Γράφει ο Θεόδωρος Νικολοβγένης*

 “ Ιχνηλατώντας τον δρόμο για την Χάγη “ τιτλοφορείται το άρθρο τριών καθηγητών (δύο Διεθνών Σχέσεων κι ενός Διεθνούς Δικαίου) κι ενός Αντιναυάρχου ε.α που διετέλεσε και σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας, στο οποίο αισθανόμαστε ανάγκη να απαντήσουμε.        

Ξεκινώντας από τον τίτλο,  το πρώτο σχόλιο που έχουμε να καταθέσουμε είναι πως το άρθρο ξεκινάει ανάποδα. Είναι δηλαδή χτισμένο πάνω στο ότι η παραπομπή στην Χάγη είναι μια αναγκαιότητα. Δεν έχει ωστόσο αποδειχθεί οτι η συγκεκριμένη είναι η βέλτιστη λύση η οποία θα εξασφαλίσει στην Ελλάδα πως δεν θα εξέλθει αλώβητη όσον αφορά την Εθνική της Κυριαρχία και τα Κυριαρχικά της Δικαιώματα, καθώς ακόμη και στην περίπτωση που οι δύο χώρες συμφωνήσουν το πλαίσιο, υπάρχουν τρόποι η Τουρκία απλά να εγγράψει τις δικές της διεκδικήσεις επί θεμάτων Ελληνικής Κυριαρχίας σε ένα επίσημο έγγραφο, γεγονός που θα αποτελέσει το εναρκτήριο λάκτισμα για τις επόμενες κινήσεις της. Δεν θα σταθούμε όμως σε αυτό και θα προχωρήσουμε στο κυρίως μέρος του άρθρου, παραθέτωντας την άποψή μας με μπλε χρώμα.

(το άρθρο των καθηγητών και του κ. Ναυάρχου με πλάγια μαύρα bold γράμματα)

Από την λεζάντα της αρχικής φωτογραφίας, ξεκινάει η διόπτευση των Ελληνοτουρκικών σχέσεων εστιάζοντας εσφαλμένα στην τελευταία τετραετία λέγοντας πως:

 “Σήμερα, ύστερα από σχεδόν τέσσερα χρόνια πρωτοφανούς έντασης και επιθετικότητας από πλευράς Τουρκίας, η Αγκυρα εγκατέλειψε επί του παρόντος τη στρατηγική άσκησης συνεχούς και αυξανόμενης πίεσης προς τη χώρα μας”.

Η πραγματικότητα όμως είναι πολύ διαφορετική καθώς αυτό που βλέπουμε, νιώθουμε, ζούμε από την τουρκική πλευρά δεν είναι τίποτε άλλο από έναν Ελληνοτουρκικό Ψυχρό Πόλεμο που ξεκίνησε από την 18η Φεβρουαρίου του 1952 ημερομηνία ταυτόχρονης εντάξεως των δυο χωρών στη Βορειοατλαντική Συμμαχία (υπενθυμίζουμε πως το 1964 και 1974 οι θερμές συρράξεις έλαβαν χώρα επί του Κυπριακού εδάφους, δηλαδή σε μη «ΝΑΤΟϊκο» έδαφος). Και σε έναν Ψυχρό Πόλεμο υπάρχουν οι λεγόμενες αυξομειώσεις της έντασης, αλλά δεν μεταβάλλεται η πραγματική πραγματικότητα, ότι δηλαδή υπάρχει πόλεμος.

Ωστόσο, δεν μπορούμε να μην αναφέρουμε ορισμένα γεγονότα αποδεικτικά “πρωτοφανούς έντασης και επιθετικότητας από πλευράς Τουρκίας” την τελευταία εικοσαετία:

*Οι παρασκηνιακές διπλωματικές κινήσεις και ο πακτωλός χρημάτων σε επιλεγμένες προσωπικότητες στην Κυπριακή Δημοκρατία προκειμένου να επηρεάσουν την κοινή γνώμη υπέρ του Σχεδίου Ανάν (2001 – 2004),

*η κατάρτιση του Σχεδίου Βαριοπούλα (2003)

*η δολοφονία του Σμηναγού Ηλιάκη (2006),

*η κατάργηση της Κυπρο-λιβανικής Συμφωνίας ΑΟΖ (2007)

*η κατάργηση της Ελληνο-αλβανικής Συμφωνίας ΑΟΖ (2009)η διείσδυση μέσω των τουρκικών τηλεοπτικών σειρών  (2010)

*οι παρασκηνιακές κινήσεις για κατάργηση της Κυπρο-αιγυπτιακής Συμφωνίας ΑΟΖ (2012)

*ο παρολίγον διεμβολισμός του “Flying Enterprises” από τουρκική φρεγάτα (2005)

*η επιθετική στάση και εν τέλει αποχώρηση από το Κρανς Μοντανα (2017)

*η δήλωση για την αναγκαιότητα αναθεώρησης της Συνθήκης της Λωζάνης και τα “πραγματάκια” που έγιναν κατά την επίσκεψη Ερντογάν στην Θράκη (2017)

*η ενίσχυση του κατοχικού στρατού στην Κύπρο με τουρκικής κατασκευής συστήματα πυροβολικού και γερμανικά τεθωρακισμένα (2017)

*η σύλληψη των δυο Ελλήνων Στρατιωτικών (2018)

*ο διεμβολισμός του ΠΑΘ “Γαύδος” στην περιοχή των Ιμίων (2018)

*ο παρολίγον διεμβολισμός σκάφους του Πολεμικού Ναυτικού το ίδιος έτος

*η παραβίαση της Κυπριακής ΑΟΖ και οι επτά (7) παράνομες γεωτρήσεις (2018)

*και γενικότερα η επιθετική συμπεριφορά των τούρκων πιλότων από το 1983 έως τον Φεβρουάριο του 2023 η οποία είναι καταγεγραμμένη σε πληθώρα βίντεο από τα αεροσκάφη της Πολεμικής Αεροπορίας και στη βάση δεδομένων του ΓΕΕΘΑ αναφορικά με τον αριθμό των παραβάσεων / παραβιάσεων / υπερπτήσεων,

αποδεικνύουν πως η Τουρκία δεν παρουσιάζει επιθετική συμπεριφορά μόνο την τελευταία τετραετία (δεν είναι δηλαδή πρωτοφανής η ένταση και η επιθετικότητα), αλλά συνεχώς τις τελευταίες δεκαετίες με αυξομειώσεις έντασης κατά περίπτωση. Κατά συνέπεια, αποτελεί μεθοδολογικό σφάλμα, η εστίαση (zoom) της ανάλυσης των Ελληνοτουρκικών Σχέσεων την τελευταία τετραετία, καθώς αυτό αποτελεί “απομόνωση συμπεριφορών και γεγονότων”.

Στο Βίλνιους, Μητσοτάκης και Ερντογάν έδειξαν έτοιμοι να δώσουν μια ευκαιρία στην επαναπροσέγγιση. Και ενδεχομένως να ακολουθήσει η διαπραγμάτευση. Αν και είμαστε πολύ μακριά από μια τέτοια προοπτική

Συμφωνούμε.

ο δημόσιος διάλογος έχει ανοίξει και η ψυχραιμία δεν περισσεύει. Σε αυτή την προοπτική θα σταθούμε. Τρία στοιχεία, διασυνδεόμενα, είναι σημαντικά σε μια διαπραγμάτευση: οι όροι/το πλαίσιο με τους οποίους αυτή γίνεται, οι εναλλακτικές που υπάρχουν σε περίπτωση μη συμφωνίας και ο χρόνος.  

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ "ΑΜΥΝΑ ΚΑΙ ΓΕΩΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ"