Όταν ξέσπασε η Επανάσταση στη Μολδοβλαχία, ο σουλτάνος Μαχμούτ Β’ αποφάσισε, υπό την πίεση των συμβούλων του και φανατισμένων μουσουλμάνων, τη σφαγή των Ελλήνων της Πόλης (μέσα Μαρτίου 1821). Έπρεπε όμως να εκδοθεί φετφάς του ανώτατου θρησκευτικού αρχηγού των Οθωμανών του σεϊχουλισμάλη Χατζή Χαλίλ Εφέντη.

Σύμφωνα με μεταγενέστερη μαρτυρία, ο Γρηγόριος για να σώσει τους ορθόδοξους Χριστιανούς, επισκέφθηκε του σεϊχουλισμάμη και τον διαβεβαίωσε ότι το Γένος δεν είχε καμία σχέση με όσα γίνονταν στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Καθώς το Κοράνι δεν επέτρεπε την τιμωρία αθώων για ένοχες ενέργειες συγγενών τους, ο Χατζή Χαλίλ Εφέντης, ζήτησε από τον Πατριάρχη πειστήρια για να στηρίξει την εισήγησή του στον σουλτάνο. Ο Γρηγόριος με τα μέλη της Συνόδου, υπέγραψαν κείμενο αφορισμού και το παρέδωσαν στον Τούρκο θρησκευτικό ηγέτη.

Αυτός δεν ενέκρινε τη σφαγή, γεγονός το οποίο όμως είχε σαν αποτέλεσμα να εξοριστεί και να θανατωθεί! Με φετφά του νέου σεϊχουλισλάμη Φεΐζ εφέντη, που επέτρεπε την τιμωρία όλων των ενόχων, ο σουλτάνος εξέδωσε φιρμάνι με το οποίο ζητούσε από το Πατριαρχείο να αποδοκιμάσει την επανάσταση και να αφορίσει τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, τον Μιχαήλ Σούτσο και τους οπαδούς τους, προκειμένου να χορηγήσει αμνηστία.

Τελικά, λόγω της αφόρητης πίεσης, ο Γρηγόριος Ε’ η Σύνοδος από 21 Αρχιερείς και λαϊκοί (ανάμεσά τους ο πρώην ηγεμόνας της Βλαχίας Σκαρλάτος Καλλιμάχης, ο μεγάλος διερμηνέας του στόλου Ν. Μουρούζης, ηγέτες των συντεχνιών κ.ά.), συνολικά 72 άτομα, εξέδωσαν, ο Πατριάρχης και οι Συνοδικοί, δύο αφορισμούς και οι λαϊκοί αποκήρυξη της Επανάστασης με αναφορά ως συνήθως, στην καλοκαγαθία του σουλτάνου. Πιθανότατα ο πρώτος αφορισμός εκδόθηκε μετά τη λειτουργία της 23ης Μαρτίου και επειδή αφορούσε την επαρχία της Ουγγροβλαχίας μόνο, δεν ικανοποίησε τον σουλτάνο, που ζήτησε και νέο αφορισμό, όλων των Χριστιανών της αυτοκρατορίας, ο οποίος εκδόθηκε στις 27 Μαρτίου. Ωστόσο, ενώ στο πρώτο κείμενο αναγράφεται “αφωρισμένοι υπάρχουσι”, στο δεύτερο, η έγκλιση του ρήματος γίνεται ευκτική μέλλοντος: “αφωρισμένοι υπάρχοιεν”. Στο περιβάλλον του Πατριάρχη ο σουλτάνος είχε τοποθετήσει Τουρκοκρητικούς, που γνώριζαν ελληνικά, για να μπορεί να μαθαίνει τι συζητούσαν ο Γρηγόριος με τους άλλους αρχιερείς.

Ακόμα και μετά τους δύο αφορισμούς, το κλίμα για τον Γρηγόριο ήταν πολύ βαρύ. Τόσο ξένοι πρεσβευτές, όσο και Φιλικοί, είχαν στείλει καράβια για να φύγει όποτε επιθυμούσε από την Κωνσταντινούπολη. Εκείνος όμως ήταν αμετάπειστος, αν και γνώριζε τι τον περιμένει.

“Πηγαίνω εκεί που με καλεί ο νους μου, ο μέγας κλήρος του έθνους και ο πατήρ ο ουράνιος, ο μάρτυς των ανθρωπίνων πράξεων”, έλεγε στους συνομιλητές του.

Στο μεταξύ, ξεκίνησαν σφαγές των Ελλήνων της Πόλης.

Ήταν Μεγάλη Εβδομάδα του 1821 και οι Έλληνες, περνούσαν τα δικά τους πάθη. Τη Μεγάλη Δευτέρα, θανατώθηκε ο Κ. Μουρούζης. Ακολούθησανν σφαγές, κυρίως Πελοποννησίων.

Ας μην ξεχνάμε, ότι η Επανάσταση είχε ήδη ξεκινήσει και στην Ελλάδα. Οι Τούρκοι δεν σεβάστηκαν ούτε τις πρεσβείες. Καταπάτησαν την ισπανική και επιχείρησαν να εισβάλλουν και στη ρωσική. Ο πρέσβης Στρογκάνοφ και οι γενναίοι φύλακες όμως, απέτρεψαν την εισβολή.

Κατάφεραν όμως οι Τούρκοι να μπουν στο σπίτι του διερμηνέα της ρωσικής πρεσβείας Φοντόν, ο οποίος μόλις κατάφερε να σωθεί. Όσοι κρύβονταν όμως στην οικία του, κατακρεουργήθηκαν. Πολλοί δολοφονούνταν τη νύχτα και ρίχνονταν στη θάλασσα. Οι ακτές γύρω από την Πόλη, ήταν γεμάτες με πτώματα Ελλήνων. Παλιά πλοία, γεμάτα από συλληφθέντες, δήθεν από τον εξαγριωμένο όχλο, βυθίζονταν σκόπιμα στο πέλαγος, με αποτέλεσμα τον πνιγμό εκατοντάδων αθώων.

Αλλά και οι Φαναριώτες και οι άλλοι επίσημοι, δεν είχαν καλύτερη τύχη. Ο Α. Τσιράς και ο γιος του Στέφανος, αφού υποβλήθηκαν σε φρικτά βασανιστήρια, αποκεφαλίστηκαν έξω από το σπίτι τους, επειδή ήταν Πελοποννήσιοι!

Ο Δ. Παπαρρηγόπουλος, ο αδελφός του Ιωάννης, ο Δ. Σκαναβώς, ο Π. Τσιγκής και ο πρώην διερμηνέας του στόλου Μ. Χαντζερής, απαγχονίσθηκαν. Ο Γ. Μαυροκορδάτος κρεμάστηκε από το παράθυρό του. Δολοφονήθηκαν ακόμα οι: Κ. Κάλφας, Χατζηβασίλης, Χ. Πανανός, Κ. Μάνος, Κ. Ήμερος, Ε. Δανέζης, τραπεζίτης της ρωσικής πρεσβείας, τον οποίο δεν πρόλαβε να σώσει ο Στρογκάνοφ, οι Ν. και Δ. Χαντζερής, δύο Θεραπιανοί και τρεις νεροκράτες (υπεύθυνοι για τη διανομή του νερού), με την κατηγορία ότι σκόπευαν να δηλητηριάσουν το νερό των ανακτόρων και των τουρκικών συνοικιών, ο Τσαλίκης, ο Δ. Λεβίδης και ο αδελφός του Αλέξανδρος επειδή δύο ανίψια τους υπηρετούσαν στον στρατό του Υψηλάντη.

Σφαγιάστηκε επίσης ο αδελφός του Κ. Μουρούζη, Νικόλαος.

Ανατέθηκε στον Πατριάρχη η φύλαξη της χήρας του Δ. Μουρούζη, που είχε αποκεφαλιστεί στη Σούμλα το 1812, και των έξι παιδιών της. Ο Γρηγόριος ανέθεσε τη φύλαξη τους σε δύο πρωτοσύγκελους. Την επόμενη μέρα η οικογένεια Μουρούζη φυγαδεύτηκε στην Οδησσό από τον Κυριακό Κουμπάρη και οι πρωτοσύγκελοι αποκεφαλίστηκαν!

Ο απαγχονισμός του Γρηγορίου Ε’

Τη μέρα του Πάσχα του 1821, 10 Απριλίου, έφτασε στο Πατριαρχείο ο νέος διερμηνέας Σταυράκης Αριστάρχης, που είπε στον Γρηγόριο να συγκεντρωθούν στην αίθουσα όλοι οι συνοδικοί, οι προύχοντες και όσοι είχαν δικαίωμα ψήφου για τα ζητήματα του Πατριαρχείου. Σύντομα, η αίθουσα γέμισε από Τούρκους αξιωματούχους. Ανάμεσά τους, ήταν και ο κεσεδάρης, ο αρχιδήμιος. Ο Αριστάρχης, μέσα σε νεκρική σιγή, διάβασε το φιρμάνι:

“Επειδή ο Πατριάρχης Γρηγόριος εφάνη ανάξιος του πατριαρχικού θρόνου, αχάριστος προς την Πύλην και ραδιούργος, καθίσταται έκπτωτος της θέσεώς του και του προσδιορίζεται διαμονή το Καδίκιοϊ , μέχρι νεοτέρας διαταγής”.

Ο Γρηγόριος αποχώρησε αμέσως από την αίθουσα, φορώντας το ράσο του κι ένα καλυμμαύχι. Οδηγήθηκε στις φυλακές του Μποσταντζίμπαση, όπου υποβλήθηκε σε φρικτά βασανιστήρια. Όταν εκλέχθηκε νέος Πατριάρχης, ο Πισιδίας Ευγένιος, ο Γρηγόριος οδηγήθηκε φρουρούμενος με μια βάρκα, στην αποβάθρα του Φαναρίου.

Εκεί τον περίμεναν πλήθος ένοπλων Τούρκων, μαινόμενος όχλος και Εβραίοι ουρλιάζοντες (Δ. Κόκκινος).

Τον μετέφεραν στην πλατεία του Φαναρίου όπου γίνονταν οι εκτελέσεις. Εξαντλημένος ο Γρηγόριος γονάτισε, αναμένονταν τον αποκεφαλισμό του. Ο δήμιος, αφού τον κλότσησε (!) του είπε: “Σήκω και βάδιζε. Δεν είναι εδώ ο τόπος του θανάτου σου”. Με τη βοήθεια δύο στρατιωτών, ο Γρηγόριος σηκώθηκε και οδηγήθηκε μπροστά στην είσοδο των Πατριαρχείων. Εκεί ετοιμάστηκε η αγχόνη. Χρειάστηκε μία ώρα καθώς ο μαινόμενος όχλος, χλεύαζε και εξύβριζε τον Γρηγόριο.

Αυτός παρέμενε ακίνητος και προσευχόταν. Σε λίγο, πέρασαν στο κεφάλι του Γρηγόριου τη θηλιά και τράβηξαν το σχοινί.

Το καλυμμαύχι έπεσε και οι Τούρκοι έσπευσαν να του το φορέσουν πάλι, για να δείξουν ποιος ήταν. Λίγο αργότερα ο Γρηγόριος ξεψύχησε. Κρέμασαν τότε στον τράχηλό του τον “γιαφτά”, στον οποίο αναφερόταν οι λόγοι της εκτέλεσής του. Επρόκειτο για “ψευδείς όλους και ηλιθίους, μεταξύ των οποίων ως σοβαρότερον πειστήριον της ενοχής του ότι είχε γεννηθεί εις Πελοπόννησον “όπου κατά πρώτον εξερράγη η επανάστασις”, γράφει ο Δ. Κόκκινος.

Κατόπιν, μια ομάδα τριών Εβραίων αγόρασαν το πτώμα του, το περιέφεραν στους δρόμους και το έριξαν στον Κεράτιο κόλπο. Τα ονόματα των τριών αυτών Εβραίων ήταν Μουτάλ, Μπιταχί και Λεβύ. Τη σκηνή της περιφοράς του σκηνώματος από τους τρεις Εβραίους έχει αποδώσει παραστατικά σε πίνακά του ο Γερμανός ζωγράφος Πέτερ φον Ες. Ένας Κεφαλονίτης πλοίαρχος, ονόματι Νικόλαος Σκλάβος, βρήκε το σκήνωμα και το μετέφερε στην Οδησσό, όπου και ετάφη στον ελληνικό ναό της Αγίας Τριάδος. Το συγκλονιστικό επικήδειο λόγο εκφώνησε ο ιεροκύρηκας Κωνσταντίνος Οικονόμος, λόγος που μεταφράστηκε άμεσα στα Ρωσικά, καθαρογράφηκε και προκάλεσε αίσθηση στη ρωσική πρωτεύουσα Αγία Πετρούπολη. Το σκήνωμα του Πατριάρχη Γρηγορίου μεταφέρθηκε τιμητικά στην Αθήνα, 50 χρόνια μετά, και έκτοτε φυλάσσεται σε μαρμάρινη λάρνακα στο Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών.

Η κεντρική πύλη του Πατριαρχείου, όπου απαγχονίστηκε ο Γρηγόριος Ε΄, παραμένει κλειστή και σφραγισμένη μέχρι και σήμερα, . Στο Πατριαρχείο εισέρχεται κανείς έκτοτε μόνο από τις πλάγιες πύλες. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος κάθε χρόνο  , προσευχόμενος για την ψυχή του αοιδίμου μαρτυρικού προκατόχου του.

Το μαρτύριο των αρχιερέων

Την ίδια ημέρα – 10 Απριλίου – μετά τον απαγχονισμό του Γρηγορίου Ε΄, στο πλαίσιο των σουλτανικών αντιποίνων, οι μητροπολίτες Αγχιάλου Ευγένιος, Εφέσου Διονύσιος, Νικομήδειας Αθανάσιος, Δέρκων Γρηγόριος, Θεσσαλονίκης Ιωσήφ, Αδριανουπόλεως Δωρόθεος, Τυρνόβου Ιωαννίκιος συνελήφθησαν από τις οθωμανικές αρχές και φυλακίσθηκαν στις φυλακές του Μποσταντζή της Κωνσταντινούπολης. Ακολούθως ο Αγχιάλου Ευγένιος μεταφέρθηκε στην Πύλη του Γαλατά δίπλα στην ομώνυμη γέφυρα και οι Νικομήδειας Αθανάσιος και Εφέσου Διονύσιος σε άλλα σημεία της πόλης, όπου και απαγχονίστηκαν. Στο στήθος τους τοποθετήθηκε επιγραφή που τους χαρακτήριζε προδότες και αποστάτες. Τα σώματά τους παρέμειναν κρεμασμένα επί τριήμερο, μετά την αποκαθήλωσή τους, αφού σύρθηκαν και διαπομπεύθηκαν ατιμωτικά στους δρόμους της πόλης από τουρκικό όχλο αλλά και Εβραίους στη συνέχεια ρίχτηκαν στη θάλασσα. Λίγες ημέρες μετά ανασύρθηκαν από κάποιους ευσεβείς Χριστιανούς όπου και τάφηκαν κάποια στο Επταπύργιο και άλλα σε κοντινό νησί απροσδιόριστου σημείου[37]. Ακολούθησαν, στις 3 Ιουνίου 1821, οι απαγχονισμοί των υπόλοιπων φυλακισμένων μητροπολιτών σε διαφορετικά σημεία της Κωνσταντινούπολης: του μητροπολίτη Τυρνόβου Ιωαννικίου στο Αρναούτκιοϊ, του μητροπολίτη Αδριανουπόλεως Δωροθέου στο Μέγα Ρεύμα, του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Ιωσήφ στο Νεοχώρι και τέλος του μητροπολίτη Δέρκων Γρηγορίου στα Θεραπειά.

Το αιματοβαμμένο φιρμάνι του Σουλτάνου για την εκτέλεση του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Γρηγορίου του Ε’

«Επειδή χρέος των ανωτέρων και των αρχηγών, οιουδήποτε έθνους, είναι το επαγρυπνείν νυχθημερόν επί των εις την επιτήρησιν αυτών εμπεπιστευμένων προσώπων, το πληροφορείσθαι περί πασών των πράξεων αυτών και αναφέρειν εις την κυβέρνησιν πάντα τα μεταξύ αυτών ανακαλυπτόμενα εγκλήματα και οι Πατριάρχαι, όντες επίσης, ως εκ της θέσεως αυτών, ανώτεροι και αρχηγοί των υπηκόων, οίτινες ζώσιν εν ασφαλεία υπό την σκιάν της αυτοκρατορικής εξουσίας, οφείλουσιν, ίνα προ πάντων ώσιν άμωμοι, έντιμοι, χρηστοί και ειλικρινείς κεκτημένοι δε τας ιδιότητας ταύτας, αφ’ ου εννοήσωσι τας αγαθάς και κακάς κλίσεις λαού τίνος, οφείλουσιν, ίνα προλαμβάνωσιν εγκαίρως τας κακάς δι’ απειλών τε και συμβουλών, εν ανάγκη δια τιμωριών κατά τα παραγγέλματα της θρησκείας αυτών, και πληρούσιν ούτω μέρος της ευγνωμοσύνης ην οφείλουσι τη υψηλή Πύλη δια τας ευεγερσίας και τας ελευθερίας, ην απολαύουσιν υπό την αγοθοεργόν αυτής σκιάν.

Αλλ’ ο άπιστος Έλλην Πατριάρχης, όστις όμως έδωκε  προηγουμένως τοσαύτα αφοσιώσεως δείγματα, δεν ηδυνήθη να μη συμμεθέξη νυν εις τας στάσεις και την επανάστασιν του έθνους αυτού, επιχειρισθείσαν υπό διαφόρων διεφθαρμένων ανθρώπων, επιλαθομένων εαυτών και παρασυρομένων υπό διαβολικών και χιμαιρικών ιδεών χρέος δε αυτού ην, όπως διδάξη τους αμαθείς, ότι προέκειτο ενταύθα περί επιχειρήσεως ματαίας, ουδέποτε δυναμένης ίνα πραγματοποιηθή, επειδη τα κακα σχέδια ουδέποτε θριαμβεύουσι κατα της μωαμεθανικης ισχύος και θρησκείας, λαβουσών την ύπαρξιν αυτών παρά του θεού από χιλίων και πλέον ετών, και διατηρηθησομένων μέχρι της τελευταίας κρίσεως, ως βεβαιεί ημάς ο ουρανός δια αποκαλύψεων και θαυμάτων. Εν τούτοις ένεκα της διαφθοράς της καρδίας αυτού ου μόνον δεν εγνωστοποίησεν, ουδ’ ετιμώρησε τους απλούς ανθρώπους, οίτινες επλανήθησαν, αλλά, κατά πάσαν πιθανότητα, αυτός ο ίδιος μετέσχε κρυφίως ως αρχηγός της επαναστάσεως, ώστε αναποφεύκτως σχεδόν άπαν το Ελληνικόν έθνος, εν υπάρχουσι πολλοί αθώοι και δυστυχείς υπήκοοι, ουδέ την ελαχίστην ταύτης γνώσιν έχοντες, θέλει καταστραφή ίσως εκ θεμελίων και καταστή το αντικείμενον της οργής του Θεού.

Όταν η αστυνομία επληροφορήθη περί της επαναστάσεως, και αφ’ ου αυτή εγνώσθη υπό του κοινού, η υψηλή Πύλη, υπό μόνης της συμπαθείας προς τους δυστυχείς αυτής υπηκόους ορμουμένη, εζήτησεν ίνα επαναγάγη αυτούς δια της γλυκύτητος εις την οδόν της σωτηρίας, και διεύθυνεν επί τούτω προς τον Πατριάρχην προσταγήν, διαλαμβάνουσαν διαταγάς και συμβουλάς αναλόγους προς τον σκοπόν τούτον, μετά διαταγής προς τον Πατριάρχην, όπως αναθεματίση πάντα τα μέρη του τόπου, ένθα ο τρόπος ούτος κατέστη αναγκαίος κατά των συμμετασχόντων της επαναστάσεως υπηκόων.

Άλλ’ αντί να δαμάση αυτούς, και πρώτος αυτός να επανέλθη εις το χρέος αυτού, αυτός ο άπιστος υπήρξεν υπέρ πάντα άλλον ο άξων πασών των αταξιών, των μέχρι του δεδιαταραξασών την κοινήν ησυχίαν, επείσθημεν, ότι και αυτός εγεννήθη εις Πελοπόννησον, και ότι συμμετέσχε πασών των βιαίων πράξεων, ας τινές υπήκοοι πεπλανημένοι έπραξαν εκεί και εις την επαρχίαν των Καλαβρύτων. Ούτω λοιπόν αυτός ο ίδιος υπήρξεν αίτιος της εξοντώσεως και της απωλείας, ην βεβαίως θέλουσιν υποστεί τη βοήθεια του Θεού.

Επειδή δε επείσθημεν απανταχόθεν περί της προδοσίας αυτού ου μόνον κατά της υψηλής Πύλης, αλλά και κατά του ιδίου αυτού έθνους, αναγκαίον κατέστη, όπως αφαιρεθή το σώμα του από της γης και δια τούτο απηγχονίσθη, ίνα χρησιμεύση εις παράδειγμα δια τους λοιπούς.»

Εξεδόθη την 19 του μηνός Ρετζέπ έτος 1230

(10 Απριλίου 1821)

 

«Στον ανδριάντα Γρηγορίου του Ε»

Ποίημα του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη

Μουσική: Γεωργία Βαρδακώστα

Ενορχήστρωση: Θωμάς Βαρδακώστας

Στίχοι:

 

Πῶς μᾶς θωρεῖς ἀκίνητος;… Ποῦ τρέχει ὁ λογισμός σου,

τὰ φτερωτά σου ὄνειρα;… Γιατὶ στὸ μέτωπό σου

νὰ μὴ φυτρώνουν, γέροντα, τόσες χρυσές ἀχτίδες,

ὅσες μᾶς δίν’ ἡ ὄψη σου παρηγοριές κ’ ἐλπίδες; (2)

Ἡ θάλασσα η ἀγριεμένη ἐκεῖ… Θυμᾶται στὸ λαιμό σου

τὸ ματωμένο τὸ σχοινί, καὶ στ’ ἅγιο πρόσωπό σου

 τὰ ραπίσματα τ’ άγρια… τὸ βόγγο… τὴ λαχτάρα…

τοῦ κόσμου τὴν ποδοβολή… Θυμᾶται τὴν ἀντάρα…

τὴν πέτρα, ποὺ σοῦ κρέμασαν, τὴ γύμνια τοῦ κορμιοῦ σου…

τὸ φοβερὸ τὸ ἀνάβρασμα τοῦ καταποντισμοῦ σου…

Καλόγερε, πῶς δὲν ξυπνᾶς νὰ δεῖς τὰ θαύματά σου;…

Ἀναστηλώνεται ὁ Μωριᾶς… Ἡ Ρούμελη μουγκρίζει…

Ἱδρώνουν αἷμα τὰ βουνά, τὸ δάκρυ πλημμυρίζει…

Στοῦ Γερμανοῦ τὸ μέτωπο κρυφὰ γλυκοχαράζει

τοῦ Γένους τὸ ξημέρωμα… Κάθε ματιά σου σφάζει…

Ἡ θάλασσα η ἀγριεμένη ἐκεῖ… Θυμᾶται στὸ λαιμό σου…

Μ’ αὐτά… μ’ αὐτὰ τὰ κόκκαλα, τὰ τρίμματα, τὴ στάχτη

ἐχτίσαμε, πατέρα μου, τὴ φτωχικὴ φωλιά μας.

Τί θέλεις, γέροντ’ ἀπὸ μᾶς;… Δὲ νιώθεις μιὰ ματιά σου

Και διές πόσες θὰ φλόγιζε κι’ ἀπὸ τὰ σωθικά σου

ζωή πόση θα ἐβλάσταινε;… Πῶς δὲν ξυπνᾷς, πατέρα;…

Δὲ φέγγει μὲς στὸ μνῆμά σου οὔτε μιὰ τέτοια μέρα;…

Τὸ μάρμαρο μένει βουβό… Καὶ θὰ νὰ μείνει ἀκόμα

ποιός ξέρει ὡς πότ’ ἀμίλητο τὸ νεκρικό του στόμα…

Θά κοιμᾶται, θά ὀνειρεύεται… καὶ τότε θὰ ξυπνήσει,

ὅταν στὰ δάση, στὰ βουνά, στὰ πέλαγα, βροντήσει

τὸ φοβερό μας κήρυγμα… «Χτυπᾶτε, πολεμάρχοι!…

Μὴ λησμονεῖτε τὸ σχοινί, παιδιά, τοῦ Πατριάρχη!»…