέζι της συνάντησης των δυο ανδρών μπήκαν μια σειρά από θέματα συνεργασίας των δυο χωρών, αλλά και ευρύτερα θέματα της συμμαχίας του ΝΑΤΟ και των ισορροπιών στην Ανατολική Μεσόγειο.
Μπορεί οι δύο πλευρές να συζήτησαν για την ενίσχυση της αμυντικής συνεργασίας ΗΠΑ-Τουρκίας, συμπεριλαμβανομένου του εκσυγχρονισμού του στόλου των F-16 της Τουρκίας, ωστόσο οι προϋποθέσεις και οι «κόκκινες γραμμές» που μπήκαν, δυσαρέστησαν τον Τούρκο υπουργό Άμυνας, ο οποίος δεν έχασε ευκαιρία να επιτεθεί στην Ελλάδα.
Εάν η Άγκυρα δεν άρει το «όχι» στην ένταξη Φινλανδίας και Σουηδίας στο ΝΑΤΟ, η κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν δεν θα στηρίξει το τουρκικό αίτημα για τα F-16, ήταν το μήνυμα που φέρεται να έλαβε ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει ταχθεί υπέρ της πώλησης των F-16 στην Τουρκία, παράλληλα με την πώληση μαχητικών αεροσκαφών F-35 στην Ελλάδα. Ωστόσο, κορυφαία στελέχη του Κογκρέσου εναντιώνονται σθεναρά στην προοπτική πώλησης F-16 στην Τουρκία, ανάμεσά τους ο ισχυρός Δημοκρατικός επικεφαλής της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερουσίας Μπομπ Μενέντεζ.
Σε δηλώσεις του μετά τη συνάντηση, ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών είπε σχετικά με την πώληση των F-16: «τώρα ακούγεται μόνο η φωνή του Μενέντεζ αλλά ίσως ακουστούν κι άλλες φωνές. Αν η διοίκηση των ΗΠΑ δείξει αποφασιστικότητα, το ζήτημα θα λυθεί».
Στη συνέχεια προέτρεψε την αμερικανική κυβέρνηση να μην ρίχνει τις ευθύνες στο Κογκρέσο ή κάπου αλλού και διεμήνυσε ότι δεν μπορούν να δέσουν την Τουρκία χειροπόδαρα, Όπως είπε δεν θα κάνουν την Τουρκία ό,τι θέλουν για να τους πουλήσουν τα F-16 και απέρριψε τη συσχέτιση του ζητήματος των μαχητικών με την ένταξης της Φινλανδίας και της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ.
Στο τέλος, ο Τούρκος ΥΠΕΞ δεν παρέλειψε να επιτεθεί για μία ακόμα φορά στη χώρα μας.
Η ντρίπλα της Τουρκίας
Προσέξτε όμως. Μπορεί ο Τσαβούσογλου να εξέφρασε τον εκνευρισμό του και να έφυγε με άδεια χέρια από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, την ίδια ημέρα με την επίσκεψη του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών στην Ουάσινγκτον, δόθηκαν διευκρινίσεις σχετικά με τις κυρώσεις CAATSA και πώς αυτές επηρεάζουν την πώληση μαχητικών αεροσκαφών F-16 στην Τουρκία, λόγω των κυρώσεων που επιβλήθηκαν εξαιτίας της αγοράς του ρωσικού πυραυλικού συστήματος S-400.
CAATSA είναι ο νόμος για την Αντιμετώπιση των Αντιπάλων της Αμερικής μέσω Κυρώσεων.
Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ σημειώνει ότι οι υπάρχουσες κυρώσεις του νόμου CAATSA επιτρέπουν την πώληση των αεροσκαφών με την προϋπόθεση ότι η τουρκική αμυντική βιομηχανία δεν θα είναι συμβαλλόμενο μέρος στην αμυντική σύμβαση. Συγκεκριμένα, απαντώντας σε σχετική ερώτηση, εκπρόσωπος του αμερικανικού ΥΠΕΞ υπογράμμισε ότι βάσει της νομοθεσίας, οι κυρώσεις δεν επιβάλλονται εναντίον χωρών αλλά εναντίον οντοτήτων και ιδιωτών. Όπως εξήγησε, στην περίπτωση της Τουρκίας οι κυρώσεις στόχευαν την Προεδρία Αμυντικής Βιομηχανίας (SSB) καθώς και τέσσερις υπαλλήλους της.
Στην απάντηση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ σημειώνεται ότι το όνομα της SSB έχει αλλάξει σε «Υπηρεσία Αμυντικής Βιομηχανίας». Ωστόσο, δεν διευκρινίζεται εάν η τουρκική αμυντική βιομηχανία μπορεί να συμμετέχει στη σύμβαση με το νέο όνομα της. Παράλληλα, σημειώνεται ότι κατέφθασε στην Ουάσιγκτον υψηλόβαθμη αντιπροσωπεία της «Υπηρεσίας Αμυντικής Βιομηχανίας», η οποία πραγματοποίησε συναντήσεις στο Πεντάγωνο στο πλαίσιο της επίσημης επίσκεψης που πραγματοποιεί ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών στην αμερικανική πρωτεύουσα.
Στην απάντηση του για το εάν οι υπάρχουσες κυρώσεις CAATSA καλύπτουν μια ενδεχόμενη αμυντική συναλλαγή για τα F-16, ο εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ είπε ότι «το άρθρο 231 του CAATSA (Νόμος για την Αντιμετώπιση των Αντιπάλων της Αμερικής μέσω Κυρώσεων) απαιτεί από τις Ηνωμένες Πολιτείες να επιβάλλουν υποχρεωτικές κυρώσεις σε κάθε οντότητα ή άτομο που διαπιστώνεται ότι εν γνώσει του έχει συμμετάσχει σε σημαντική συναλλαγή με τον αμυντικό τομέα ή τις υπηρεσίες πληροφοριών της Ρωσίας.
Οι κυρώσεις δεν επιβάλλονται σε χώρες, αλλά σε συγκεκριμένες οντότητες ή ιδιώτες που εν γνώσει τους συμμετέχουν σε μια τέτοια συναλλαγή. Στην περίπτωση της Τουρκίας, επιβάλαμε κυρώσεις βάσει του άρθρου 231 του νόμου CAATSA τον Δεκέμβριο του 2020 στην Προεδρία Αμυντικής Βιομηχανίας (SSB) της Τουρκίας. Οι κυρώσεις σε βάρος της SSB περιλάμβαναν απαγόρευση οποιωνδήποτε νέων αδειών για αμερικανικές εξαγωγές προς την SSB και τον αποκλεισμό των περιουσιακών στοιχείων τεσσάρων υπαλλήλων της SSB. (Σημείωση: Το όνομα της SSB άλλαξε στη συνέχεια σε «Υπηρεσία Αμυντικής Βιομηχανίας»). Η πώληση των F-16 στην Τουρκία δεν απαγορεύεται από αυτές τις κυρώσεις CAATSA, υπό την προϋπόθεση ότι η SSB δεν θα είναι συμβαλλόμενο μέρος στη συναλλαγή».
Τί σημαίνει αυτό; Ότι η Τουρκία με την αλλαγή του ονόματος της Προεδρίας Αμυντικής Βιομηχανίας σε Υπηρεσία Αμυντικής Βιομηχανίας έχει προετοιμαστεί για να... ντριπλάρει τις κυρώσεις CAATSA. Άλλαξε ο μανωλιός και έβαλε τα ρούχα του αλλιώς δηλαδή.
Μάικλ Ρούμπιν: Σαν να δίνεις στον Πούτιν F-16
Παρά τις προσπάθειες άλλωστε του Στέιτ Ντιπάρτμεντ να διατηρήσει τη στενή συνεργασία με την Αγκυρα, ο σκεπτικισμός στην Ουάσιγκτον για το ρόλο της Τουρκίας, μεγαλώνει. Ο πολύ γνωστός Αμερικανός αρθρογράφος Μάικλ Ρούμπιν σε άρθρο του στο περιοδικό Washington Examiner τάσσεται κατά της πώλησης ή αναβάθμισης των μαχητικών αεροσκαφών F-16 στην Τουρκία: «Είναι σαν να δίνουμε πυραύλους στον Πούτιν να χτυπήσει την Ουκρανία ή να εφοδιάζουμε παρέχουμε στη Hezbollah γιλέκα αυτοκτονίας». Ο Ρούμπιν ,ανώτερος συνεργάτης στο American Enterprise Institute, υπενθυμίζει ότι «όταν ο Πρόεδρος Μπάιντεν ανέλαβε τα καθήκοντά του, περίμενε περισσότερους από τρεις μήνες για να τηλεφωνήσει στον Τούρκο ομόλογό του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Ο Τούρκος πρόεδρος έγινε έξαλλος όταν το Κογκρέσο είχε απορρίψει την πώληση F-35 στην Τουρκία αφού ο Ερντογάν αγόρασε το ρωσικό αντιαεροπορικό σύστημα S-400, μια κίνηση που θεωρήθηκε πώς υπονομεύει την ασφάλεια του ΝΑΤΟ. Αντί όμως ο Μπάιντεν να θεωρήσει τον Ερντογάν υπεύθυνο για τις πράξεις του, προσπάθησε να κατευνάσει τα παράπονα του Τούρκου προέδρου, παρέχοντάς του αναβαθμισμένα F-16», γράφει ο Ρούμπιν και προσθέτει: «Εδώ είναι το πρόβλημα: Αντί να ενισχύσει την ειρήνη, οποιαδήποτε αύξηση της αεροπορικής δύναμης της Τουρκίας θα υπονομεύσει την περιφερειακή ασφάλεια. Η Τουρκία βλέπει τον πόλεμο στην Ουκρανία ως ευκαιρία για κέρδος, όχι ως αγώνα για ελευθερία».