Κάθε µεσηµέρι, ο κεντρικός δρόμος της Χρυσομηλιάς, ενός μικρού ορεινού χωριού, γεμίζει από παιδιά. Με πολύχρωμες τσάντες στην πλάτη, ένα τσούρμο μαθητές περπατούν όλοι μαζί από το δημοτικό σχολείο προς τα σπίτια τους, με θέα στα καταπράσινα βουνά της Πίνδου. Μαζί τους δεν είναι παρά μόνο μία μητέρα και παράλληλα η πρόεδρος του συλλόγου γονέων και κηδεμόνων, που αποχαιρετάει ένα ένα τα μικρά παιδιά όταν μπαίνουν στις αυλές τους για το μεσημεριανό φαγητό μέχρι να φθάσει με την κόρη της σπίτι.

Η εικόνα ενός ζωντανού, γεμάτου παιδικά γέλια χωριού είναι πλέον σπάνια στην ελληνική επαρχία. Η Χρυσομηλιά, όμως, μια κοινότητα περίπου 500 κατοίκων στα όρια του Δήμου Καλαμπάκας, σκαρφαλωμένη σε υψόμετρο 900 μέτρων, τα έχει καταφέρει θαυμαστά. Κατά καιρούς αναφέρεται στον Τύπο ως το χωριό των πολυτέκνων.

Το τελευταίο σπίτι της ονειρικής αυτής διαδρομής είναι της Ολυμπίας Μπαρτάλη και του Κωνσταντίνου Δήμου. Από μακριά ξεχωρίζουν οι απλωμένες φρεσκοπλυμένες παιδικές κουβέρτες με τους ήρωες της Ντίσνεϊ. Τρία παιδιά γλιστράνε στην αγκαλιά της μητέρας τους, που έχει ήδη στο σπίτι το τέταρτο και μικρότερο.

Δύσκολα, αλλά και γλυκά

«Δεν το αποφασίσαμε συνειδητά. Έτυχε. Δύσκολα να μην τύχει στο χωριό αυτό. Εχουν μάθει στη νοοτροπία αυτή: να κάνουν πολλά παιδιά», λέει η Ολυμπία. Η γυναίκα, παιδί και η ίδια πολύτεκνης οικογένειας, περιγράφει πως η ζωή της ως μητέρας τεσσάρων παιδιών είναι δύσκολη αλλά και γεμάτη χαρά: «Η ημέρα είναι πλήρης: από τη στιγμή που θα σηκωθείς μέχρι τη στιγμή που θα κοιμηθείς. Πρέπει να τα ταΐσεις, να τα πας σχολείο, να τα διαβάσεις. Είναι όμως και γλυκιά. Τα παιδιά σε κάνουν να το ξεπερνάς». Ο άνδρας της συμφωνεί. «Τόσα παιδιά κάνουμε εδώ», λέει μεταξύ σοβαρού και αστείου. Για τον 41χρονο είναι σκέτη χαρά να είναι πατέρας τεσσάρων παιδιών, παρότι απαιτεί δουλειά και υπομονή. «Παλιά έκαναν στο χωριό 5-7 παιδιά. Τώρα έχουν αλλάξει οι καιροί. Είναι πιο δύσκολο να μεγαλώσεις παιδιά σήμερα», επισημαίνει. Για να αντεπεξέλθουν, ο ίδιος κάνει δύο δουλειές –ασχολείται με την ξυλεία και την κτηνοτροφία– και η σύζυγός του εργάζεται τα Σαββατοκύριακα και τις αργίες σε ένα εστιατόριο εκτός Χρυσομηλιάς. Η γυναίκα του δείχνει τον κήπο που είναι μπροστά στο σπίτι τους. Αυτός, όπως λέει, τους βοηθάει να τα καταφέρουν, καθώς ό,τι καλλιεργούν εκεί δεν χρειάζεται να το αγοράσουν, ενώ και το κρέας είναι δικό τους, από τα κοπάδια τους. Είναι ένα από τα συγκριτικά πλεονεκτήματα που δίνει στην οικογένειά τους η διαμονή στη Χρυσομηλιά. Δεν είναι το μοναδικό.

Ο μύθος του χωριού

Τη στιγμή που η Ελλάδα αλλά και η υπόλοιπη Ευρώπη προσπαθούν να καταπολεμήσουν την ολοένα αυξανόμενη υπογεννητικότητα, η Χρυσομηλιά φαντάζει «γαλατικό χωριό». Μιλώντας με οικογένειες και τοπικούς φορείς, φαίνεται πως το «μυστικό» είναι ένας συνδυασμός παραγόντων: από την αυτάρκεια και τους στενούς κοινωνικούς δεσμούς μέχρι την τοπική κουλτούρα και την ιστορία.

Ο νεοεκλεγείς πρόεδρος της κοινότητας, Νίκος Στεφόπουλος, νέος και χαμογελαστός, μιλάει για μια ιστορία που έλεγαν οι παλιοί: «Ο μύθος λέει ότι το 1800 το χωριό, που τότε ονομαζόταν Πάνω Περλιάγκο, είχε υποστεί καθίζηση. Είχαν σκοτωθεί οικογένειες. Οι ιστορίες λένε ότι είχε χαθεί το μισό χωριό. Τότε οι κάτοικοι αποφάσισαν να το αναγεννήσουν κάνοντας πολλά παιδιά». Ο 37χρονος πρόεδρος αμφιβάλλει αν αυτό αληθεύει. Αυτό που σίγουρα ισχύει, ωστόσο, είναι πως το χωριό, χάρη στην τοποθεσία και στους κατοίκους του, ήταν ένα ζωντανό με αυτάρκεια χωριό που στηριζόταν σε πολλές και διαφορετικές πηγές εισοδήματος: κτηνοτροφία, γεωργία, ξυλεία, αλλά και την τέχνη του οικοδόμου. Για τα τελευταία δύο, όπως υπογραμμίζει με υπερηφάνεια, οι Χρυσομηλιώτες ήταν ξακουστοί. «Εχτισαν πάνω από 600 κατοικίες. Αυτό σημαίνει ότι είχε δουλειά. Πήγαιναν και στα διπλανά χωριά». Το ίδιο και οι δασοκόμοι. «Διήνυαν με τα πόδια μια διαδρομή 24 έως 30 ωρών. Υπήρχε πλούτος».

Το «μυστικό» είναι ένας συνδυασμός παραγόντων: από την αυτάρκεια και τους στενούς κοινωνικούς δεσμούς μέχρι την τοπική κουλτούρα και την ιστορία του τόπου τους.

Τη δεκαετία του ’80, όπως αναφέρει, ήταν πολλές οι πολύτεκνες οικογένειες. Μία μάλιστα είχε 11 παιδιά, θυμάται. Από την οικονομική κρίση και μετά η τάση αυτή ατόνησε. Εχει παραμείνει όμως η κουλτούρα. «Σήμερα έχουμε περίπου 50 οικογένειες, που έχουν από τρία παιδιά και πάνω». Οι περισσότεροι κάτοικοι, παιδιά πολύτεκνων οικογενειών, έσπευσαν να αναπαράγουν το ίδιο μοντέλο στο οποίο μεγάλωσαν. Παράδειγμα ο ίδιος. «Η μητέρα μου είχε πέντε αδέλφια. Εμείς ήμασταν τέσσερις. Υπάρχουν και τα μαλώματα, τα πειράγματα. Πολλή αγάπη, και χαρά. Σε περιμένουν οι παππούδες και οι γονείς να έρθεις από το σχολείο. Θέλω κι εγώ να γίνω πατέρας και να κάνω πολλά παιδιά».

Χωρίς γιατρό

Οταν οι κάτοικοι της Χρυσομηλιάς μιλούν για παιδιά φωτίζεται το πρόσωπό τους. Πρώτα περιγράφουν τα θετικά μιας τέτοιας ζωής και έπειτα τις προκλήσεις και τις δυσκολίες. Με αφορμή τις προσπάθειες της κυβέρνησης να δώσει κίνητρα σε νέες οικογένειες για να κάνουν περισσότερα παιδιά, τους ρωτάω τι πιστεύουν οι ίδιοι ότι θα χρειάζονταν. Ενα βασικό κίνητρο είναι σίγουρα το οικονομικό, απαντούν. Ο άνδρας της Ολυμπίας αναφέρει πως στο μυαλό του δεν είναι μόνο τα τρέχοντα έξοδα των παιδιών, αλλά και οι οικονομίες που θα χρειαστεί να κάνει για να πάνε φροντιστήριο ή αργότερα να σπουδάσουν. Οι ανάγκες είναι πολύ διαφορετικές από τότε που ήταν ο ίδιος παιδί, τονίζει. Ωστόσο το θέμα των χρημάτων δεν είναι το μόνο. Σε κάθε τόπο οι ανάγκες των οικογενειών είναι διαφορετικές.

«Τα παιδιά χρειάζονται δραστηριότητες», λέει η γυναίκα του, εξηγώντας πως στο χωριό δεν υπάρχει τίποτα αυτή τη στιγμή και οι οικογένειες αναγκάζονται να πηγαινοέρχονται τουλάχιστον δύο φορές την εβδομάδα στην Καλαμπάκα, μια απόσταση μισής ώρας και ατελείωτων στροφών, για να έχουν την ευκαιρία τα παιδιά να κάνουν αγγλικά, λογοθεραπεία ή κάποιο άθλημα.

«Η μόνη δραστηριότητα που έχουν εδώ είναι να παίξουν μεταξύ τους», λέει η Αφροδίτη Αργύρη, μητέρα τριών παιδιών, που αναγκάζεται να ξοδεύει χρόνο και χρήμα για να έχουν τα παιδιά της ίσες ευκαιρίες. Εκτός από τις δραστηριότητες, θίγει και το ζήτημα της υγείας: «Σε μια ώρα ανάγκης δεν έχουμε γιατρό».

«Δεν αρκεί μόνο η οικονομική βοήθεια. Πρέπει να βοηθήσουν να εξελιχθούν τα χωριά», σημειώνει η Μαρία Χρυσογιαννούλα, πρόεδρος γονέων και κηδεμόνων δημοτικού και νηπιαγωγείου και μητέρα η ίδια. Δραστήρια και ευρηματική, οργανώνει με τις υπόλοιπες μητέρες γιορτές και εκδηλώσεις για τα παιδιά. Οπως λέει, υπάρχει πάντα μεγάλη όρεξη να συμμετέχουν οι κάτοικοι, αλλά χρειάζεται και υποστήριξη ώστε να μην εγκαταλείψει τον τόπο ο κόσμος για να πάει σε παραδιπλανές, μικρές πόλεις. Τις κρύες ημέρες με χιόνια ή έντονη κακοκαιρία, που δεν είναι και λίγες στην περιοχή, η μετακίνηση των παιδιών από το ορεινό σημείο που βρίσκονται σε κάποιο αστικό κέντρο είναι σχεδόν αδύνατη, ενώ η γέφυρα που ενώνει το χωριό με την Καλαμπάκα είναι, τόσους μήνες μετά, ακόμη κατεστραμμένη εξαιτίας της κακοκαιρίας «Daniel».

Ο Νίκος Στεφόπουλος θα ζητήσει, όπως λέει, να δημιουργηθεί ένα κέντρο δημιουργικής απασχόλησης στο χωριό και να έρχεται λογοθεραπευτής μία φορά την εβδομάδα, καθώς και να μπει ένα λεωφορείο που να πηγαινοφέρνει τα παιδιά στην Καλαμπάκα.

«Ενα χωριό για ένα παιδί»

Αυτό που σίγουρα απολαμβάνουν οι κάτοικοι της Χρυσομηλιάς και δεν γνωρίζουν αν και πώς μπορεί να υπάρξει σε ένα αστικό περιβάλλον είναι η ελευθερία που βιώνουν τα παιδιά τους και η στήριξη που έχουν από τους γονείς και την υπόλοιπη κοινότητα.

«Τα παιδιά παίζουν ελεύθερα. Πηγαίνουν στη γιαγιά τους, σε φίλους. Δεν είναι κλεισμένα. Είμαστε όλοι μαζί σαν οικογένεια. Μαζευόμαστε και κάνουμε μπάρμπεκιου, συναντιόμαστε στις παιδικές χαρές. Ευτυχία είναι όλα αυτά», λέει η Στεφανία Γιαννούλα, μητέρα ενός κοριτσιού και δύο αγοριών. Η στήριξη αυτή βοηθάει κάποιες γυναίκες του χωριού να εργάζονται, αν και, όπως αναφέρουν, οι περισσότερες δεν μπορούν να βρουν εργασία στη Χρυσομηλιά και αναγκάζονται και αυτές να κάνουν αρκετά χιλιόμετρα πηγαίνοντας είτε στην Καλαμπάκα είτε στο Περτούλι.

Σε κάποιες περιπτώσεις η οικογένεια μπορεί να συνδυάσει τη δουλειά με τη φροντίδα του παιδιού. Με το που φθάνει στο σπίτι με τη 10χρονη κόρη της, η Μαρία Χρυσογιαννούλα βάζει τις γαλότσες της και μαζί ταΐζουν τις κότες. Επειτα πηγαίνουν από μια διαδρομή μέσα στο δάσος να βρουν τον σύζυγό της για να ταΐσουν τα πρόβατα, να αρμέξουν και να επιστρέψουν στο σπίτι για το φαγητό. Στη διαδρομή, η μικρή χαζεύει τα ρυάκια και μας μιλάει για τα ονόματα που έδωσε στις αγαπημένες της κατσίκες. «Στο χωριό είσαι πιο ξέγνοιαστος και δεν έχεις φόβο. Εγώ μετακόμισα από την Καλαμπάκα εδώ και δεν το μετανιώνω. Είναι ένα μέρος ζωντανό. Δεν υπάρχει μαγικό ραβδί. Είναι ένα μέρος που αγαπάει το παιδί», λέει η Μαρία.

ΠΗΓΗ: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ