Παρά τη μακραίωνη μπεκτασίδικη παρουσία στην Ελλάδα, η οποία ήταν πολύ σημαντική μέχρι την ανταλλαγή των πληθυσμών με την Τουρκία, στη σύγχρονη Ελλάδα γνωρίζουμε ελάχιστα γι’ αυτή τη διακριτή θρησκευτική κοινότητα, η οποία αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του πλούσιου πολιτιστικού μωσαϊκού της Θράκης. Ομως τώρα, οι μπεκτασήδες ανοίγονται στον κόσμο και αρχίζουν να γίνονται εξωστρεφείς.
Σε λίγο φτάνουμε στο μικρό Παρίσι, μου είπε η Αϊσέ Καρά με ένα τεράστιο χαμόγελο, μόλις περάσαμε τον Ερυθροπόταμο (Kızıldere) και πήραμε την ανηφόρα προς τη γενέτειρά της, τη Ρούσσα, το ονομαστό κεφαλοχώρι της ανατολικής Ροδόπης, κέντρο των αλεβιτών μπεκτασήδων της Ελλάδας.
Περί τις 3.500 ψυχές ακολουθούν στην Ελλάδα αυτό το σούφικο μυστικιστικό τάγμα που ανήκει στο δόγμα των αλεβιτών μουσουλμάνων και διαφέρει ριζικά από το σουνιτικό ισλάμ. Είναι συγκεντρωμένοι κυρίως σε δέκα χωριά πέριξ της Ρούσσας όπου βρίσκεται και ο περίφημος τεκές (μοναστήρι) του Σεΐντ Αλί Σουλτάν (Κιζίλ Ντελί). Εκεί κατευθυνόμασταν με την Αϊσέ Καρά και άλλους ταξιδιώτες και προσκυνητές, ανήμερα της γιορτής του Μουρσέλ Μπαλίμ, το Κασίμ Κουρμπάν, που σηματοδοτεί για τους αλεβίτες μπεκτασήδες το πέρασμα από το καλοκαίρι στον χειμώνα.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, όταν γεννήθηκε η Αϊσέ σε αυτή την εσχατιά της Ελλάδας, μόλις πέντε χιλιόμετρα από τα σύνορα με τη Βουλγαρία και 900 χιλιόμετρα από την Αθήνα, τον Ερυθροπόταμο τον φύλαγε ακόμη ο στρατός. Υπήρχαν μπάρες στα περάσματα και οι απομονωμένοι κάτοικοι της περιοχής, αγρότες και κτηνοτρόφοι, σπάνια πέρναγαν το ποτάμι κι ακόμη πιο σπάνια έβλεπαν ξένους στα μέρη τους.
«Το χωριό μας φάνταζε στα νεανικά μας μάτια σαν το κέντρο του κόσμου. Μαζευόμασταν απ’ όλα τα γύρω χωριά στο παλιό σχολείο και κάναμε γιορτές, τραγουδάγαμε, χορεύαμε, πίναμε, διασκεδάζαμε μαζί, αγόρια και κορίτσια, ήταν κι η Ρούσσα το πιο καλά φωτισμένο χωριό, γιατί ήταν και το μεγαλύτερο, ε να, έτσι έγινε για εμάς μικρό Παρίσι» λέει η 40χρονη φιλόλογος μάλλον με νοσταλγία.
Χατζή Μπεκτάς Βελί, ο ιδρυτής του τάγματος των μπεκτασήδων
Τα χρόνια πέρασαν, οι μπάρες έπεσαν, δρόμοι άνοιξαν, πολλοί έφυγαν μετανάστες, τα παιδιά τους μετά το μειονοτικό Δημοτικό της Ρούσσας άρχισαν να πηγαίνουν στο Ελληνικό Γυμνάσιο στο Σουφλί, αρκετοί σπούδασαν, όπως η Αϊσέ, οι μπεκτασήδες άρχισαν δειλά δειλά να βγαίνουν προς τα έξω.
«Τι σημαίνει για μια νέα κοπέλα να είναι αλεβίτισσα μπεκτασή;» ρώτησα την Αϊσέ. «Περηφάνια. Ενα ωραίο χρώμα, ένα ανθισμένο λουλούδι μέσα στην αυλή της Ελλάδας» μου λέει και συμπληρώνει «αυτό που θέλω τώρα είναι να μας γνωρίσει ο κόσμος γιατί οι περισσότεροι δεν μας γνωρίζουν και πολλοί μας έχουν παρεξηγήσει. Δεν είμαστε σαν τους άλλους μουσουλμάνους. Οι γυναίκες είναι απολύτως ίσες με τους άντρες. Ολοι ψυχές είμαστε, άντρες και γυναίκες. Στους ευκτήριους οίκους μας, στα Τζεμ Εβί, προσευχόμαστε μαζί. Με τους άντρες περπατάμε δίπλα δίπλα, δεν ακολουθούμε δύο βήματα πίσω, δεν επιτρέπουμε την πολυγαμία, εμείς αποφασίζουμε ποιον ή ποια θα παντρευτούμε. Πίνουμε αλκοόλ, είναι επιλογή μας να νηστέψουμε στο Ραμαζάνι, χορεύουμε και τραγουδάμε. Είμαστε μουσουλμάνοι, αλεβίτες μπεκτασήδες, είμαστε μια διακριτή θρησκευτική κοινότητα μέσα στη μειονότητα».
Το κουρμπάνι του Κασίμ σηματοδοτεί το πέρασμα στον χειμώνα[/caption]
Φτάσαμε στον τεκέ της Ρούσσας μαζί με δεκάδες προσκυνητές από την Τουρκία, τη Βουλγαρία, την Αλβανία, μπεκτασήδες που ήρθαν να τιμήσουν τον άγιό τους, ανήμερα της μεγάλης γιορτής του Κασίμ. Ο Σεΐντ Αλί Σουλτάν ήρθε στην περιοχή το 1354 και ίδρυσε έξω από τη Ρούσσα το ασκηταριό του. Ηταν ο πρώτος «ιεραπόστολος» του μπεκτασισμού στα Βαλκάνια και ο τεκές του αποτελεί τον δεύτερο σημαντικότερο ιερό τόπο των μπεκτασήδων παγκοσμίως, μετά από εκείνον του Χατζή Μπεκτάς Βελί στην Ανατολία.
Μας ξενάγησε ο επιστάτης-φύλακας του τεκέ, ο 47χρονος Ζεκί Τσολάκ-Αλί, ο οποίος ζει εκεί μαζί με τη σύζυγό του, Χατιτζέ. Ο πατέρας του, Μουσλούμ, ο παππούς του, Αλί, ο προπάππους του, Μουσταφά, ήταν κι αυτοί φύλακες του ιερού χώρου και φρόντιζαν να ανάβουν τα δώδεκα κεριά στη μνήμη των 12 ιμάμηδων όπως ορίζει η μπεκτασίδικη παράδοση. Κάτω από την ιερή μουριά των έξι αιώνων που δεσπόζει στην αυλή, ο Ζεκί μού μιλάει για την μπεκτασίδικη ψυχή, που δεν γνωρίζει χρώμα, φύλο και φυλή.
«Τι θα ήθελες να ζητήσεις από την ελληνική πολιτεία;», τον ρωτάω για να απαντήσει χωρίς κανέναν δισταγμό: «Εχω τρεις κόρες, όλες τους σπούδασαν. Εμείς οι μπεκτασήδες θέλουμε τα παιδιά μας να μάθουν γράμματα, να γίνουν καλοί άνθρωποι. Αν ζήταγα κάτι θα ήταν ελληνικά σχολεία, περισσότερα σχολεία, περισσότερες ευκαιρίες στα παιδιά μας να προοδεύσουν».
Δεν ξέρω αν ήταν αυθυποβολή, πάντως όταν βγήκα στο προαύλιο του τεκέ, αισθάνθηκα μια γαλήνη. Συνεχίσαμε να πορευόμαστε, μετακινηθήκαμε τρία χιλιόμετρα στα δυτικά της Ρούσσας και φτάσαμε σε ένα πλάτωμα, όπου ήταν παρκαρισμένα δεκάδες αγροτικά, ιδιωτικά αυτοκίνητα και λίγα λεωφορεία. Εκατοντάδες άνθρωποι είχαν απλωθεί σε παρέες, άλλοι κατάχαμα κι άλλοι είχαν πάρει θέση σε μεγάλα τραπέζια, περιμένοντας να ετοιμαστεί το φαγητό.
Το κουρμπάνι του Κάσιμ δεν συγκεντρώνει μόνο τους αλεβίτες μπεκτασήδες, είναι ανοιχτό σε όλους, όλοι είναι καλοδεχούμενοι, όπως επιβάλλει και η μπεκτασίδικη κουλτούρα και παράδοση.
Ο Μουμίν, που ήρθε από το Μεγάλο Δέρειο, μου τόνισε πως τα 35 αιγοπρόβατα και οι δύο αγελάδες, που θυσιάστηκαν για να προσφερθούν στους συνδαιτυμόνες, ήταν όλα προσφορά πιστών και όλοι όσοι δούλεψαν για τη διοργάνωση προσφέρθηκαν εθελοντικά.
Η Αϊσέ Καραχουσεΐνογλου εξηγεί πως στην μπεκτασίδικη φιλοσοφία, «μια από τις σημαντικότερες λατρευτικές πράξεις είναι να υπηρετούν τους ανθρώπους και τα δημόσια τελετουργικά γεύματα με προσφορά τροφής σε όλους, ανεξάρτητα από καταγωγή και θρησκεία, συνοδεύουν όλες τις θρησκευτικές τελετές και τις γιορτές μέσα στο κύκλο του χρόνου. Η γιορτή του Κάσιμ είναι σημαντική γιατί σηματοδοτεί την έλευση του χειμώνα, οι νύχτες γίνονται μεγαλύτερες και υπάρχει αρκετός χρόνος για προσευχή και αρχίζει ένας κύκλος κλειστών θρησκευτικών δραστηριοτήτων». Πάνω στο τραπέζι μας βρίσκεται κρασί και ρακί και δίπλα μας ένας ασίκης παίζει σάζι και τραγουδάει.
Η μουσική και το σάζι είναι αναπόσπαστο κομμάτι της παράδοσης των μπεκτασήδων
«Αυτό που ακούς είναι θρησκευτικοί ύμνοι, δεν είναι απλά ένα τραγούδι», μου επισημαίνει ο Γιώργος Μαυρομάτης, καθηγητής στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο και από τους παλαιότερους, μαζί με την πρωτοπόρο Μιράντα Τερζοπούλου, μελετητές των αλεβιτών μπεκτασήδων. «Οι μπεκτασήδες ενσωματώνουν διάφορα ετερόδοξα στοιχεία και γι’ αυτόν τον λόγο, πολλοί από την κοινότητα υπέφεραν γι’ αυτό. Παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν, συνεχίζουν να διατηρούν ζωντανή την πίστη τους, τις παραδόσεις τους και η δημόσια παρουσία τους με τα κουρμπάνια και τις γιορτές τους παίζουν σημαντικό ρόλο. Βρίσκονται σε ένα κομβικό σημείο όπου η επίσημη αναγνώρισή τους από το ελληνικό κράτος θα τους στηρίξει σημαντικά και θα συμβάλει στη διατήρηση της ζώσας παράδοσής τους».
Ο δημοσιογράφος και ερευνητής του MOHA Βαγγέλης Αρεταίος τονίζει πως οι μπεκτασήδες στην Θράκη είναι ένα αναπόσπαστο κομμάτι του θρακικού Ισλάμ και συνεπώς πρέπει να αναγνωριστούν ως ξεχωριστή θρησκεία, είναι μια μειονότητα μέσα στη μειονότητα και, τώρα, προσπαθούν να ανοιχτούν στον κόσμο. Αυτό το άνοιγμα είναι σημαντικό να βρει συμπαραστάτες. Η ύπαρξή τους κάνει τη Θράκη αλλά και την Ελλάδα πιο πλούσια, είναι μια θρησκεία, μια ταυτότητα αλλά και μια παράδοση που πρέπει να προστατευτεί και να αναδειχθεί. Οι μπεκτασήδες της Ελλάδας, έπειτα από χρόνια που ζούσαν στο ημίφως, βρίσκουν αυτοπεποίθηση και βγαίνουν στο φως. Είναι καιρός να τους γνωρίσουμε και να τους στηρίξουμε.
«Είναι πολύ σημαντικό και δίκαιο να αναγνωριστεί ο μπεκτασισμός ως διακριτή θρησκεία στην Ελλάδα»
Στις 3-5 Νοεμβρίου, με πρωτοβουλία της Αννας Μισσιριάν, ιδρύτριας του κέντρου ερευνών MOHA, (Motivation of Heritage Affinities Research Center) διοργανώθηκε στην Καβάλα, στον εμβληματικό χώρο του ξενοδοχείου «Ιμαρέτ», διεθνές συμπόσιο με θέμα «Μπεκτασήδες και αλεβίτες στα Βαλκάνια και την Ανατολία». Το ερευνητικό Κέντρο MOHA ιδρύθηκε το 2006 στην Καβάλα και εδρεύει στο Ιμαρέτ, που ήταν και το σπίτι του Μοχάμετ Αλί, Πασά της Αιγύπτου.
Στόχος του MOHA είναι η συστηματική μελέτη, καταγραφή, τεκμηρίωση και διάσωση της πολιτιστικής ποικιλομορφίας, η οποία απαντάται στον σύγχρονο κόσμο και στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής καθώς και των αλληλεπιδράσεων ανάμεσα στον ισλαμικό και τον δυτικό πολιτισμό. Στο συμπόσιο, στο οποίο συμμετείχαν κορυφαίοι ακαδημαϊκοί και ερευνητές από την Ελλάδα, την Τουρκία, τη Γερμανία και την Αυστρία (μεταξύ των οποίων οι: Γιώργος Μαυρομάτης, Αγγελική Ζιάκα, Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης, Βαγγέλης Αρεταίος, Ζεϊνέπ Τουρκιγιλμάζ, Χιθ Λόρι, Μπρετ Ουίλσον κ.ά.) πήραν μέρος και αλεβίτες μπεκτασήδες από τη Θράκη, τα Βαλκάνια και την Τουρκία.
Σημαντική ήταν η συμβολή στο συμπόσιο του προέδρου της Επιτροπής Αλεβιτών Μουσουλμάνων Θράκης, Αχμέτ Καραχουσεΐν, όπως και της γενικής γραμματέας, Αϊσέ Καραχουσεΐνογλου, μιας νέας δυναμικής γυναίκας που σπούδασε στη Νομική και διεκδικεί μαχητικά τη διαφύλαξη της ταυτότητάς της και την επίσημη αναγνώριση της κοινότητας των μπεκτασήδων από την ελληνική πολιτεία: «Είναι πολύ σημαντικό, αλλά και δίκαιο, να αναγνωριστεί ο μπεκτασισμός ως διακριτή θρησκεία στην Ελλάδα, να αναγνωριστούν οι τόποι λατρείας μας. Είμαστε Ελληνες πολίτες και πρέπει να απολαμβάνουμε ως κοινότητά ισότιμα όλα τα δικαιώματα των Ελλήνων πολιτών στην έκφραση της πίστης και της πολιτισμικής δράσης. Εμείς ξεκινήσαμε επίσημα τις διεκδικήσεις μας το 2018, με τη δημιουργία μιας επιτροπής που εκπροσωπεί την κοινότητα μας απέναντι στο κράτος και από τότε έχουν γίνει κάποια σημαντικά βήματα, όπως η αναγνώριση του ευκτήριου οίκου μας (Cem Evi) στο Μεγάλο Δέρειο, την αναγνώριση των ζωοθυσιών (κουρμπάν) και των γιορτών μας, τους παλαιστικούς αγώνες, ενώ για πρώτη φορά, το 2021, ένας Ελληνας υπουργός, ο Νίκος Δένδιας, (τότε υπουργός Εξωτερικών) επισκέφθηκε επίσημα την κοινότητά μας και τον ξεναγήσαμε στον τεκέ. Τώρα περιμένουμε να αναγνωριστεί από την πολιτεία ο τεκές του Σεΐντ Αλί Σουλτάν στη Ρούσσα ως το θρησκευτικό μας κέντρο, να αναγνωριστούν οι ευκτήριοι οίκοι μας στα χωριά ως τόποι θρησκευτικής λατρείας και οι πνευματικοί μας καθοδηγητές να γίνουν αποδεκτοί ως αναγνωρισμένοι θρησκευτικοί λειτουργοί».
Πηγή : Εφημερίδα των Συντακτών