Γράφει η Κρινιώ Καλογερίδου
Με το κύμα οργής του λαού για την κακή διαχείριση του σεισμού και τον συγκεντρωτισμό της εξουσίας να μη έχει κοπάσει ακόμα (λίγους μήνες πριν απ’ τις τουρκικές εκλογές του Μαΐου με ρυθμιστή το κουρδικό Δημοκρατικό Κόμμα των Λαών, HDP), ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν άρχισε ήδη να κάνει τα πρώτα αβέβαια βήματα αναγνώρισης του ”φιλειρηνικού” πεδίου άσκησης πολιτικής του, όπου τίποτα δεν είναι όπως πριν την τραγωδία της 6ης Φεβρουαρίου των 7,8 ρίχτερ.
Αυτό δε σημαίνει βέβαια ότι έπαψε να εκπέμπει διάθεση υπονόμευσης της ”διπλωματίας των σεισμών” με την Ελλάδα. Διπλωματίας στην οποία συγκατανεύσαμε πρόθυμα δια του υπουργού των Εξωτερικών, όπως δείχνει η… μετά σεισμό σύσφιξη σχέσεων με τον γείτονα (βλ. δήλωση Τσαβούσογλου για απόφαση της Άγκυρας να στηρίξει το αίτημα της Ελλάδας στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ ως μη μόνιμο μέλος του και αντίστοιχη Δένδια με στήριξη της τουρκικής υποψηφιότητας για τη θέση Γενικού Γραμματέα του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού [IMO]).
Ωστόσο, όπως προείπα, τα σημάδια υπονόμευσης της διπλωματίας αυτής εκδηλώθηκαν ήδη εκ μέρους του Τούρκου Προέδρου. Αρκεί να ανατρέξουμε στις 23 παραβιάσεις από τουρκικά αεροσκάφη του FIR Αθηνών στο κεντρικό Αιγαίο την 14η Μαρτίου και να θυμηθούμε την επίσημη εκπροσώπηση των Τουρκοκυπρίων στην Άγκυρα (”Σύνοδος Τουρκικών Κρατών”) λίγες μέρες αργότερα.
Εκεί ο Ταγίπ Ερντογάν, από το βήμα της Συνόδου, εγκαινίασε νέο κύκλο προκλήσεων προς την Κύπρο στο όνομα της ”ΤΔΒΚ”, της κατεχόμενης βόρειας Κύπρου:
[…] Ο τουρκοκυπριακός λαός είναι αναπόστατο κομμάτι των τουρκόφωνων κρατών…”, είπε με αγέρωχο ύφος. ”Θα συνεχίσουμε τον αγώνα μας για την αναγνώριση της ‘Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου’ και για την άρση των περιορισμών που επιβλήθηκαν στα αδέρφια μας τους Τουρκοκύπριους…”.
Όλα αυτά, ασφαλώς, συνιστούν νέα πρόκληση απέναντι στην Κυπριακή Δημοκρατία και γι’ αυτό ο νέος Πρόεδρος Νίκος Χριστοδουλίδης τα αντιμετωπίζει με σκεπτικισμό και ανησυχία έχοντας — σε μόνιμη βάση — τη στήριξη της Ελλάδας, με την οποία ωστόσο οι σχέσεις κινούνται διαχρονικά σε επίπεδο ”εντός-εκτός και επί τα αυτά”, αν εξαιρέσουμε την υπέρβαση των αγκυλώσεων σε συγκεκριμένη περίοδο κατά το παρελθόν (βλ. Δόγμα ΔΕΑΧ, παραγωγικό και ουσιαστικό κατά την περίοδο 1995-2000).
”Η ‘διπλωματία των σεισμών’ δεν περιλαμβάνει την Κύπρο…” σας ακούω να λέτε σαρκαστικά και με το δίκιο σας, αφού από τη μεριά μας Ελλαδίτες και Ελληνοκύπριοι εξακολουθούμε να λειτουργούμε παθητικά και υποκριτικά στη διαδικασία μιας παράστασης-αυταπάτη η οποία κρύβει κατά βάθος υποκρισία.
Την υποκρισία αναβίωσης της ελληνοτουρκικής φιλίας (με αφορμή τους σεισμούς στην Τουρκία), που αφήνει όμως έξω απ’ τους ”φιλειρηνικούς” σχεδιασμούς και τις προσχηματικές αβρότητες Ελλήνων και Τούρκων την Κύπρο και το Κυπριακό πρόβλημα, όπως ακριβώς επιθυμούσε ο Ταγίπ Ερντογάν: διαπραγμάτευση για τα ελληνοτουρκικά χωρίς το ”αγκάθι” του Κυπριακού, για να μείνει απροστάτευτη η Κύπρος…
Με δεδομένη λοιπόν τη ρευστή κατάσταση στις σχέσεις της Τουρκίας με τις χώρες-εκπροσώπους του Ελληνισμού και την (ψευδ)αίσθηση αλλαγής του πολιτικού κλίματος σε επίπεδο ηγεσίας μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας — υπογράψαμε με την Κύπρο πρόσφατα τη θεσμοθέτηση Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας (βλ. σχετική ανακοίνωση Μητσοτάκη-Χριστοδουλίδη, 13/3/’23), που είναι κατ’ αρχήν βήμα προς τα εμπρός.
Ωστόσο δεν μπορώ όμως να μη σημειώσω ότι και σ’ αυτήν την περίπτωση εξακολουθούμε λειτουργούμε (ως αδελφές χώρες) παθητικά και υποκριτικά. Το λέω αυτό γιατί στις μεταξύ μας συμφωνίες έχουμε διαγράψει δια παντός το Δόγμα Ενιαίου Αμυντικού Χώρου (ΔΕΑΧ) για διασφάλιση της Άμυνας της Μεγαλονήσου και πιπιλίζουμε ανήσυχοι ευκαιριακά τα περί κινδύνου κατάργησης της Κυπριακής Δημοκρατίας, ενώ ήδη επιτρέψαμε να γίνει το τουρκοκυπριακό ψευδοκράτος προτεκτοράτο της Άγκυρας.
Επιπλέον, επιτρέψαμε — στο πεδίο της Ανατολικής Μεσογείου — να έχει ρόλο κυρίαρχο, πρωταγωνιστικό και όχι απολογητικό της 49χρονης παρουσίας του στη βόρεια Κύπρο ο Τούρκος κατακτητής της, με αποτέλεσμα να έχει αποθρασυνθεί αυτός σε τέτοιο βαθμό που να παρανομεί ανεμπόδιστα στα Κατεχόμενα (βλ. εποικισμός Βαρωσίων/Αμμοχώστου) και να αυθαιρετεί στα ενεργειακά, θαλάσσια οικόπεδα της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης της Κύπρου.
Παράλληλα, επιτρέψαμε να έχει ρόλο δευτεραγωνιστή ”επαρχιώτη” ο Κύπριος, ο οποίος εντωμεταξύ — αντί να συσπειρωθεί ακομμάτιστα υπερασπιζόμενος την ελληνικότητά του και να χτίσει στρατηγική διεκδίκησης και απελευθέρωσης των τουρκοκρατούμενων εδαφών του — εξόκειλε προς εθνικά ασύμφορες ατραπούς αφελληνισμού προς χάριν του πλουτισμού και της ατομικής ευζωίας του υπό την σκιά της πανούργας Αγγλίας, παρασυρμένος από το κακό παράδειγμα των πολιτικών του.
Για όλα ωστόσο υπάρχει εξήγηση. Υπάρχει η σκληρή αλήθεια που έχει να κάνει με το πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο σε Αθήνα και Λευκωσία (”συγκοινωνούντα δοχεία”, γάρ…) το οποίο τροχοδρομούσε ανέκαθεν στις ράγες του κατευνασμού-Ανανισμού και της αφελούς Εξωτερικής πολιτικής Ελλάδας-Κύπρου.
Της πολιτικής η οποία διαιωνίζεται μέχρι τις μέρες μας και ευελπιστεί σε ξαναζωντάνεμα της ”ελληνοτουρκικής φιλίας” (στο ίδιο μήκος κύματος με την πλάνη του ΓΑΠ και, ακόμα παλαιότερα, του Συμφώνου φιλίας και μη επίθεσης μεταξύ Βενιζέλου-Κεμάλ το 1930) την ώρα που επεκτείνεται σιωπηλά το ”γκριζάρισμα” του Αιγαίου και η διεύρυνση της τουρκικής κατοχής στην βόρεια Κύπρο.
Όσον αφορά τώρα την ελληνοκυπριακή πλευρά, το ”πεπρωμένο φυγείν αδύνατον” όσο ”η Τουρκία είναι Τουρκία” ακόμα και στη σκιά των σεισμών. Γιατί πώς ”να χτιστούν λεωφόροι συνεργασίας” μεταξύ Κύπρου και κατοχικής Τουρκίας, όταν η τελευταία — αντί να ελαττώσει τον στρατό του Αττίλα στο βόρειο τμήμα του νησιού — τον ενισχύει από τον Σεπτέμβριο του ’22 (ήδη προσεγγίζει τις 40.000);
Και δεν είναι μόνο αυτό, αφού εξοπλίζει παράλληλα τα Κατεχόμενα, δημιουργεί στρατιωτικές βάσεις (μετατροπή του αεροδρομίου του Λευκονοίκου σε βάση μη επανδρωμένων τουρκικών UCAV και ναυτική βάση στο Ριζοκάρπασο) και προσπαθεί από πέρυσι να επιβάλλει ψευτο-ΑΟΖ στην Κύπρο, να πετύχει την αναγνώριση του τουρκοκυπριακού κράτους από τουρκόφωνες χώρες και να ολοκληρώσει τον εποικισμό Βαρωσίων/Αμμοχώστου με μεταφορά Τούρκων από τις πληγείσες λόγω σεισμού περιοχές της Τουρκίας…
Με δεδομένα αυτά Ελλάδα και Κύπρος προχώρησαν στη θεσμοθέτηση Ανώτατου Συμβουλίου Διακυβερνητικής Συνεργασίας Ελλάδος και Κύπρου. Τώρα θα μου πείτε, τι το καινούργιο κομίζει αυτή η συνεργασία απ’ τη στιγμή που έχουν συγκροτηθεί και λειτουργούν ήδη παρόμοια συμβούλια αμφότερων των χωρών με τρίτες χώρες.
Πράγματι, έχουν συγκροτηθεί και λειτουργούν Συμβούλια Συνεργασίας τόσο της Κύπρου όσο και της Ελλάδας με τρίτες χώρες εδώ και χρόνια (σ.σ: στην περίπτωσή μας έχουμε παρόμοιες συνεργασίες με Τουρκία και Βουλγαρία το 2010, με Σερβία το 2017, το ’21 με τη Σαουδική Αραβία κλπ).
Όμως δεν είχαμε υπογράψει ως τώρα θεσμοθέτηση Συμβουλίου Συνεργασίας με την Κύπρο, γιατί φοβόμασταν αμφότεροι (Ελλαδίτες και Ελληνοκύπριοι ηγέτες) την αντίδραση της Τουρκίας. Ότι θα έβρισκε δηλαδή την ευκαιρία αυτή να καταγγείλει τις εκπροσώπους του Ελληνισμού στη Μεσόγειο για τάσεις που αποβλέπουν στην… Ένωσή τους.
Ωστόσο, επί τη βάσει του ο ”Τολμών νικά”, έσπασαν τις αγκυλώσεις αυτές Ελλάδα και Κύπρος και θεσμοθέτησαν τη ”συγκρότηση” Ανώτατου Συμβουλίου Διακυβερνητικής Συνεργασίας Ελλάδος και Κύπρου με στόχο την πλήρη συνεργασία τους. Κι αυτό είναι, αναμφισβήτητα, θετικό.
Είναι θετικό γιατί συμβάλλει στην περαιτέρω σύσφιξη σχέσεων αμφοτέρων επιπρόσθετα στην υπάρχουσα των τελευταίων 49 χρόνων, αρχής γενομένης από τον χρόνο της τουρκικής εισβολής (βλ. ελεύθερη είσοδος. αρχικά, στα ελληνικά πανεπιστήμια και τώρα δωρεάν φοίτηση στη Σχολή επιτυχίας τους [βιβλία, μεταπτυχιακές σπουδές]).
Παρ’ όλα αυτά, το πρόβλημα της εφαρμογής στην πράξη όσων έχουν συμφωνηθεί παραμένει ζητούμενο, γιατί η θεσμοθέτηση της ”συγκρότησης” Ανώτατου Συμβουλίου Διακυβερνητικής Συνεργασίας Ελλάδος–Κύπρου είναι ένα βήμα μπροστά, αλλά δεν είναι άλμα. Δεν είναι το το άλμα που θα τάραζε τα λιμνάζοντα ύδατα στο Κυπριακό.
Δεν είναι άλμα, γιατί δεν έχει τον πανεθνικό χαρακτήρα του Δόγματος Ενιαίου Αμυντικού Χώρου, το οποίο είχε ενσωματωθεί επί ημερών Παπανδρέου-Αρσένη (1993) στη στρατηγική Ελλάδας-Κύπρου ως πανεθνική πολιτική που θα διασφάλιζε αμυντικά την τελευταία.
Ως εκ τούτου, δεν είναι προς πανηγυρισμό η εν λόγω ”Διακυβερνητική Συνεργασία” μας με την Κύπρο, γιατί δεν έχει καμιά σχέση με την ανασύσταση του ΔΕΑΧ το οποίο είχε υποσχεθεί προεκλογικά να συνυπογράψει με τον Έλληνα πρωθυπουργό ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Νίκος Χριστοδουλίδης.
Αυτό δε σημαίνει, βέβαια, ότι η Κυπριακή Δημοκρατία είναι ανοχύρωτη, όπως πριν από 49 χρόνια. Έχει διασφαλίσει ήδη τα εργαλεία αποτροπής νέας εισβολής του Αττίλα ή προσπάθειας οικειοποίησης εκ μέρους του των ενεργειακών κεκτημένων στην ΑΟΖ της Κύπρου.
Το ζήτημα όμως είναι η μεγάλη εικόνα μπροστά της. Και η μεγάλη εικόνα έχει να κάνει με τη λύση του Κυπριακού, που πρέπει να είναι δίκαιη όχι στα λόγια και όχι καθ’ υπαγόρευση τρίτων με τρόπο ευνοϊκό για την Τουρκία.
Προς πραγματοποίηση του εν λόγω στόχου, θα πρέπει κυπριακή και ελληνική ηγεσία να εκπονήσουν από κοινού και να προωθήσουν σχέδιο επωφελές για τα ελληνοκυπριακά συμφέροντα και όχι ”δανεικό” από τον ΟΗΕ ο οποίος ποδηγετείται από φιλότουρκους ”Μεγάλους” και γι’ αυτό πρότεινε άλλωστε τη ”Διζωνική-Δικοινοτική…” ως λύση για το Κυπριακό (βλ.σχέδιο βρετανικής έμπνευσης απ’ το ’57, εν γνώσει των Τούρκων που το είχαν προτείνει στο παρελθόν).
Σχέδιο πλήρους και οριστικής αποκατάστασης της ενότητας της Μεγαλονήσου, που προϋποθέτει διπλωματικές διεργασίες υψηλού επιπέδου για συγκρότηση κοινού μετώπου (μη φιλότουρκων) Τουρκοκυπρίων με Ελληνοκύπριους στη γραμμή της πλήρους και οριστικής αποχώρησης των τουρκικών στρατευμάτων, για να ακολουθήσει η ένωση των Κατεχομένων με την ελεύθερη Κύπρο και μοίρασμα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των κατοίκων της σε εθνικό πλαίσιο με χαρακτήρα ελληνικό..
Ελπίδες γι’ αυτό μάς δίνουν Ευρωπαίοι πολιτικοί που εκπέμπουν αχτίδα αισιοδοξίας για δίκαιη λύση του Κυπριακού με ενεργοποίηση της Ε.Ε (βλ. δηλώσεις της Προέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στις Βρυξέλλες ενώπιον του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας στις Βρυξέλλες Νίκου Χριστοδουλίδη, οι οποίες δείχνουν ότι κάτι κινείται στην Ευρώπη γύρω απ’ το θέμα αυτό):
”Η διχοτόμηση ενός κράτους-μέλους δεν είναι μόνο κυπριακό ζήτημα, αλλά ευρωπαϊκό. […] Δεν θα γυρίσουμε τις πλάτες μας στην Κύπρο και την κοινή μας φιλοδοξία να δούμε την επανένωση του νησιού σας υπό την αιγίδα του ειρηνευτικού σχεδίου του ΟΗΕ”, διαβεβαίωσε τον νεοεκλεγέντα Κύπριο Πρόεδρο η Ρομπέρτα Μέτσολα.
Κι αυτή η υπόσχεσή της είναι απόδειξη ότι αρχίζει να διαμορφώνεται, έστω κι αργά, μια νέα Ενωμένη Ευρώπη η οποία — συνειδητοποιώντας το άχθος των 49 χρόνων τουρκικής κατοχής σε χώρα- μέλος της — ετοιμάζεται να πέσει σαν βότσαλο αφύπνισης στα λιμνάζοντα ύδατα του Κυπριακού Ζητήματος.