Την κατάσταση η οποία διαμορφώνεται στα ελληνοτουρκικά, μετά την διαφαινόμενη επανεκλογή του Ερντογάν στις επαναληπτικές εκλογές στην Τουρκία αναλύει ο αντιστράτηγος ε.α., Λάζαρος Καμπουρίδης, με άρθρο του στην εφημερίδα “Το Παρόν της Κυριακής”.

Αναλυτικά:

Τι σημαίνει μία πιθανή επανεκλογή του Ερντογάν για την Ελλάδα και τη Δύση

Η νίκη του Ερντογάν στις εκλογές τις 14ης Μαΐου, αποδίδεται σε μία σειρά από λόγους οι οποίοι οφείλονται σε ένα πολύ καλά μελετημένο σχέδιο του κυβερνητικού επιτελείου. Η αποτυχία της Δύσης στις εκτιμήσεις περί νίκης Κιλιτσντάρογλου αποδίδεται στην άγνοια του τρόπου σκέψης και αντίληψης της τουρκικής κοινωνίας. Έγινε ξεκάθαρο από τις εκλογικές προτιμήσεις των Τούρκων ψηφοφόρων, ότι τα θέματα που διεγείρουν την τουρκική κοινωνία δεν έχουν καμία σχέση με τον δυτικό τρόπο σκέψης, ενώ η επίκληση του εξωτερικού εχθρού συσπειρώνει με έναν ανεξήγητο και μεταφυσικό τρόπο τον τουρκικό λαό, ακόμη και όταν αυτός βρίσκεται σε κατάσταση απόλυτης ένδειας.

Αμέσως μετά τους σεισμούς, παρατηρήθηκε ότι μηδενίστηκε η ακραία αντιδυτική ρητορική από τα φερέφωνα του Ερντογάν. Ο λόγος πολύ απλός. Η Άγκυρα σοκαρισμένη από το μέγεθος και τις καταστροφικές του συνέπειες του εγκέλαδου, φαινόταν μουδιασμένη και έτοιμη να ρίξει τους επιθετικούς τόνους. Τότε οι εκτιμήσεις περιέγραφαν μία αναμενόμενη εσωστρέφεια της Άγκυρας στα εξωτερικά θέματα, με ουδετεροποίηση της επιθετικής της πολιτικής εναντίον γειτονικών χωρών συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας, αναβολή των μεγάλων αμυντικών προγραμμάτων, ακύρωση ή αναβολή του προγράμματος «Αιώνας της Τουρκίας» και σίγουρα μία αναγκαστική στροφή προς τη Δύση, αφού αποτελεί την μοναδική εκτιμώμενη πηγή μεγάλων κεφαλαίων που απαιτούνται για την αποκατάσταση των σεισμόπληκτων περιοχών αλλά και την ανόρθωση της οικονομίας.

Σχεδόν ένα μήνα μετά τους σεισμούς, παρατηρήθηκε ότι η Άγκυρα εκμεταλλεύθηκε μεθοδικά την πρόθεση γειτονικών χωρών να τείνουν χείρα φιλίας λόγω των καταστροφών με σκοπό την αποκατάσταση των σχέσεων (Αίγυπτος, Ισραήλ κλπ). Επίσης, σε αντίθεση με τις εκτιμήσεις που προαναφέρθηκαν, η Τουρκία έδειξε ότι δεν είχε καμία πρόθεση να υποχωρήσει σε θέματα που άγγιζαν τον πυρήνα των θέσεών της στα θέματα εξωτερικής πολιτικής, όπως είναι η ένταξη της Σουηδίας και της Φιλανδίας στο ΝΑΤΟ αλλά και τα θέματα των αξιώσεών της για Θράκη-Αιγαίο-Κύπρο, αποφεύγοντας όμως επιθετικούς τόνους όπως μας είχαν συνηθίσει οι Τούρκοι αξιωματούχοι λίγους μήνες πριν. Ένα άλλο ενδεικτικό σημείο το οποίο αποκάλυπτε την πρόθεση της Άγκυρας για συνέχιση της πολιτικής της παρά την καταστροφικότατα του εγκέλαδου, ήταν το στίγμα που έδωσε ο Ερντογάν στην έκτακτη Διάσκεψη Κορυφής του Οργανισμού Τουρκικών Κρατών, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 16 Μαρτίου στην Άγκυρα, δηλαδή 40 ημέρες μετά τους σεισμούς. Κύριο θέμα της Διάσκεψης ήταν η «Διαχείριση της Φυσικής Καταστροφής – Έκτακτης Κατάστασης και η Ανθρωπιστική Βοήθεια» προς την Τουρκία λόγω του σεισμού. Στη σχετική ομιλία του ο Τούρκος Πρόεδρος, αναφέρθηκε στην αποφασιστικότητα για υλοποίηση του Οδικού Χάρτη της ένωσης των Τουρκικών Κρατών, σε εφαρμογή του «Σχεδίου του Αιώνα της Τουρκίας».

Το πιο χαρακτηριστικό σημείο της εικόνας και της ένδειξης ότι η Τουρκία απέβαλλε το σοκ του σεισμού και επανήλθε στην δική της «επιθετική κανονικότητα», ήταν οι συνεχείς δηλώσεις του Τούρκου Υπουργού Σ. Σοϊλού εναντίον της Δύσης και ιδιαίτερα των ΗΠΑ, ενώ η χρησιμοποίηση αντιδυτικής ρητορικής από τον Ερντογάν φάνηκε να αποτελεί έναν από τους πυλώνες της προεκλογικής του στρατηγικής.

Το σχέδιο του Ερντογάν για να κερδίσει τις εκλογές, βασίστηκε σε συγκεκριμένο και καλομελετημένο σχέδιο. Τρομοκράτηση του τουρκικού λαού, παροχολογία, προβολή των μεγάλων αμυντικών προγραμμάτων, επίκληση του εξωτερικού εχθρού ο οποίος προέρχεται από την Δύση, δαιμονοποίηση του κουρδικού στοιχείου και της συνεργασίας της αντιπολιτευόμενης συμμαχίας του Κιλιτζντάρογλου με τον κουρδικό παράγοντα, προβολή της κυβέρνησης ως της μόνης αξιόπιστης δύναμης να επιλύσει τα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα, ομαλοποίηση των σχέσεων με άλλες χώρες, επιμονή στις αξιώσεις στα ελληνοτουρκικά, εμμονή και υποστήριξη των σχέσεων με τη Μόσχα και υπόσχεση αποκατάστασης των σχέσεων με τον Άσσαντ με σκοπό την επιστροφή των Σύριων προσφύγων οι οποίοι διαβιούν στην τουρκική επικράτεια. Δηλαδή ο Ερντογάν έναντι της φιλοδυτικής και προοδευτικής προσέγγισης Κιλιτσντάρογλου, προέβαλλε σκληρή γραμμή συσπείρωσης της μεγάλης εθνικιστικής βάσης στοχοποιώντας τη Δύση και υπενθυμίζοντας ότι η στροφή προς την Ευρασία αποτελεί βασική στρατηγική της χώρας.

Δύο είναι τα βασικά συμπεράσματα από την εκλογική νίκη του Τούρκου Προέδρου. Η φοβισμένη τουρκική κοινωνία η οποία συνεχίζει αγκυλωμένη στον ισχυρό «δεσπότη», ρέπει ακόμη περισσότερο προς τον εθνικισμό, αφού έγινε ξεκάθαρο ότι η ένταξη της Τουρκίας στους δυτικούς θεσμούς δεν διεγείρει τον τουρκικό λαό συμπεριλαμβανομένης ακόμη και της φερόμενης ως «θυμωμένης» με τον Ερντογάν νεολαίας, με τον αντιδυτικισμό να αποτελεί διαχρονικά κόκκινο πανί για το τουρκικό εκλογικό σώμα. Επίσης, ο τουρκικός λαός απέδειξε ότι δεν προτίμησε τον Κιλιτζντάρογλου ο οποίος εστίασε σε θέματα Δημοκρατίας, οικονομίας και βελτίωσης των δύσκολων συνθηκών που αντιμετωπίζει η τουρκική κοινωνία, αλλά προτίμησε να συσπειρωθεί γύρω από τον εκφραστή του ακραίου εθνικισμού-ισλαμισμού Τ. Ερντογάν, μέσω της εκμετάλλευσης συνθηματολογίας περί εξωτερικών εχθρών της Τουρκίας.

Το τελικό συμπέρασμα είναι ότι, η Τουρκία είναι μία χώρα η οποία παρά τη δήθεν επιθυμία της να αποτελέσει μέλος του δυτικού κόσμου, δεν μπορεί να αποποιηθεί τις ασιατικές της καταβολές και με τις εκλογές αυτές οι Τούρκοι ψηφοφόροι διατράνωσαν την επιλογή τους για στροφή προς την Ευρασία.

Η Δύση και ιδιαίτερα το ΝΑΤΟ θα πρέπει να σχεδιάζουν για μία Τουρκία εκτός Συμμαχίας αφού αποτελεί επιλογή της κυβέρνησης Ερντογάν να απαγκιστρωθεί σταδιακά από τους δυτικούς θεσμούς στην βάση υλοποίησης του Σχεδίου «Αιώνας της Τουρκίας». Στις εκλογές της 14ης Μαΐου έγινε ξεκάθαρο ότι και ο τουρκικός λαός τάσσεται υπέρ αυτής της στρατηγικής επιλογής των νεοοθωμανιστών για προσανατολισμό προς την Ευρασία, στρέφοντας την πλάτη προς τη Δύση.

Αποτελεί καθήκον της Αθήνας να τονίσει προς τη Δύση τη σημασία του μηνύματος αυτών των εκλογών για τον αντιδυτικό προσανατολισμό της κυβέρνησης Ερντογάν αλλά και για τον ρόλο που μπορεί να αναλάβει μία ισχυρή Ελλάδα στην περιοχή η οποία διαχρονικά αποτελούσε το προπύργιο της Δύσης στην οποιαδήποτε εξ’ ανατολών προερχόμενη απειλή.

Δύο είναι τα ερωτήματα που προκύπτουν:

Έως πότε η Δύση θα ανέχεται μία Τουρκία η οποία έχει πλέον χαράξει αντίθετο προσανατολισμό και τον οποίο εκφράζει πλέον ανοιχτά όχι μόνο σε ρητορικό επίπεδο αλλά και στην πράξη με συγκεκριμένες πολιτικές και στρατηγική με ευρασιατικό – αντιδυτικό προσανατολισμό;

Μπορεί ο Ερντογάν να χρησιμοποιήσει εκ νέου το χαρτί της πόλωσης με σκοπό την εθνική συσπείρωση ανακαλύπτοντας κάποιον εξωτερικό εχθρό στοχοποιώντας ακόμη και την Ελλάδα για να αντιμετωπίσει τα μεγάλα οικονομικά προβλήματα που θα κληθεί να αντιμετωπίσει το αμέσως επόμενο διάστημα μετά τις εκλογές;