Ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο με τίτλο "Αγνοώντας το υπόλοιπο έθνος" σχετικά με την ολοκληρωτική αποσιώπηση από την Ελληνική δημοσιογραφία όσων συμβαίνουν στον εκτός συνόρων Ελληνισμό έγραψε ο πατήρ Βασίλειος Θερμός στη Huffington Post. Πρόκειται για ιερωμένο, ο οποίος γεννήθηκε στη Λευκάδα το 1957 και σπούδασε Ιατρική και Θεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Είναι ψυχίατρος παιδιών και εφήβων. Είναι διδάκτωρ της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και επίκουρος καθηγητής Ποιμαντικής στην ανωτάτη Εκκλησιαστική Ακαδημία Αθηνών.
Το φιλοξενούμε γιατί λέει αλήθειες για το συνάφι μας (και ας μην μας αρέσει) και φωτίζει καταστάσεις, στις οποίες πρέπει να δοθεί προσοχή.
Αναλυτικά:
Διάβασα πρόσφατα το σπαρακτικό ”Ιστορίες από το Σπάτς”. Μαρτυρίες από τις φυλακές και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Ενβέρ Χότζα, όπως τίς αφηγείται Βορειοηπειρώτης κρατούμενος. Οι πολλές επισκέψεις μου στην Αλβανία μού τό κατέστησαν ακόμη πιο επώδυνο καθώς γνώριζα τόπους και καταστάσεις. Χιλιάδες ζωές αθώων που καταστράφηκαν με ψεύτικες κατηγορίες δήθεν ‘εχθρών του λαού’, γονείς που πέθαναν με τον καημό του παιδιού τους, σύζυγοι που τίς υποχρέωσαν να ξαναπαντρευτούν αλλιώς θα απολύονταν και δεν θα μπορούσαν να θρέψουν τα παιδιά τους. Βασανιστήρια, μίσος, παράνοια. Ιστορίες μοναδικές, συγκλονιστικές, απόκοσμες. Δίπλα μας!
Μεγάλο ποσοστό των θυμάτων ήταν Έλληνες. Ο διωγμός τους άρχισε από την δεκαετία του 50 αλλά κορυφώθηκε τις δεκαετίες του 60 και του 70. Εν τω μεταξύ το 1967 κηρύχθηκε παράνομη κάθε θρησκευτική εκδήλωση, αποσχημάτισαν ή φυλάκισαν τους ιερείς, ενώ στα σχολεία έκαναν αθεϊστική προπαγάνδα και έπαιρναν τους εφήβους να γκρεμίσουν εκκλησίες… Πιστοί φυλακίστηκαν ή πέθαναν μόνο επειδή ήταν πιστοί, και αρκετοί ήταν Έλληνες…
Εκτός από την φρίκη καθεαυτή, αυτό που μέ εκπλήσσει και θεωρώ σκάνδαλο είναι το πόσο αργά έμαθε όλα αυτά η Ελληνική κοινωνία. Και, χειρότερα, αρκετοί ακόμη δεν γνωρίζουν ότι Έλληνες καταπιέζονταν και δολοφονούνταν σε μια χώρα με την οποία συνορεύουμε…
Βέβαια θα μπορούσε κάποιος να βρει ένα ελαφρυντικό: την απίστευτη απομόνωση του καθεστώτος. Καμία είδηση δεν μπορούσε να διαρρεύσει. Όμως εγώ προσωπικά γνώριζα ήδη από την δεκαετία του 80 για τον διωγμό των πιστών (ανεξαρτήτως εθνικότητας) στην Αλβανία. Γιατί; Διότι είχαν δραπετεύσει κάποιοι και είχαν ήδη γραφτεί κάποια πράγματα. Τα οποία, όμως, παρέμειναν στα στενά όρια ορισμένων χριστιανικών κύκλων. Δεν διαδόθηκαν ποτέ στον Tύπο και στην τηλεόραση, ούτε διδάχθηκαν στα σχολεία μετά την πτώση του καθεστώτος το 1991.
Δεν είναι το θέμα μου σήμερα η φρικτή κατάσταση των πολιτών της Αλβανίας επί Ενβέρ και η τότε σκανδαλώδης σιωπή όλων των Ελληνικών κομμάτων. Με αφορμή το συγκεκριμένο βιβλίο θέλω να επικεντρωθώ σε ευρύτερο φαινόμενο: στην ολοκληρωτική αποσιώπηση από την Ελληνική δημοσιογραφία όσων συμβαίνουν στον εκτός συνόρων Ελληνισμό.
Διαχρονικά, στα κανάλια και στις εφημερίδες για παράδειγμα, ουδέποτε βρήκε θέση ειδησεογραφία για την ζωή των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων, ούτε μετά την κατάρρευση του σοβιετικού μπλόκ οπότε άνοιξαν τα σύνορα, υλικά και νοητά. Εν τω μεταξύ έχουν εκδοθεί βιβλία που μάς έμαθαν πώς είχαν οργανώσει την ζωή τους και τις εθνικές γιορτές. Πολλοί πέθαναν με τον καημό ότι δεν θα δουν ποτέ την πατρίδα τους.
Η κοινωνία μας δεν έμαθε ποτέ από τον τύπο για τις ταλαιπωρίες των Ελλήνων της Ίμβρου από τους Τούρκους έποικους, οι οποίες έγιναν αιτία για το φευγιό τους, αλλά ούτε και για τις θετικές εξελίξεις πρόσφατα, όπως το άνοιγμα σχολείων. Δεν γνωρίζει τίποτε για τη ζωή των λιγοστών Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, ούτε των ελάχιστων εγκλωβισμένων Ελλήνων στην Καρπασία. Τι λέω; Δεν φτάνουν ειδήσεις εδώ ούτε για την ελεύθερη Κύπρο: για την πολιτική της ζωή, τις κοινωνικές δραστηριότητες, την διανοητική και καλλιτεχνική κίνηση, εκδηλώσεις, προβλήματα, ατυχήματα, τα εν γένει γεγονότα. Όλα εκείνα, τέλος πάντων, τα οποία συνθέτουν την ύλη της ειδησεογραφίας εδώ στην Ελλάδα. Ενδεικτικά, τον Φεβρουάριο 2008 οι ειδήσεις της ΕΡΤ ασχολούντο με τα χιόνια που είχαν πέσει στη χώρα και μετά από 35 λεπτά ανακοινώθηκε ποιος είχε εκλεγεί τη μέρα εκείνη νέος πρόεδρος στην Κύπρο!
Κατά τα τελευταία χρόνια, όταν το διαδίκτυο και η φωτογραφική μηχανή του κινητού πολιτών έχουν υποκαταστήσει μέρος της δουλειάς των δημοσιογράφων ανεβάζοντας υλικό στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, η έλλειψη φαίνεται πιο εντυπωσιακή. Στις διαδικτυακές εφημερίδες συναντάμε τις πιο ασήμαντες ειδήσεις, απλώς και μόνο διότι είναι αξιοπερίεργες ή διότι αφορούν σε παραξενιές των σελέμπριτις και των εκκεντρικών, προορισμένες να ξεχαστούν μετά από λίγα λεπτά, αλλά για τον εκτός συνόρων Ελληνισμό σιγή! Το εφήμερο και το μηδαμινό, το βλακώδες και το ακραίο, το επιδεικτικό και ναρκισσιστικό, βρίσκουν φιλοξενία, μόνο και μόνο επειδή έλαβαν χώρα εντός συνόρων. Τα σημαντικά δρώμενα των υπόλοιπων Ελλήνων είναι σαν να μην υπάρχουν!
Για τον εκτός συνόρων Ελληνισμό έχουν κυκλοφορήσει πολλά βιβλία που μας διαφωτίζουν, αλλά εκ των υστέρων. Πώς μπορεί, όμως, να εξηγηθεί αυτή η εκκωφαντική αδιαφορία του δημοσιογραφικού κόσμου για τους άλλους Έλληνες; Δεν έχω απαίτηση να μάς ενημερώνουν για ειδήσεις της ομογένειας στην Αμερική, διότι οι εκτάσεις είναι αχανείς και δεν μπορούν να τίς καλύψουν. (Αν και θα μπορούσαν να διατηρούν συνεργασίες με τα εκεί αντίστοιχα ειδησεογραφικά μέσα). Αλλά τι εμποδίζει να περιλάβουν στο οπτικό τους πεδίο την Κύπρο, την Κωνσταντινούπολη, την Ίμβρο και την Τένεδο, τη Βόρεια Ήπειρο, τις Ανατολικοευρωπαϊκές χώρες, τους ομογενείς του Γιοχάνεσμπουργκ και του Κογκό, της Στουτγάρδης και της Αντίς Αμπέμπα; Ειδικά στη Γερμανία και στην Αφρική οι Ελληνικές κοινότητες είναι δραστήριες, μερικές μάλιστα διαθέτουν δικά τους σχολεία.
Δεν βρίσκω άλλη λέξη από την αδιαφορία. Κατά τη γνώμη μου δεν είναι τεχνικό ή οικονομικό το πρόβλημα – κάποτε ίσως, αφού χρειάζονταν η φυσική παρουσία των δημοσιογράφων, αλλά σήμερα, με τις απίστευτες διευκολύνσεις του διαδικτύου, η αιτία είναι μόνο ψυχολογική. Υπόθεσή μου: έχει εκλείψει το βίωμα του έθνους, έχει γενικευμένα στραγγίξει μια αίσθηση κοινότητας και ομόγλωσσου.
Γιατί άραγε; Ίσως επειδή γινόμαστε πλέον ακοινώνητοι και εντός συνόρων; Ίσως επειδή δεν αγαπάμε πια τη γλώσσα μας; Ίσως επειδή έχουμε γίνει σφόδρα αντιεκκλησιαστικοί ενώ η Εκκλησία αποτελεί τον πόλο ενότητας των ομογενών; (Πάντως στο χωριό Μπελογιάννης της Ουγγαρίας οι πολιτικοί μας πρόσφυγες έχουν ενορία, για την οποία καμαρώνουν). Πιθανόν όλα, και άλλα ενδεχομένως. Αυτό που μετράει είναι πως η εικόνα την οποία παρέχει το ειδησεογραφικό μας τοπίο είναι στενή, μίζερη, εγωκεντρική.
Τα βάσανα εκείνων που, λίγα χιλιόμετρα από τα σύνορα, άκουγαν τις καμπάνες μας και υπέφεραν επειδή τίς στερούνταν, είναι η κορυφή του παγόβουνου. Η ογκώδης βάση του είναι η προβληματική ψυχολογική ανάπτυξη της Ελληνικής κοινωνίας, που αντανακλάται και στην παιδεία της: εσωστρεφής και ναρκισσιστική. Λίγοι απόφοιτοι Λυκείου το πολύ-πολύ να έχουν κάτι συγκρατήσει για τη σημασία των Ελληνικών κοινοτήτων Οδησσού και Βιέννης στην επανάσταση του 1821 ή για τους εκτός των συνόρων του 19ου αιώνα εθνικούς ευεργέτες. Είναι πλήρως αποξενωμένοι, όμως, από τους σημερινούς Ελληνικούς πληθυσμούς που βρίσκονται αλλού και συνεπώς δεν έχουν ιδέα ούτε για τα παθήματά τους ούτε και για τα επιτεύγματά τους.
Έτσι φθάνουμε να μην αισθανόμαστε μέλη ενός έθνους, αλλά μόνο μέρη της ”κοινότητας” επιλογής μας: χρυσαυγίτες, αριστεροί, αναρχικοί, λοάτκι ή ό,τι άλλο. Τι θα ξημερώσει, όμως, σε ένα τέτοιο τοπίο;