Του Παντελή Σαββίδη

Με αφορμή το βιβλίο του Διεθνολόγου Σταύρου Καλεντερίδη “Η ώρα των λύκων” το οποίο αναφέρεται στον κατευνασμό των Μουσολίνι, Κεμάλ και Χίτλερ και περιέχει ενδιαφέροντα στοιχεία για την θεωρία του κατευνασμού και της αποτροπής, είναι αναγκαία μια άλλη πρόταση, απο την ελληνοτουρκική προσέγγιση μέσω της Διακήρυξης Φιλίας, η οποία κρύβει παγίδες για την Ελλάδα τις οποίες η Αθήνα αποκλείεται να μην έχει αντιληφθεί.

Το ερώτημα είναι γιατί ενδίδει με τέτοια ευκολία στις τουρκικές μεθοδεύσεις.

Η Τουρκία με την Διακήρυξη Φιλίας προσπαθεί:

-Να διασφαλίσει τα νότα της σε μια στιγμή που θέλει να εστιάσει σε άλλες περιοχές απο τα ελληνοτουρκικά. Και να επανέλθει στις προκλήσεις όταν κρίνει ότι μπορεί με ευκολία να το κάνει.

-Παγιώνει με τις δηλώσεις του Ερντογάν και το περιεχόμενο της Διακήρυξης την αντίληψή της περί διχοτόμησης του Αιγαίου χωρίς ελληνική αντίδραση.

-Επιδιώκει να επωφεληθεί απο την Ε.Ε. (Θεωρήσεις, Τελωνειακή Ένωση, χωρίς καμιά παραχώρηση, ιδιαιτέρως στο κυπριακό).

-Εμμένει στην αποστρατιωτικοποίηση των νησιών παρά το γεγονός ότι δεν έπαψε να τα απειλεί.

-Κλιμακώνει τις διχοτομικές θέσεις της στο κυπριακό.

Το βιβλίο με διεθνή παραδείγματα και επιλεγμένες θεωρητικές αναφορές αποκαλύπτει εναργέστατα τις τουρκικές μεθοδεύσεις ιδιαιτέρως στην περίπτωση της περιγραφής της προσάρτησης της Αλεξανδρέττας. Οι παραλληλισμοί της τακτικής που ακολούθησε η Άγκυρα στην Αλεξανδρέττα και άλλων περιπτώσεων που αφορούν την Ελλάδα είναι ιδιαιτέρως ανησυχητικοί.

Η άλλη πρόταση απο όσα περιλαμβάνει η επικίνδυνη, επειδή κρύβει παγίδες, Διακήρυξη Φιλίας, είναι:

Ισχυρές ένοπλες δυνάμεις οι οποίες θα βρίσκονται πίσω από μια ικανότατη διπλωματία, η οποία θα αμφισβητήσει τον περιφερειακό ρόλο της Τουρκίας με την επίδειξη αποφασιστικότητας. Και αφού επιτευχθούν αυτά να εξαναγκασθεί η Τουρκία να εγκαταλείψει τις αναθεωρητικές της ιδέες και να της υποδειχθει να αποχωρήσει απο την Κύπρο. Η Ελλάδα να εξέλθει απο την αυτοαπομόνωσή της και να διαδραματίσει έναν σημαντικό ρόλο στον γεωπολιτικό χώρο απο τα Βαλκάνια ως τη Μέση Ανατολή. 

Το βιβλίο στην αρχή αναφέρει και αναλύει τρείς περιπτώσεις κατευνασμού:

του Μουσολίνι στην Αιθιοπία,

του Χίτλερ με το Σύμφωνο του Μονάχου

και του Κεμάλ στην περίπτωση της Αλεξανδρέττας.

Στη συνέχεια ομαδοποιεί σε θεωρίες τους κατευνασμούς.

Μια άλλη ενότητα αναφέρεται στις στρατηγικές αντιμετώπισης επιθετικών δυνάμεων και στο τέλος εστιάζει στην τουρκική περίπτωση.

Επιγραμματικά θα αναφερθώ σε όλες τις ενότητες και στο τέλος θα κάνω μερικά σχόλια για την Διακήρυξη Φιλίας που υπογράφηκε τελευταία διότι αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση κατευνασμού.

Από την αρχαιότητα ως σήμερα η πολιτική κατευνασμού αποτέλεσε ένα εφαρμόσιμο εργαλείο διαχείρισης ενός αναθεωρητικού αντιπάλου.

Ωστόσο, μετά τους δύο παγκοσμίους πολέμους του 20ου αιώνα διαφαίνεται η ανεπάρκεια της πολιτικής του κατευνασμού.

Δεν μπορεί να κατευνάσει κάποιος κάποιον που είναι εντελώς αδίστακτος.

Ο κατευνασμός δεν ορίζεται πάντοτε αρνητικά. Υπάρχουν και θετικές προσεγγίσεις του κατευνασμού.

Για παράδειγμα ο Πώλ Κέννεντυ ορίζει τον κατευνασμό ως την «πολιτική επίλυσης διεθνών ή εσωτερικών διενέξεων , με την παραδοχή και ικανοποίηση παραπόνων, μέσω λογικών διαπραγματεύσεων και συμβιβασμού. Αποφεύγοντας, έτσι την κατάληξη σε ένοπλες διαμάχες, οι οποίες θα ήταν κοστοβόρες, αιματηρές και πιθανότατα πολύ επικίνδυνες».

Με τον Κέννεντυ διαφωνεί ο Daniel Treisman ο οποίος ερμηνεύει τον κατευνασμό ως την πολιτική μονομερών παραχωρήσεων σε έναν αντίπαλο, ή δυνητικό αντίπαλο, με την ελπίδα της αποφυγής ή της καθυστέρησης της διένεξης, υπογραμμίζοντας την μονομερή φύση των παραχωρήσεων.

Τσάμπερλεν

Ο Μορκεντάου ορίζει τον κατευνασμό ως έναν πολιτικά απερίσκεπτο διαπραγματευόμενο συμβιβασμό. Μιλάμε, λέει, για κατευνασμό όταν ένα έθνος παραδίδει τα ζωτικά του συμφέροντα, δίχως να αποκτά τίποτε αξιόλογο ως ανταμοιβή.

Με το θέμα του κατευνασμού ασχολείται και ο Μακιαβέλι ο οποίος θέτει το ζήτημα της φήμης και του γοήτρου, ιδιαίτερα όσον αφορά τις συμμαχίες μιας χώρας.

Συγκεκριμένα αναφέρει πως αν υποχωρήσεις σε μια απειλή το κάνεις για να αποφύγεις κάποιον πόλεμο, και τις περισσότερες φορές, καταλήγεις, τελικά, να μην τον αποφύγεις. Διότι αυτοί, ενώπιον των οποίων υποτίμησες με τέτοιο τρόπο τον εαυτό σου υποχωρώντας, δεν θα σταματήσουν εκεί, αλλά θα επιχειρήσουν να εκβιάσουν περαιτέρω υποχωρήσεις.

Από την άλλη, θα παρατηρήσεις τους υποστηρικτές σου να γίνονται πιο ψυχροί απέναντί σου, καθώς θα σε βλέπουν ως αδύναμο ή λιγόψυχο. (αυτό το σχολιάζω συχνά σε κείμενά μου. Η στάση της Αθήνας στα ελληνοτουρκικά δεν αφήνει, μόνο, έδαφος στην Τουρκία αλλά απαξιώνει την ύπαρξη της Ελλάδας ως κρατικής οντότητας στην περιοχή. Γιατί να σε σεβαστεί ο Ράμα ή η ηγεσία της Βόρειας Μακεδονίας όταν βλέπουν πόσο διατεθειμένος είναι σε υποχωρήσεις για να κατευνάσεις).

Ο ΚΑΤΕΥΝΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΜΟΥΣΟΛΙΝΙ

Στα τέλη του 19ου αιώνα και ετεροχρονισμένα από τις λοιπές «Μεγάλες Δυνάμεις», οι Ιταλοί συνειδητοποίησαν μαζί με τη Γερμανία και το Βέλγιο τη δυναμική που μπορεί να τους προσφέρει η απόκτηση και αξιοποίηση αποικιών και αποφάσισαν να ακολουθήσουν τον δρόμο των Άγγλων, των Γάλλων και των Οθωμανών.

Η Ιταλία ξεκίνησε την αποικιοκρατική της πολιτική στις 5 Φεβρουαρίου 1885, καταλαμβάνοντας τη Μασάουα της Αιγύπτου (στη σημερινή Ερυθραία).

Το 1889 η Ιταλία κατέλαβε, επίσης, την Ιταλική Σομαλιάνδη, τη σημερινή Σομαλία.

Κατά τον Α’ Ιταλοαβυσσηνιακό πόλεμο την 1η Μαρτίου 1986 τα ιταλικά στρατεύματα ηττήθηκαν και η Αιθιοπία απέκτησε την ανεξαρτησία της.

Μουσολίνι

Η Ιταλία προετοίμασε τον λαό της για τα οφέλη της αποικιοκρατίας (γι αυτό όπου βλέπετε τηλεοπτικές εκπομπές για την Αφρική να γνωρίζετε ότι τα κράτη στα οποία ανήκουν τα κανάλια ενδιαφέρονται για την Αφρική) και το 1912 η Ιταλία εκμεταλλευόμενη τους Βαλκανικούς Πολέμους, αποσπά τη Λιβύη και τα Δωδεκάνησα από τους Οθωμανούς.

Με την κατοχή της Λιβύης, της Μασάουα και της Σομαλιλάνδης η Ιταλία είχε αποκτήσει τον αφρικανικό προσανατολισμό της.

Και από το 1922 όταν ο Μουσολίνι ανέλαβε την εξουσία στη χώρα, η Ιταλία είχε προετοιμασθεί για να αναδειχθεί σε αποικιοκρατική δύναμη.  Απαραίτητη προϋπόθεση για τα σχέδια του Ντούτσε.

Ο Μουσολίνι έστρεψε το βλέμμα του στην Αιθιοπία το 1935 και κατά τον

Β’ ιταλοαβυσσηνιακό πόλεμο την κατέλαβε.

Δεν θα τα κατάφερνε αν δεν του παρείχε υποστήριξη διπλωματική και πολιτική η Γαλλία, ως μια από τις δύο Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής (η άλλη ήταν η Αγγλία).

Και παρά τις δεσμεύσεις της Γαλλίας στην περιοχή το Παρίσι συναίνεσε στην εισβολή. Παρασκηνιακά συναίνεσε και η Αγγλία. Ήθελαν να κατευνάσουν τον Μουσολίνι για να τον αποτρέψουν να συνεργαστεί με τον Χίτλερ. Απέτυχαν. Δεν αντέδρασε και η Κοινωνία των Εθνών, ο τότε ΟΗΕ. Όπως και σήμερα, ο τότε διεθνής οργανισμός ελεγχόταν περισσότερο από τις δυνάμεις της εποχής.

ΚΑΤΕΥΝΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ: ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ

Τα σύννεφα του πολέμου πύκνωναν και οι Άγγλοι (και οι Γάλλοι) στην προσπάθειά τους να αποφύγουν τον πόλεμο υπέγραψαν με τον Χίτλερ την γνωστή Συμφωνία του Μονάχου στις 30 Σεπτεμβρίου 1938

Η Συμφωνία συνήφθη μεταξύ του Χίτλερ, του Μουσολίνι, του βρετανού πρωθυπουργού Νεβίλ Τσάμπερλαιν και του Γάλλου πρωθυπουργού Εντουάρντ Νταλαντιέρ.

Προέβλεπε γερμανική προσάρτηση της Σουδητίας, μιας γερμανόφωνης περιοχής της Τσεχοσλοβακίας.

Παρόλο που οι Τσεχοσλοβάκοι ήθελαν να αντισταθούν και προσδοκούσαν υποστήριξη από τους αγγλογάλλους, οι Τσάμπερλαιν και Νταλαντιέρ τους εγκατέλειψαν.

Δεν αρνήθηκαν, απλώς, την υποστήριξη αλλά παρέδωσαν τελεσίγραφο στον πρόεδρο της Τσεχοσλοβακίας καλώντας του να παραδώσει τμήμα της χώρας του αμαχητί στο βωμό της ειρήνης.

Το έκαναν διότι πίστευαν πως με την πολιτική αυτή του κατευνασμού θα απέφευγαν τον πόλεμο.

Λίγους μήνες νωρίτερα στις 12 Μαρτίου του 1938 ο Χίτλερ κατέλαβε και προσάρτησε την Αυστρία με την σιωπηρή και πάλι, αποδοχή των Συμμάχων.

Ως επακόλουθο του Μονάχου και υπο την πίεση της Ουγγαρίας και της Πολωνίας, οι Τσεχοσλοβάκοι αναγκάστηκαν, πλην της Γερμανίας, να προχωρήσουν σε εδαφικές παραχωρήσεις και υπέρ των κρατών αυτών. (Φαντάζομαι στην Αθήνα γνωρίζουν ιστορία).

Συμφωνία Μονάχου 1938

Με διάφορες μεθοδεύσεις, οι Ναζί κατέκτησαν ολόκληρη την Τσεχοσλοβακία με τις ευλογίες των αγγλογάλλων.

Επιστρέφοντας από το Μόναχο ο Τσάμπερλαιν είχε περιγράψει ως μεγάλη διπλωματική επιτυχία τη Συμφωνία.

Μετά την αποτυχημένη απόπειρα κατευνασμού του Χίτλερ και το ξέσπασμα του Β’ ΠΠ η πολιτική του κατευνασμού επικράτησε να θεωρείται ως μια ατελέσφορη πολιτική.

Βεβαίως, οι πολιτικές επιλογές της περιόδου εκείνης δεν ήταν εύκολες.

Οι τρομακτικές αναμνήσεις του Α’ΠΠ η αδυναμία αντίληψης της φύσης του ναζιστικού καθεστώτος και των στρατηγικών φιλοδοξιών του Αδόλφου Χίτλερ η ακαμψία του Γαλλικού στρατού, η υπερέκθεση της Αγγλίας σε πολλά μέτωπα ακόμη και οι τύψεις για τη Συνθήκη των Βερσαλλιών του 1919 εις βάρος των Γερμανών, ο φόβος των στρατηγικών βομβαρδισμών και η υπερεκτίμηση-λανθασμένα- της ναζιστικής αεροπορικής απειλής, η αμερικανική απομόνωση (η οποία, επίσης, ακολουθούσε πολιτική κατευνασμού του Χίτλερ), η καχυποψία απέναντι στη Σοβιετική Ένωση και ο φόβος του Κομμουνισμού, όλα αυτά συνέτειναν στην ανάπτυξη ενός φοβικού συνδρόμου στην κυρίαρχη, τότε, τάση στην Αγγλία, η οποία εκφράστηκε με τον Τσάμπερλαιν και η οποία προσδοκούσε, εκτός του να κατευνάσει τον Χίτλερ, να κερδίσει χρόνο για τον επανεξοπλισμό της χώρας.

Έδειξαν, επίσης, εξαιρετική αδυναμία αναγνώρισης των προθέσεων του Χίτλερ.

Η Σοβιετική Ένωση διέγνωσε τον κατευνασμό στο Μόναχο το 1938 ως πολιτική προσέγγισης της Γερμανίας από τη Βρετανία και τη Γαλλία.

Με την απειλή της Γερμανία δυτικά και την Ιαπωνική απειλή στη Μογγολία η Σοβιετική Ένωση αναγκάσθηκε να προχωρήσει σε προσέγγιση της Γερμανίας με το Σύμφωνο Μολότωφο Ρίμπεντροπ το 1939.

Και ο Στάλιν επιχείρησε να κατευνάσει τον Χίτλερ αλλά ο κατευνασμός κατέληξε στην επιχείρηση Μπαρμπαρόσσα και την εισβολή της Γερμανίας στη Σοβιετική Ένωση.

Ο Στάλιν είχε εξοπλίσει καλά τον στρατό και οι μυστικές του υπηρεσίες γνώριζαν ότι ο Χίτλερ θα εισέβαλε στη Ρωσία. Φαινόταν, ωστόσο, ο Στάλιν ότι ήθελε να αποφύγει τον πόλεμο πάση θυσία.

Δεν επέτρεπε στους στρατιώτες να λάβουν θέσεις μάχης, κάτι το οποίο οι Γερμανοί είχαν πράξει, απαγόρευσε στα σοβιετικά μαχητικά να πετούν σε απόσταση έξι μιλίων από τα σύνορα για να μην εκληφθεί ως προκλητική πράξη.

Και ο Στάλιν ήθελε να αγοράσει χρόνο για να αναπτύξει τεχνολογικά τον στρατό του. Πίστευε πως όσο ο Χίτλερ είχε ανοικτό μέτωπο με τους Αγγλογάλους δυτικά, δεν θα αποτολμούσε και ένα δεύτερο ανατολικά με την Σοβιετική Ένωση, έδειξε αδυναμία θέλησης και αποφασιστικότητας για αντίσταση και έχασε τον αποτρεπτική του δύναμη.

Ο Χίτλερ δεν μπορούσε ούτε να κατευναστεί, ούτε να αποτραπεί διότι η απόφασή του για αλλαγή της ευρωπαϊκής ισορροπίας δυνάμεων απαιτούσε πόλεμο.

(Μήπως το ίδιο δεν συμβαίνει με εμάς και την Τουρκία;. Η Τουρκία θέλει να αλλάξει τη Λωζάνη και την ισορροπία δυνάμεων στην περιοχή. Αν δεν το πετύχει με συνεχείς παραχωρήσεις, κατευνασμό, δηλαδή, θα το πετύχει με πόλεμο. Αυτό πρέπει να γίνει συνείδηση στην Αθήνα. Και να προετοιμαστεί καταλλήλως. Πρέπει να διαγνώσει ακριβώς την φύση του τουρκικού καθεστώτος, ανεξαρτήτως του ποιος κυβερνά και να αποφασίσει πως θα αντιμετωπίσει μια αναθεωρητική δύναμη η οποία απειλεί με πόλεμο. Αρκεί, μόνο, ο κατευνασμός, ή όσο υπάρχει χρόνος η Ελλάδα πρέπει να εξοπλιστεί και να προετοιμαστεί με κάθε τρόπο);

Ο ΚΑΤΕΥΝΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΚΕΜΑΛ

Η περίπτωση της προσάρτησης της Αλεξανδρέττας από την Τουρκία, η αρπαγή της, δηλαδή από τα χέρια των Γάλλων και των Σύριων αποκαλύπτει ότι η Τουρκία δείχνει τις προθέσεις της και, πλέον, είναι γνωστή η τακτική που εφαρμόζει.

Η Ελλάδα πρέπει να μελετήσει πολύ προσεκτικά και πολύ λεπτομερειακά την περίπτωση της Αλεξανδρέττας διότι την ίδια τακτική ακολουθεί η Τουρκία και σε θέματα ελληνικού ενδιαφέροντος, όπως η Κύπρος, η μειονότητα της Θράκης και η παρουσία μουσουλμάνων και σε άλλες περιοχές της χώρας.

Η απόκτηση της Αλεξανδρέττας ήταν ένας έξυπνος συνδυασμός από πλευράς Τουρκίας της ήπιας και σκληρής ισχύος και η εκμετάλλευση της συγκυρίας.

Η Τουρκία αφού με τον συνδυασμό που προαναφέραμε διαμόρφωσε τις συνθήκες, χρησιμοποίησε την στάση που θα τηρούσε της μεταξύ Γερμανίας και Αγγλογάλλων για να εξασφαλίσει την εύνοια και των δύο πλευρών και να συναινέσουν στην κατοχή της.

Η Γαλλία με την συναίνεση της Αγγλίας έδωσε τη Αλεξανδρέττα στην Τουρκία με στόχο να ταχθεί η Άγκυρα μαζί τους στον αναμενόμενο πόλεμο με την Γερμανία αλλά η Τουρκία είχε την συναίνεση και της Γερμανίας (οι δύο χώρες έχουν γενετική σχέση από δημιουργίας του γερμανικού κράτους). Στο τέλος τάχθηκε με το πλευρό της Γερμανίας.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ

Η Συρία και η περιοχή του Σαντζακίου ( διοικητική διαίρεση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας καταλήφθηκε από τους Οθωμανούς υπό τον Σουλτάνο Γιαβούζ Σελίμ Α! το 1515-1516.

Κατά την οθωμανική κυριαρχία η περιοχή ήταν μέρος της επαρχίας του Χαλεπίου ως ένα σαντζάκι 4000 τ.χ. που περιλάμβανε το λιμάνι της Αλεξανδρέττας, την ιστορική πόλη της Αντιόχειας και την εύφορη πεδιάδα του Ορόντη.

Μετά την ήττα των Τούρκων στον Α’ΠΠ η Οθωμανική Αυτοκρατορία τεμαχίστηκε με τη Συνθήκη των Σεβρών το 1920.

Διοικητικά το Σαντζάκι δημιουργήθηκε στις 30 Οκτωβρίου 1918, όταν οι συμμαχικές στρατιωτικές δυνάμεις διχοτόμησαν το πρώην οθωμανικό βιλαέτι του Χαλεπίου και ένωσαν τέσσερα από τα μέρη του (Αντιόχεια, Αλεξανδρέττα, Χαρίμ και Μπεϊλάν) σε μια ενιαία και εύκολα διαχειρίσιμη μονάδα.

Με την αγγλογαλλική Συμφωνία Σάικς Πικό, η περιοχή αποδόθηκε στον έλεγχο των Γάλλων.

Με τη Συνθήκη της Άγκυρας του 1921 η Αλεξανδρέττα παραχωρήθηκε στην υπο γαλλική διοίκηση Συρία.

Η Συνθήκη της Άγκυρας ενσωματώθηκε μετέπειτα στη Συνθήκη της Λωζάνης, το 1923.

Όπως και με την Μοσούλη, η Τουρκία δεν ήταν διατεθειμένη να εγκαταλείψει αυτά τα οποία θεωρούσε χαμένα της εδάφη.

(Προσέξτε τον παραλληλισμό με τις δικές μας περιοχές και την καρδιά του Ερντογάν. Κυρίως την επίμονη προσπάθεια να αλλάξει το status της μουσουλμανικής μειονότητας. Πολλοί δεν καταλαβαίνουν πως η Τουρκία μεθοδεύει σιγά σιγά την επιτυχία των στόχων της και συνηγορούν υπέρ των θέσεών της ότι η μειονότητα είναι τουρκική. Ένα μέρος της μειονότητας είναι τουρκογενές, αλλά στις διακρατικές σχέσεις οι πληθυσμιακές ομάδες αποκαλούνται και αντιμετωπίζονται με βάση τις συμφωνίες που συνάπτονται. Κακώς ο πρωθυπουργός επέτρεψε στον Ερντογάν να αναφερθεί σε επίσημη συνάντησή τους σε τουρκική μειονότητα, και ας τον διόρθωσε. Η Τουρκία θα χρησιμοποιήσει αυτές τις αναφορές παρουσία του Έλληνα πρωθυπουργού, όπου δει).

Ο Μουσταφά Κεμάλ, πρόεδρος τότε της τουρκικής δημοκρατίας αρνήθηκε να αποδεχθεί το σαντζάκι της Αλεξανδρέττας ως μέρος της γαλλικής επικυριαρχίας.

Μάλιστα σε ομιλία τους στις 15 Μαρτίου 1923 στα Άδανα ο Κεμάλ αγνοώντας τον αραβικό χαρακτήρα της περιοχής δήλωσε πως επρόκειτο για «τούρκικη πατρίδα εδώ και 40 αιώνες» και ότι η περιοχή δεν μπορεί να βρίσκεται «αιχμάλωτη στα χέρια του εχθρού».

Η τουρκική πολιτική αποσκοπούσε σαφέστατα στην προσάρτηση του σαντζακίου της Αλεξανδρέττας όταν θα έληγε η γαλλική εξουσία στη Συρία το 1935.

Προς τον σκοπό αυτό ο Κεμάλ μεθόδευσε τις εξελίξεις για να δημιουργήσει προηγούμενα στην περιοχή.

Αρχικά αρνήθηκε την ονομασία της Αλεξανδρέττα (Ισκεντερούν στα αραβικά) επινοώντας τον όρο Χατάϊ για την ευρύτερη περιοχή, παραπέμποντας έτσι αφηρημένα στην εποχή των Χετταίων με σκοπό να αποκόψει την περιοχή από την ιστορία της.

Έπειτα ο πληθυσμός της περιοχής περιελάμβανε Σουνίτες Άραβες, Σύριους Αλεουίτες, Αρμενίους, Εβραίους και πολλούς ελληνορθόδοξους (οι οποίοι κατείχαν το εμπόριο και τις βιοτεχνίες) ενώ υπήρχε και μια ισχυρή τουρκική μειονότητα.

Κατόπιν λοιπόν σχετικών πιέσεων του Κεμάλ και με γνώμονα την προστασία των ομοεθνών του, το Παρίσι δέχτηκε να αποδώσει στην περιοχή ένα καθεστώς αυτονομίας, υπο Γαλλική Διοίκηση με σαφώς ενισχυμένα και εγγυημένα τα δικαιώματα της τουρκικής μειονότητας.

Οι Άραβες κάτοικοι της Αλεξανδρέττας αποδέχτηκαν αυτό το ανεξάρτητο καθεστώς της περιοχής τους, θεωρώντας το προσωρινό και προσδοκώντας πως με την πλήρη εθνική ανεξαρτησία της Συρίας θα ερχόταν και η ενσωμάτωση του σαντζακιού στο Συριακό κράτος.

Όμως με το καθεστώς της αυτονομίας που απολάμβαναν οι τούρκοι επί της Αλεξανδρέττας, η Άγκυρα κατάφερε να βάλει το ένα πόδι στην περιοχή και να ξεκινήσει την προπαγάνδα και την πολιτική της αφομοίωσης.

Επρόκειτο για τακτικές που τις είδαμε μετέπειτα και στην κυπριακή δημοκρατία μετά την διπλή παράνομη τουρκικής εισβολή του 74 αλλά και στην εν γένει συμπεριφορά της Άγκυρας στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Η Συνθήκη της Άγκυρας που υπεγράφη στις 20 Οκτωβρίου 1921 καθόριζε τα σύνορα της Τουρκίας με τη Συρία ενώ η Γαλλία αποφάσισε μονομερώς να παραχωρήσει στους τούρκους 18.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα παραπάνω γη από όσα δικαιούνταν βάσει της Συνθήκης των Σεβρών (παραχωρώντας την πόλη Κιλίς στην Τουρκία).

Αυτή η γαλλική παραχώρηση όχι απλά δεν κατεύνασε την Τουρκία αλλά αντιθέτως άνοιξε την όρεξη στον Κεμάλ για παραπάνω διεκδικήσεις.

Επρόκειτο για το ίδιο μάθημα που παρείχε στην ανθρωπότητα και ο κατευνασμός του Χίτλερ στο Μόναχο το 1938.

Σαν να μην έφταναν τα ανωτέρω η γαλλική προσπάθεια εξημέρωσης του κεμαλικού θηρίου παρείχε και προνόμια στους τούρκους της περιοχής.

Συγκεκριμένα το άρθρο 7 της Συνθήκης της Άγκυρας ανέφερε ότι θα δημιουργηθεί ένα ειδικό καθεστώς διοίκησης για την περιοχή της Αλεξανδρέττας. Οι τούρκοι κάτοικοι της περιοχής θα απολαμβάνουν το πλήρες δικαίωμα της πολιτιστικής τους ανάπτυξης. Η τουρκική γλώσσα θα απολαμβάνει επίσημης αναγνωρίσεως.

Για να επιτευχθούν οι ανωτέρω τουρκόφιλοι όροι, ο Γάλλος Ύπατος αρμοστής για τη Συρία, εξέδωσε απόφαση στις 4 Μαρτίου 1923, σύμφωνα με την οποία το Σαντζάκι της Αλεξανδρέττας θα παρέμενε μέλος της επαρχίας του Χαλεπίου, αλλά με δικό της τοπικό συμβούλιο και ειδικό προϋπολογισμό τον οποίο θα αποφάσιζε ό τοπικός κυβερνήτης.

Στις γαλλικές παραχωρήσεις πρέπει να συμπεριληφθεί η απόφαση να διδάσκεται το τουρκικό πρόγραμμα στα σχολεία του σαντζακίου γεγονός που ενθάρρυνε την Τουρκία να ακολουθήσει μία πολιτική παροχής υποτροφιών σε επίλεκτους μαθητές της Αλεξανδρέττας για να σπουδάσουν στα σχολεία και τις στρατιωτικές ακαδημίες της Τουρκίας.

Επιπλέον επετράπη στην Άγκυρα να διεξάγει μία εντατική προπαγάνδα μέσω διαφόρων πολιτιστικών προγραμμάτων ευαισθητοποίησης στους τούρκους της περιοχής.

Ομοίως τα τουρκόφωνα παιδιά της περιοχής υποχρεώθηκαν να ακολουθούν τις τουρκικές αργίες ενώ η Γαλλία έφτασε στο σημείο να επιτρέψει την ίδρυση τουρκικού συλλόγου που μετέφερε στις τουρκικές γειτονιές τις περιοχής της ιδέες της σύγχρονης Τουρκίας.

(Ας προσέξουν τα καλόπαιδα που ενθαρρύνουν τις προσπάθειες στη Θράκη για δημιουργία Συλλόγων τουρκικής ονομασίας. Δεν είναι αθώες αυτές οι κινήσεις. Κρύβουν μακροχρόνια σκοπιμότητα).

Αντίστοιχα, με διαταγές της Άγκυρας και τη συγκατάθεση του Παρισίου έκλεισαν οι μη τουρκικοί πολιτιστικοί σύλλογοι της περιοχής καθώς και οι Αραβικές εφημερίδες.

Ήταν σαφές πως η Τουρκία χρησιμοποιούσε σε μεγάλο βαθμό το ισχυρότατο πολιτιστικό όπλο.

Πρόκειται και πάλι για τις ίδιες τακτικές που χρησιμοποιούνται και σήμερα στα κατεχόμενα της Κύπρου αλλά και στη Θράκη.

Η ευκαιρία που αποζητούσε η Τουρκία άρχισε να διαφαίνεται με τη σύναψη της Γαλλοσυριακής συμφωνίας στις 9 Σεπτεμβρίου 1936 με την οποία η Συρία θα αποκτούσε την ανεξαρτησία της.

Στη συμφωνία αυτή προβλεπόταν να ενταχθεί το σαντζάκι στο συριακό κράτος με τη Συρία να αναλαμβάνει όλες τις έννομες διεθνείς υποχρεώσεις για την περιοχή οι οποίες δέσμευαν μέχρι τότε τη Γαλλία.

Ωστόσο με δεξιοτεχνική μαεστρία ο τότε τούρκος πρωθυπουργός Ισμέτ ινονού αποφάσισε να θέσει το θέμα της Αλεξανδρέττας ως ένα ανοιχτό ζήτημα το οποίο έπρεπε και αυτό να κλείσει τώρα που η Συρία γινόταν ανεξάρτητο κράτος.

Στις προσπάθειες του Ινονού να συνδέσει την ανεξαρτησία της Συρίας με την Αλεξανδρέττα οι Σύριοι αξιωματούχοι αντέδρασαν δηλώνοντας απλά πως τα μέλη τους τουρκικής μειονότητας στην περιοχή θα απολαμβάνουν τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις με τους Άραβες.

Απογοητευμένοι από την απόκριση της Συρίας, οι τούρκοι ξεκίνησαν να επιδίδονται σε μια αβάσιμη επίθεση και προπαγάνδα περί μιας υποτιθέμενης “τυραννικής ” Γαλλοσυριακής διοίκησης στην Αλεξανδρέττα. (Σας θυμίζει κάτι στη Θράκη);

Παράλληλα ο Μουσταφά Κεμάλ πρόσθεσε πως εάν ενταχθεί η περιοχή στη Συρία τότε οι τούρκοι κάτοικοι της θα γίνουν απλώς μία μικρή μειονότητα του αραβικού κράτους.

Στη συνέχεια οι τούρκοι επιδόθηκαν σε μια επικοινωνιακή εκστρατεία αλυτρωτισμού η οποία οδήγησε τον πληθυσμό της περιοχής σε διχασμό και πόλωση.

Για παράδειγμα σε αυτά τα πλαίσια το 1934 οι τούρκοι της Αλεξανδρέττας ξεκίνησαν τον οικονομικό αποκλεισμό των μη τουρκόφωνων συμπολιτών τους στον οποίο απάντησαν ομοίως οι Άραβες και οι χριστιανοί.

Έτσι είχαν ξεκινήσει και οι διώξεις των Ελλήνων στην οθωμανική αυτοκρατορία το 1913 και με αφετηρία των οικονομικό αποκλεισμό κατέληξαν στη γενοκτονία.

Πρόκειται για τις ίδιες τουρκικές τακτικές που θα βλέπαμε λίγο χρόνια αργότερα και στην Κύπρο.

Ξεκινώντας και τις πολιτικές εθνοκάθαρσης, ο Κεμάλ επανήλθε στον παραλογισμό περι κάποιου υποτιθέμενου βασιλείου των Χετταίων και άρχισε να διαδίδει στους κατοίκους την εξίσου παράλογη αντίληψη πως οι αλαουίτες δεν ήταν Άραβες αλλά αρχαίοι χετταίοι που παρέμειναν στην περιοχή!

Ο Κεμάλ έφτασε μέχρι και στο σημείο να καλλιεργήσει την ιδέα ότι οι Αλλαουίτες ήταν τούρκοι που είχαν χάσει την εθνική τους ταυτότητα και σε αυτό έφταιγαν οι πολιτικές της οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Σύμφωνα με τα μυθεύματα του τούρκου προέδρου και των ιστορικών που στρατολόγησε για να παράγουν σχετικά ψευτο ακαδημαϊκά δοκίμια όλοι οι αρχαίοι λαοί της Ανατολίας (συμπεριλαμβανομένων των ρωμιών) ήταν απόγονοι των γηγενών τουρκικών πληθυσμών.

Προφανής σκοπός των τούρκων ήταν η αποδυνάμωση της εθνικής συνείδησης και ενότητας των Αράβων και η δημογραφική και πολιτισμική αλλοίωση της Αλεξανδρέττας.

Την ίδια στιγμή σε μια παράλληλη προσπάθεια πολιτικής μετριοπάθειας ο τούρκος υπουργός εξωτερικών Ρουστού Αράς καλούσε την κοινωνία των εθνών να επιτρέψει στην Τουρκία να συμμετάσχει σε έναν υγιή διάλογο για το μέλλον της Αλεξανδρέττας. (αφού διαμόρφωσαν τις προϋποθέσεις ζήτησαν διάλογο).

Ο παραλληλισμός εδώ με το τουρκικό αίτημα να γίνει η χώρα εγγυήτρια δύναμη σε μια διεθνή ομάδα για το μέλλον της Γάζας είναι διδακτικός.

Οι εκκλήσεις για διαπραγματεύσεις του Αράς οδήγησαν την κατευναστική Γαλλία σε διάλογο με τους τούρκους στις 6 Οκτωβρίου 1936.

Το σημαντικότερο επιχείρημα των Τούρκων και η πιο εναργής απόδειξη των στοχεύσεων τους ήταν πως με την λήξη της Γαλλικής κυριαρχίας επί της Συρίας

η κυριαρχία της Αλεξανδρέτας και της Αντιόχειας πρέπει να περάσει αυτόματα και αυτοδικαίως στον τουρκικό πληθυσμό στον οποίο η Γαλλία και Τουρκία αναγνώρισαν ειδικά προνόμια και δικαιώματα με τη Συνθήκη της Άγκυρας

 (βλέπετε πως μεθοδεύει και πως χρησιμοποιεί την κατάλληλη στιγμή η Τουρκία ό,τι πετυχαίνει).

Οι δύο χώρες συμφώνησαν να παραπεφθεί το ζήτημα της διαφωνίας στην Κοινωνία των Εθνών και στις 14 Δεκεμβρίου 1936 ξεκίνησαν οι συζητήσεις στο συμβούλιο του διεθνούς οργανισμού.

Η Τουρκία μέσω του υπουργού εξωτερικών Αράς υποστήριξε πως η εντολή της Γαλλίας για τη διοίκηση της Συρίας ήταν αρκετά ασαφής όσον αφορά το τι συνιστούσε ακριβώς την ” Συρία “.

Σε κάθε περίπτωση έπρεπε να έχει εξαιρεθεί το σαντζάκι της Αλεξανδρέττας για το οποίο οι δύο χώρες βρίσκονταν τότε σε διμερείς διαπραγματεύσεις. (όπως στο Αιγαίο;)

Στα ανωτέρω η Γαλλία διαφώνησε διασαφηνίζοντας πως οι ειδικές προστασίες του τουρκικού πληθυσμού της Αλεξανδρέττας δεν δικαιολογούν την ξεχωριστή μοίρα αυτής της περιοχής από την υπόλοιπη Συρία, η οποία βέβαια αφορούσε την δημιουργία ενός ανεξάρτητου κράτους.

Η Άγκυρα φαινόταν πλέον ανένδοτη στο σαφές της αίτημα: Ένα αυτόνομο καθεστώς για την Αλεξανδρέττα, το οποίο βέβαια θα ελεγχόταν από τους τούρκους.

Σύμφωνα με το δόλιο και μακιαβελικό του σχέδιο, ο Αράς πρότεινε στους Γάλλους μία μέση λύση, τη δημιουργία μιας συνομοσπονδίας μεταξύ του Λιβάνου, της Συρίας και της Αλεξανδρέττας με κοινή εξωτερική και νομισματική πολιτική.

Παράλληλα ή Άγκυρα πρότεινε την αποστρατικοποίηση του σαντζακίου (σας θυμίζει τίποτε); ενώ ζήτησε και την άδεια να χρησιμοποιεί το λιμάνι της Αλεξανδρέττας.

Η Τουρκία βέβαια δεν είχε την παραμικρή πρόθεση να τηρήσει τις προτάσεις της ενώ πιθανότατα να επεδίωκε αφού ελέγξει την Αλεξανδρέττα με παράνομο τρόπο- όπως και συνέβη- να ασκήσει έλεγχο και στη Συρία και το Λίβανο μέσω της προτεινόμενης συνομοσπονδίας. (διακρίνετε τον παραλληλισμό με το κυπριακό);

Η Γαλλία απέρριψε την πρόταση και η αντίδραση της Τουρκίας ήταν άμεση.

Ο Κεμάλ μιλώντας στην τουρκική βουλή την 1 Νοεμβρίου 1936 υπογράμμισε τη βαρύτητα του θέματος της Αλεξανδρέττας.

” Το σημαντικό θέμα της ημέρας που τραβάει όλη την προσοχή του τουρκικού λαού είναι η μοίρα της περιφέρειας της Αλεξανδρέττας. Η Αντιόχεια και οι γύρω περιοχές της στην πραγματικότητα ανήκουν στο πλέον καθαρό τούρκικο στοιχείο. Είμαστε υποχρεωμένοι να αντιμετωπίσουμε αυτό το θέμα σοβαρά και σταθερά”

Οι δηλώσεις του Κεμάλ περί «καθαρού» και «αγνού» τουρκικού στοιχείου φέρνουν στη μνήμη την εφιαλτική ιδεολογία περί φυλετικής καθαρότητας του γερμανικού ναζιστικού κόμματος.

Η κατάσταση είχε πλέον καταστεί έκρυθμη με έναν παροξυσμό τουρκικού εθνικισμού (σύνηθες φαινόμενο στην τουρκική τακτική) στην περιοχή ο οποίος είχε οδηγήσει σε βίαια επεισόδια και έκτροπα με επιθέσεις σε αραβικά χωριά, τα οποία κορυφώθηκαν με τη δολοφονία 4 Αράβων μαθητών που τραγουδούσαν τον εθνικό ύμνο της Συρίας σε ένα καφέ της Αντιόχειας από τούρκους στις 7 Νοεμβρίου 1936. (Σας θυμίζουν κάτι όλα αυτά);

Επιπλέον ο τούρκος πρόεδρος αποφάσισε να υπογραμμίσει τις προθέσεις του και με επίδειξη ισχύος όταν στις 7 Ιανουαρίου 1937 πέρασε με ειδικό τρένο από την Άγκυρα στο Ικόνιο και από εκεί κοντά στα σύνορα με την Αλεξανδρέττα. Αμέσως κυκλοφόρησαν οι φήμες πως επίκειτο τουρκική εισβολή στην περιοχή.

Οι απειλές αυτές σε συνδυασμό με την εγγενή γεωπολιτική κατάσταση στην Ευρώπη άρχισαν να κάμπτουν τις γαλλικές αντιστάσεις.

Σαν αποτέλεσμα άρχισε πάλι να εκδηλώνεται στο Παρίσι η εγκληματική πολιτική του κατευνασμού.

Υπό τον φόβο να μην ενταχθεί η Τουρκία στον υπο διαμόρφωσιν άξονα του οποίου ηγείτο ο Αδόλφος Χίτλερ, η Γαλλία αποφάσισε να εισακούσει τις τουρκικές «ανησυχίες» και επιδιώξεις για την Αλεξανδρέττα.

Όπως ο φόβος για την απώλεια του Μουσολίνι οδήγησε στον κατευνασμό των Ιταλών και την παράδοση της Αιθιοπίας έτσι και ο φόβος για την απώλεια του Κεμάλ οδήγησε στον κατευνασμό των τούρκων σοβινιστών και την θυσία της Αλεξανδρέττας.

Σε αυτό το κλίμα πραγματοποιήθηκε η μετάλλαξη της Γαλλικής θέσης και η προσέγγιση της Άγκυρα.

Επρόκειτο για μια πρόταση που ικανοποίησε τον αχόρταγο Κεμάλ καθώς η Τουρκία διατηρούσε το δικαίωμα να χρησιμοποιεί το λιμάνι της Αλεξανδρέττας.

Ο κατευνασμός της Τουρκίας από την Γαλλία με τη συμφωνία της κοινωνίας των εθνών προκάλεσε πανηγυρισμούς στην Άγκυρα ενώ για τους Άραβες θεωρήθηκε πανωλεθρία και οδήγησε σε έντονες διαμαρτυρίες σε διάφορες συριακές πόλεις όπως το Χαλέπι τη Δαμασκό και τη Λατάκεια.

Για τη γαλλική κυβέρνηση ο κατευνασμός της Τουρκίας αντιμετωπίστηκε ως μία επιτυχής διπλωματική κίνηση και προκάλεσε την ανακούφιση των αρμόδιων αξιωματούχων.

Μια ανακούφιση, όμως, που θα αποδεικνυόταν κενή όταν η Τουρκία υπέγραφε στις 18 Ιουνίου του 1941 τη Συνθήκη Τουρκογερμανικής φιλίας και το ίδιο έτος  αποφάσισε να στηρίξει την ναζιστική πολεμική μηχανή.

Όπως είναι γνωστό η Συρία δεν έχει αποδεχθεί την προσάρτηση της Αλεξανδρέττας στην Τουρκία και κατά καιρούς εγείρει το θέμα.

Ο Συγγραφέας αναφέρεται στη συνέχεια στις τρείς νέες εισβολές της Τουρκίας στη Συρία (Ασπίδα του Ευφράτη 2016-2017, Κλάδος Ελαίας 2018, Πηγή Ειρήνης 2019) και στον έλεγχο ενός σημαντικού μέρους της βόρειας Συρίας από τις τουρκικές  δυνάμεις και τους τρομοκράτες που συνεργάζονται μαζί τους. Η Τουρκία στις περιοχές που ελέγχει έχει εγκαθιδρύσει δικές της δομές και μαθαίνει στα παιδιά τουρκικά και τουρκικές συνήθειες και αυτό, όπως έχουμε πει είναι το πρώτο βήμα για τον έλεγχο της περιοχής.

Θέλει να εγκαταστήσει στην ίδια περιοχή τους Σύριους που έχουν καταφύγει στο έδαφός της με τον μακροχρόνιο πόλεμο στη χώρα και να ελέγξει μονιμότερα την περιοχή.

Δεν είναι σίγουρο ότι θα την προσαρτήσει διότι πέραν των διπλωματικών δυσκολιών που συναντά, θα ήθελε μια buffer zone μεταξύ του εδάφους της και των κούρδων της περιοχής.

Είναι ένα παιχνίδι σε δυναμική εξέλιξη το οποίο δεν φαίνεται, προς το παρόν, που θα καταλήξει.

Η ενότητα αυτή κλείνει με αναφορές στην τουρκική υποστήριξη προς τους Γερμανούς και σε εύστοχες παρομοιώσεις Κεμάλ και Χίτλερ. Ο Χίτλερ, λέει ο συγγραφέας εμπνεύστηκε από τον Κεμάλ, αν και οι Γερμανικές δυνάμεις καθοδήγησαν τους Τούρκους στις γενοκτονίες που διέπραξαν.

ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ

Το δεύτερο μέρος του βιβλίου αναφέρεται στις πολιτικές θεωρίες κατευνασμού ξεκινώντας με αναφορά στην κλασική ρήση του Τζόρτσιλ πως κατευνασμό ακολουθεί κάποιος που πιστεύει πως ταϊζοντας έναν κροκόδειλο θα τον φάει τελευταίο.

Τρείς είναι οι κατηγορίες του κατευνασμού: του ρεαλισμού, της αμοιβαιότητας και της κοινωνικής ανταλλαγής.

Χαρακτηριστική περίπτωση ρεαλισμού είναι η θεωρία του Μορκεντάου που λέει πως «ο κατευνάζων, βλέπει στις διαδοχικές απαιτήσεις της επεκτατικής δύναμης λογικά πεπερασμένους στόχους, οι οποίοι πρέπει να αντιμετωπιστούν είτε με βάση την πραγματική τους αξία, είτε μέσω συμβιβασμού. Το λάθος είναι η αδυναμία να καταλάβει ο κατευνάζων πως οι διαδοχικές απαιτήσεις είναι, απλά, κρίκοι μιας αλυσίδας, στο τέλος της οποίας βρίσκεται η ανατροπή του status quo.

Η θεωρία της αμοιβαιότητας παραπέμπει στην επίτευξη συμφιλίωσης και κλίματος συνεργασίας με έναν αναθεωρητικό αντίπαλο και η θεωρία της κοινωνικής ανταλλαγής μελετά τη δυνατότητα επιρροής του αντιπάλου με την ανταλλαγή ανταμοιβών, κόστους και κέρδους.

Υπάρχουν και άλλες θεωρίες όπως της στρατηγικής διαχείρισης ή η θεωρία της συνεργασίας και άλλες αλλά σας αφήνω να τις διαβάσετε από το βιβλίο.

Στην επόμενη ενότητα ο συγγραφέας αναφέρεται στις εναλλακτικές στρατηγικές αντιμετώπισης επιθετικών δυνάμεων και αναφέρει:

-Τη Θεωρία εξαναγκασμού (ο εξαναγκασμός είναι μια γενικότερη θεωρία η οποία περιλαμβάνει τον καταναγκασμό και την αποτροπή).

Καταναγκασμός είναι η απειλή με σκοπό να πράξει ο αντίπαλος κάτι.

Αποτροπή η τιμωρία αν ο αντίπαλος κάνει κάτι.

Ένα παράδειγμα από τις ελληνοτουρκικές σχέσεις:

Η ελληνική αποτροπή θα περνούσε σαφή μηνύματα στους τούρκους πως αν παραβίαζαν την ακεραιότητα των ελληνικών νησιών τότε η ελληνική πολεμική αεροπορία θα βομβάρδισε τα παράλια της Μικράς Ασίας.

Ένας ελληνικός καταναγκασμός θα καλούσε την κατοχική Τουρκία να αποσύρει τα στρατεύματά της από την Κυπριακή Δημοκρατία, απειλώντας την ότι αν δεν το πράξει , τότε η ελληνική πολεμική αεροπορία θα βομβαρδίσει τα παράλια της Μικράς Ασίας.

Η διαφορά αποτροπής και καταναγκασμού είναι ότι ο καταναγκασμός ενδέχεται να περιλαμβάνει και απειλή χρήσης βίας ή πραγματική χρήση βίας εν αντιθέσει με την αποτροπή η οποία συνήθως περιορίζεται σε απειλές χρήσης βίας.

Εν κατακλείδι, θα επισημάνω τις δικές μου θέσεις:

Δεν υπάρχει λύση στα ελληνοτουρκικά με πολιτικές κατευνασμού και αποτροπής.

Η λύση είναι ισχυρές ένοπλες δυνάμεις οι οποίες θα βρίσκονται πίσω από μια ικανότατη διπλωματία, η οποία θα αμφισβητήσει τον περιφερειακό ρόλο της Τουρκίας με την επίδειξη αποφασιστικότητας.

Και αφού επιτευχθούν αυτά να εξαναγκασθεί η Τουρκία να εγκαταλείψει τις αναθεωρητικές της ιδέες και να εγκαταλείψει την Κύπρο.

ΠΗΓΗ: Anixneuseis.gr