Το νέο βιβλίο του γνωστού διπλωμάτη Σαμπάν Μουράτι- Shaban Murati με τον σημαντικό τίτλο «Περιφερειακό πλαίσιο της στρατηγικής συμμαχίας Αλβανίας-Τουρκίας» προστίθεται στη βιβλιοθήκη των αλβανικών σπουδών για τη διπλωματία και τις διεθνείς σχέσεις.
Καταγράφω τον τίτλο γιατί περιέχει ένα πολύ σαφές μήνυμα.
Ξανά και ξανά, όταν μιλάμε για ξένες αντιευρωπαϊκές και αντιδυτικές επιρροές στα Βαλκάνια, αναφέρονται η Ρωσία, η Κίνα και η Τουρκία.
Είναι σαφές ότι η Ρωσία είναι ανταγωνιστής της δυτικής συμμαχίας και ότι η Κίνα ανταγωνίζεται στον οικονομικό τομέα την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), αλλά η κατάταξη της Τουρκίας σε μια «τρία του διαβόλου», που αντιτίθεται στα δυτικά συμφέροντα στα Βαλκάνια, δεν είναι καταρχήν σωστά και η Αλβανία δεν μπορεί να ενδιαφέρεται.
Δεν είναι σωστό κατ’ αρχήν, επειδή η Τουρκία είναι χώρα των Βαλκανίων, η Τουρκία είναι σημαντικό μέλος του ΝΑΤΟ, η Τουρκία έχει συμφωνία τελωνειακής ένωσης με την ΕΕ, η Τουρκία είναι υποψήφια χώρα για ένταξη στην ΕΕ, η Τουρκία ήταν και είναι υποστηρικτής της την ένταξη των βαλκανικών κρατών στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ.
Δεύτερον, ο χαρακτηρισμός της Τουρκίας ως «κίνδυνος για τα Βαλκάνια» έρχεται σε αντίθεση με τη στρατηγική συμμαχία αυτής της χώρας με την Αλβανία, μια συμμαχία που φέρνει περισσότερα οφέλη στην Αλβανία, το Κοσσυφοπέδιο και ολόκληρο το αλβανικό έθνος.
Κάποιοι μπορεί να πουν ότι είναι η σημερινή κυβέρνηση της Τουρκίας που απομακρύνεται από τη Δύση και τις δυτικές αξίες και επιδιώκει να δημιουργήσει τον δικό της γεωπολιτικό πόλο, που ασκεί την ελκυστική της δύναμη στα Βαλκάνια, τον Καύκασο και τη Μέση Ανατολή.
Ακόμα κι αν αυτή η δήλωση είναι απολύτως αληθινή, αρκεί να διαβάσετε το άρθρο που ανοίγει το βιβλίο του Πρέσβη Μουράτ να κατανοήσετε ότι η στρατηγική συμμαχία μεταξύ των δύο κρατών δεν σχετίζεται με τις μορφές των πολιτικών καθεστώτων ούτε με τις κατάλληλες ονομασίες που κυβερνούν προσωρινά τα κράτη.
Οι στρατηγικές συμμαχίες δεν μπορούν να ιδωθούν από τη σκοπιά των εσωτερικών πολιτικών συγκρούσεων ούτε από τις «ταλαντώσεις των σχέσεων του ενός ή του άλλου κράτους με τρίτους» (σελ. 7).
Σχηματίζονται στρατηγικές συμμαχίες για την καλύτερη αντιμετώπιση των απειλών για την ύπαρξη του έθνους και την ανεξαρτησία του κράτους.
Λαμβάνοντας υπόψη τις καταιγίδες και τις ανατροπές του ΧΧ αιώνα, βλέποντας τη συμπεριφορά ορισμένων βαλκανικών κρατών στον XXI αιώνα, είναι ξεκάθαρα κατανοητό ότι οι μεγαλύτεροι ωφελούμενοι από τη στρατηγική συμμαχία Αλβανίας-Τουρκίας είναι οι Αλβανοί, αλλά επωφελούνται και εκείνοι οι παράγοντες που θέλουν ειρήνη, ασφάλεια και ευρωπαϊκή προοπτική για τα Βαλκάνια.
Δεν είναι τυχαίο που αυτό το βιβλίο του Πρέσβη Μουράτι έρχεται μετά το βιβλίο του με τίτλο Η Σωστή Συμμαχία Αλβανίας-Κροατίας (Τίρανα, 2023).
Όσοι είναι ήδη εξοικειωμένοι με το πολύτομο έργο του Πρέσβη Shaban Murat, γνωρίζουν ότι στις σελίδες του βιβλίου «Το Περιφερειακό Πλαίσιο της Στρατηγικής Συμμαχίας Αλβανίας-Τουρκίας» θα βρουν αναλύσεις και προβληματισμούς γραμμένους σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, παρακινούμενοι από γεγονότα ή συγκεκριμένες καταστάσεις στη διπλωματία και την εξωτερική πολιτική των κρατών.
Η θεματική ομαδοποίηση γραπτών άρθρων βοηθά τη μνήμη μας ως ενδιαφερόμενους αναγνώστες, ειδικά όταν γνωρίζουμε ότι η μνήμη των κυβερνητικών θεσμών της Αλβανίας συχνά και σκόπιμα περιορίζεται όσο και η εντολή των κυβερνητών.
Επίσης, η θεματική ομαδοποίηση των γραπτών επιτρέπει μια βαθιά ανάγνωση, η οποία μετά τις κινήσεις στο σκάκι της διπλωματίας αναδεικνύει το σταθερό, δηλαδή αυτό που δεν αλλάζει για πολύ καιρό, γιατί έχει να κάνει με την οντολογική ασφάλεια των κρατών και τους στρατηγικά συμφέροντα.
Μοιράζομαι μαζί σας μερικά διδάγματα, αντλημένα από προσωπική γνώση και εμπειρία, που μοιράστηκε μαζί μας ο συγγραφέας μέσα από αυτό το βιβλίο.
Το πρώτο μάθημα είναι ότι συνεχίζει να εφαρμόζεται η «καθαρή στρατηγική των περιφερειακών αντιαλβανικών κέντρων» για να αφήσουν την Αλβανία και τους Αλβανούς χωρίς φίλους και ότι οι ίδιοι οι Αλβανοί το κάνουν, αν είναι δυνατόν (σ. 12-13).
Αυτή είναι μια γραμμή που ξεκίνησε εδώ και πολύ καιρό, από τότε που πετάχτηκε το σύνθημα «Βαλκάνια των Βαλκανίων», από τη λάθος πολιτική της κομμουνιστικής ηγεσίας της Αλβανίας που απομόνωσε τη χώρα, αφού η υπόσχεση ότι η Αλβανία θα ήταν στο πλευρό της Γιουγκοσλαβίας το περίπτωση επίθεσης από τους Σοβιετικούς, από τον τρόπο που αργότερα το σύνθημα «δύο φιλικοί λαοί» μετατράπηκε σε «Ο δρόμος της Αλβανίας προς την Ευρώπη περνά από την Αθήνα», μέχρι τον χαρακτηρισμό της Τουρκίας ως κινδύνου για τα Δυτικά Βαλκάνια.
Οι κίνδυνοι για την Αλβανία και τους Αλβανούς προέρχονται πρωτίστως από τα βαλκανικά κράτη.
Σήμερα, το αλβανικό βαρόμετρο για τη μέτρηση της πολιτικής πίεσης των βαλκανικών κρατών προς τους Αλβανούς είναι το Κοσσυφοπέδιο.
Όποιος δεν αναγνωρίζει το Κόσοβο και στη διπλωματία πράττει για να εμποδίσει τη διεθνή αναγνώρισή του δεν μπορεί να είναι φιλικό κράτος της Αλβανίας και των Αλβανών.
Τα «Ανοιχτά Βαλκάνια» ήταν μια προσπάθεια απομόνωσης του Κοσσυφοπεδίου και διχασμού των Αλβανών, ήταν μια προσκηνική σκηνή, όπου ο πρόεδρος της Σερβίας χόρεψε το πολιτικό τάνγκο με τον πρωθυπουργό της Αλβανίας, ενώ στα παρασκήνια ετοίμαζε την τρομοκρατική επίθεση στο βόρεια του Κοσσυφοπεδίου.
Ομοίως, ο Πρέσβης Μουράτι εξηγεί ξεκάθαρα σε αυτό το βιβλίο πώς η Ελλάδα κατάφερε να κρατήσει μυστική τη διαδικασία οριοθέτησης των θαλάσσιων συνόρων με την Αλβανία από τρίτους, ώστε η Αλβανία να μην επιδιώξει να επωφεληθεί από τις πρακτικές και τις φιλικές συμβουλές των ΗΠΑ, της Ιταλίας και της Τουρκίας…
Σε τέτοιες καταστάσεις, η συμμαχία με τη βαλκανική Τουρκία και άλλες μη βαλκανικές χώρες είναι μια ανάσα για την Αλβανία και το αλβανικό έθνος.
Το δεύτερο μάθημα είναι ότι η ένταξη στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να επιδιώκουν τα δικά τους συμφέροντα και ακόμη και να ενεργούν αντίθετα με τους κανόνες και το συλλογικό πνεύμα.
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα που έφερε ο Μουράτ είναι και πάλι η Ελλάδα, η οποία ανταγωνίζεται την Τουρκία στα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο για χώρους χρήσης υποβρύχιων πηγών ενέργειας και για γραμμές μεταφοράς φυσικού αερίου από τη Ρωσία στην Ευρώπη.
Η Ελλάδα έχει συνάψει μια σειρά συμφωνιών με τη (νότια) Κύπρο, το Ισραήλ, την Αίγυπτο και δυνάμεις ανταρτών στη Λιβύη, συμφωνίες που στρέφονται κατά των συμφερόντων της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο.
Το 2021, η Ελλάδα έχει υπογράψει στρατιωτικό σύμφωνο με τη Γαλλία, σύμφωνα με το οποίο παρέχεται άμεση στρατιωτική βοήθεια σε περίπτωση επίθεσης από τρίτη χώρα, ακόμη και αν η τελευταία είναι σύμμαχος του ΝΑΤΟ.
Όπως επισημαίνει ο Μουράτι, η αντίληψη του ΝΑΤΟ για τη συλλογική άμυνα έρχεται σε αντίθεση με αυτούς ακριβώς τους τύπους διμερών ή πολυμερών συμφώνων, που κάποτε έφεραν πολέμους στη γηραιά ήπειρο.
Σε αυτή την ταραχώδη διεθνή κατάσταση, η Τουρκία επιδιώκει φυσικά τα δικά της στρατηγικά συμφέροντα, άλλοτε σε πλήρη εναρμόνιση με το ΝΑΤΟ και άλλοτε επιφυλακτική και θέτοντας όρους για την ένταξή της.
Ωστόσο, δεν πρέπει να λησμονείται ότι η Τουρκία βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της άμυνας του ΝΑΤΟ σε περίπτωση ένοπλης αντιπαράθεσης με τη Ρωσία.
Δεν πρέπει να λησμονείται ότι η Τουρκία ζήτησε από το ΝΑΤΟ να συμπεριλάβει το Κοσσυφοπέδιο στη συμμαχία, ενώ ο πρωθυπουργός της Αλβανίας ζήτησε από τη συμμαχία κατανόηση για τη Σερβία, επειδή δεν δέχτηκε να ενταχθεί στις κυρώσεις κατά της Ρωσίας.
Ομοίως, η ΕΕ δεσμεύεται να συμμετάσχει σε χώρες όπως η Ουκρανία, η Μολδαβία και η Γεωργία –οι οποίες είτε πολεμούν τη Ρωσία είτε έχουν ρωσικά στρατεύματα στο έδαφός τους– και καθυστερώντας αναποτελεσματικά την ένταξη της Τουρκίας (σελ. 241-242), ακυρώνοντας το ίδιο το καθεστώς του υποψηφίου κράτους, ένα καθεστώς που ήδη κατέχει η Αλβανία.
Η Τουρκία δεν μπορεί να περιμένει επ’ αόριστον την ένταξη στην ΕΕ και έχει το δικαίωμα να αναζητήσει άλλη οικονομική και ενεργειακή συνεργασία, κάτι που της επιτρέπει η στρατηγική της θέση ως γέφυρα μεταξύ της Ευρώπης-Ασίας και μεταξύ της Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας.
Ο Μουράτι δικαίως ειρωνεύεται ότι «η ΕΕ είναι σαν ένα κορίτσι που απέρριψε την πρόταση ενός αγοριού και ζηλεύει και θυμώνει με την ιδέα ότι αυτό το αγόρι μπορεί να αρχίσει να ψάχνει νύφες σε άλλα μέρη» (σελ. 48).
Η Αλβανία, ως υποψήφια χώρα, πρέπει να εναρμονίσει την εξωτερική της πολιτική με την εξωτερική πολιτική της ΕΕ, χωρίς όμως να θέτει σε κίνδυνο τη συμμαχία με την Τουρκία.
Ο διπλωμάτης Μουράτι μας υπενθυμίζει ότι το 2020 η Αλβανία εντάχθηκε στις κυρώσεις της ΕΕ κατά της Τουρκίας, κατόπιν αιτήματος της Κύπρου, η οποία αντιτάχθηκε στις τουρκικές ενεργειακές έρευνες στη θαλάσσια περιοχή κοντά στο κατεχόμενο από τους Τούρκους βόρειο τμήμα του νησιού(σελ. 172-77).
Έτσι, η Αλβανία παρατάχθηκε ενάντια στην Τουρκία για ένα κράτος που δεν αναγνωρίζει το Κοσσυφοπέδιο και που εμποδίζει την ΕΕ να αντιμετωπίσει επίσημα το Κοσσυφοπέδιο ως κυρίαρχο κράτος!
Και η Αλβανία έκανε αυτή τη χειρονομία κατά τη διάρκεια της πανδημίας του κορωνοϊού, αφού η Τουρκία προμήθευσε την Αλβανία με εμβόλια!
Η Τουρκία δεν επιδιώκει την επανίδρυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά πάντα ήταν και είναι υπέρ της ενσωμάτωσης των κρατών των Δυτικών Βαλκανίων στην Ε.Ε.
Είναι άλλα βαλκανικά κράτη που στην πραγματικότητα παρεμπόδισαν και εμποδίζουν τη διαδικασία ένταξης των γειτόνων τους στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ, όπως έκαναν η Ελλάδα και η Βουλγαρία σε σχέση με τη Βόρεια Μακεδονία.
Στη συνέχεια αναφέρω συνοπτικά ένα άλλο μάθημα που πήρα από το βιβλίο του συγγραφέα. Εκτός από γνωστά σχήματα όπως η «Διαδικασία του Βερολίνου» ή οι συναντήσεις των κυβερνήσεων των δύο χωρών, τα βαλκανικά κράτη συνεργάζονται και σε άλλα σχήματα όπως η «Ομάδα Krajova» με τη Σερβία, Ρουμανία και Βουλγαρία, η ομάδα της «Συνθήκης του Βουκουρεστίου» με τέσσερα κράτη: Σερβία, Ελλάδα, Ρουμανία και Βουλγαρία ή άλλες μορφές, όπου φαίνεται ότι το συσσωρευτικό στοιχείο είναι η κοινή ορθόδοξη θρησκεία και αυτός πρέπει να είναι ο λόγος που η Αλβανία δεν κλήθηκε να συμμετάσχει .
Εν τω μεταξύ, συναγερμός κρούει γιατί η Τουρκία μερικές φορές συμπεριφέρεται ως προστάτης των μουσουλμάνων των Βαλκανίων.
Ο διπλωμάτης Μουράτι δεν εντυπωσιάζεται από αυτούς τους ψευδείς και ενορχηστρωμένους συναγερμούς, γιατί λέει ξεκάθαρα ότι «το ίδιο θρησκευτικό σημάδι, που έχει η Τουρκία με την πλειοψηφία του πληθυσμού στην Αλβανία και με τη συντριπτική πλειοψηφία του αλβανικού λαού στο Κοσσυφοπέδιο και τη Βόρεια Μακεδονία, είναι κεφάλαιο διπλωματικό με ιδιαίτερη θετική αξία για τις διμερείς σχέσεις και για τη μακροπρόθεσμη περιφερειακή στρατηγική της Αλβανίας» (σελ. 13-14).
Έτσι καταλαβαίνω την κρίση του πρέσβη:
Όποιο κι αν είναι το συμφέρον της Τουρκίας να υποστηρίξει την οθωμανική κληρονομιά και τους θρησκευτικούς δεσμούς με τους μουσουλμάνους των Βαλκανίων, εμείς οι Αλβανοί πρέπει να χρησιμοποιήσουμε τον θρησκευτικό δεσμό για να ενισχύσουμε τη στρατηγική συμμαχία με την Τουρκία, διατηρώντας προφανώς την ανεξιθρησκεία στη σφαίρα δημόσια και δεν δίνουμε τον στόχο της ένταξης στις ευρωατλαντικές δομές.
(Σε παρένθεση, πρέπει επίσης να υπενθυμίσουμε ότι η Μουσουλμανική Κοινότητα της Αλβανίας έχει ωφεληθεί πολύ από τη συνεργασία με τα επίσημα θρησκευτικά ιδρύματα της Τουρκίας και με τους τουρκικούς φορείς ανάπτυξης και πολιτισμού, από την αποκατάσταση λατρευτικών αντικειμένων μέχρι την εκπαίδευση και την κατάρτιση των τα στελέχη της. Αυτή η γενναιόδωρη βοήθεια της Τουρκίας έχει επηρεάσει να κρατήσει μακριά τις άχρηστες και επικίνδυνες θρησκευτικές τάσεις που διαδίδουν ορισμένα κράτη ή ισλαμικές οργανώσεις από άλλες χώρες.)
Η στρατηγική συμμαχία Αλβανίας-Τουρκίας πρέπει να διατηρηθεί και να ενισχυθεί, για χάρη της ασφάλειας και της ειρήνης στην ταραγμένη ακόμη περιοχή των Δυτικών Βαλκανίων.
Ως εκ τούτου, αυτό το βιβλίο, όπως και άλλα του Πρέσβη Μουράτι, θα πρέπει να γίνει μέρος της βιβλιοθήκης εργασίας διπλωματών, πολιτικών, πολιτικών αναλυτών, δημοσιογράφων και του ενδιαφερόμενου αλβανικού κοινού. Είναι ένας ακόμη λίθος στο μωσαϊκό της αλβανικής διπλωματικής σκέψης και για τη διαμόρφωση της τελευταίας θα πρέπει να είμαστε ευγνώμονες στον Πρέσβη Μουράτι.