Το θέμα των υψηλών ποσοστών του μειονοτικού κόμματος ΚΙΕΦ στην Ελληνική Θράκη αναλύει με άρθρο του στην εφημερίδα "Παρόν" ο Λάζαρος Καμπουρίδης. "Υπάρχουν μηνύματα για Αθήνα και Άγκυρα. Στην Θράκη μας παίζεται ένα μεγάλο παιχνίδι άσκησης επιρροής της Τουρκίας και θα πρέπει να το αντιμετωπίσουμε πριν να είναι πολύ αργά.!!!", υπογραμμίζει ο αντιστράτηγος ε.α.
 
Διαβάστε αναλυτικά το άρθρο:
 
Ευρωεκλογές 2024 – Το μήνυμα για Αθήνα και Άγκυρα από τα ποσοστά του μειονοτικού ΚΙΕΦ
 
Πολύ μεγάλο ενδιαφέρον συγκέντρωσε προεκλογικά αλλά και με την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των ευρωεκλογών, η στάση και το υψηλό ποσοστό του μειονοτικού Κόμματος Ισότητας, Ειρήνης και Φιλίας (ΚΙΕΦ) στην Ξάνθη και στη Ροδόπη. Το ΚΙΕΦ είναι το κόμμα που ίδρυσε ο Α. Σαδίκ το 1991 και το οποίο συμμετείχε για πρώτη φορά στις ευρωεκλογές του 2014.
 
Η ανακοίνωση των τελικών αποτελεσμάτων συνοδεύτηκε από πανηγυρισμούς και προκλητικές δηλώσεις της προέδρου του κόμματος Τ. Ασάφογλου, η οποία αποκάλεσε την επιτυχία ως «νίκη των Τούρκων», παραβιάζοντας συγκεκριμένο άρθρο της Συνθήκης της Λωζάνης καθώς η μειονότητα σε αυτήν χαρακτηρίζεται ως θρησκευτική χωρίς κανέναν εθνοτικό προσδιορισμό.
 
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, η προεκλογική καμπάνια του ΚΙΕΦ έτυχε της ισχυρής υποστήριξης της Άγκυρας μέσω των τουρκικών προπαγανδιστικών μηχανισμών, δηλαδή ΜΜΕ της γειτονικής χώρας τα οποία αποτελούν όργανα επιρροής της Διεύθυνσης Επικοινωνίας της Προεδρίας της Τουρκικής Δημοκρατίας, όπως π.χ. το πρακτορείο ειδήσεων Αναντολού. Η ενέργεια αυτή του τουρκικού προπαγανδιστικού μηχανισμού αποτελεί παρέμβαση στα εσωτερικά πολιτικά ζητήματα της Ελλάδας και πρέπει οι εκφραστές της Διακήρυξης Φιλίας να το θέσουν στην τουρκική πλευρά.
 
Η Τ. Ασάφογλου έχει φοιτήσει σε ελληνικό πανεπιστήμιο (Τμήμα Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης), επωφελούμενη την ειδική ευεργετική ποσόστοση εισαγωγής των μαθητών της μουσουλμανικής μειονότητας και ανέλαβε την ηγεσία του κόμματος το 2019 αντικαθιστώντας τον Μ. Α. Τσαβούς.
 
Το ΚΙΕΦ συμμετείχε ως κόμμα στις ευρωεκλογές του 2014, του 2019 και στις τελευταίες του 2024, λαμβάνοντας τα παρακάτω ποσοστά-ψήφους: 2014, 0,75 % και 42.792 ψήφοι, 2019, 0,71 % και 40.211 ψήφοι και 2024, 0,72 % και 28.470 ψήφοι. Δηλαδή σε βάθος χρόνου παρατηρείται μία συνεχής πτώση των ψηφοφόρων του κόμματος και το θέμα αυτό θα πρέπει να συνυπολογισθεί με το γεγονός ότι, οι εκάστοτε ευρωεκλογές αποτελούν για το ΚΙΕΦ εξετάσεις προβολής του βαθμού της συσπείρωσης της μειονότητας και της επιτυχίας της τουρκικής πολιτικής στην Ελληνική Θράκη, καθώς όλοι οι άλλοι βουλευτές της μειονότητας δεν στηρίζουν τα πολιτικά κόμματα που εκπροσωπούν αλλά το κόμμα αυτό. Ο ισχυρισμός του χαμηλού ποσοστού συμμετοχής στις φετινές εκλογές δεν αποτελεί ελαφρυντικό για το ΚΙΕΦ, αφού οι ψηφοφόροι του θα έπρεπε να παρουσιάζουν υψηλά ποσοστά συσπείρωσης λόγω της λειτουργίας των μηχανισμών του Γενικού Προξενείου Κομοτηνής.
 
Το αρνητικό για την Άγκυρα μήνυμα από την πτωτική τάση των ψηφοφόρων του ΚΙΕΦ στις εκλογικές αναμετρήσεις των ευρωεκλογών από το 2014 και μέχρι τώρα, έγκειται και στο γεγονός, ότι η νέας ηλικίας ευπαρουσίαστη και επικοινωνιακή Τ. Ασάφογλου, επελέγη από την τουρκική πλευρά αντικαθιστώντας τον χαμηλών επικοινωνιακών χαρισμάτων Μ. Α. Τσαβούς, προκειμένου να εμπνεύσει την νεολαία της μειονότητας και να εξυπηρετήσει με μεγαλύτερες αξιώσεις και διεισδυτικότητα στην μειονοτική κοινωνία την πολιτική της Άγκυρας.
 
Ο προκλητικός λόγος της προέδρου του κόμματος μετά τις ευρωεκλογές, είχε την πρόκληση της Ελληνικής Δικαιοσύνης και την συσπείρωση της μειονότητας. Η πρόεδρος του ΚΙΕΦ στην ομιλία της μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων έκανε ένα πολύ μεγάλο λάθος. Χαρακτήρισε ως «Τούρκους» όλους όσους ψήφισαν το ΚΙΕΦ προκαλώντας την οργή ψηφοφόρων οι οποίοι προέρχονται από την κοινότητα των Ρομά και των Πομάκων.
 
Από την ακραία και αποσχιστική στάση της Τ. Ασάφογλου εξάγεται και ένα άλλο πολύ σημαντικό συμπέρασμα για την Ελλάδα. Η αποτυχία των αρχικών σκοπών της θέσπισης του με ειδική ποσόστοση συστήματος εισαγωγής των μειονοτικών μαθητών στα ελληνικά πανεπιστήμια. Σκοπός του μέτρου αυτού ήταν το αγκάλιασμα των μαθητών αυτών από το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα και η συνέχιση των σπουδών στην Ελλάδα αποστερώντας έτσι τα ερείσματα της τουρκικής πολιτικής – προπαγάνδας καθιστώντας ευκολότερη την ενσωμάτωσή τους στην ελληνική κοινωνία. Η περίπτωση της από ελληνικό πανεπιστήμιο αποφοιτήσασας Τ. Ασάφογλου η οποία αποτελεί ένα από τα χιλιάδες παραδείγματα μειονοτικών με σπουδές σε ελληνικά πανεπιστήμια οι οποίοι όμως παραμένουν υποχείρια όργανα του τουρκικού Γενιού Προξενείου, αποκαλύπτει την «πτώχευση» του μέτρου αυτού. Η ελληνική πολιτεία καλείται να επανεξετάσει τη ρύθμιση αυτή καθώς έχουν εκλείψει οι λόγοι της θέσπισής του, αφού πλέον η πλειοψηφία των μαθητών της μειονότητας φοιτά σε δημόσια και όχι σε μειονοτικά σχολεία με ίσες ευκαιρίες και προσβασιμότητα στο ελληνικό σύστημα. Η ποσόστοση αυτή θα μπορούσε να τύγχανε εφαρμογής στα απόμακρα σχολεία του ορεινού όγκου, λόγω της ελλειπούς προσβασιμότητας αλλά και της φοίτησης των μαθητών σε μειονοτικά σχολεία.
 
Αναφορικά με το αποτέλεσμα των εκλογών, η ελληνική πλευρά θα πρέπει να προβληματιστεί για τα υψηλά ποσοστά του ΚΙΕΦ παρά την πτωτική πορεία των ψηφοφόρων του σε βάθος δεκαετίας, αλλά και να επανασχεδιάσει με μέθοδο την αντιμετώπιση της τουρκικής προπαγάνδας και «τρομοκρατίας» η οποία συνεχίζεται στην Ελληνική Θράκη με στόχο της τουρκοποίηση της θρησκευτικής μουσουλμανικής μειονότητας.
 
Το μήνυμα της σε βάθος χρόνου βαθμιαίας μείωσης των ψηφοφόρων του ΚΙΕΦ, αποκαλύπτει ότι μεγάλο μέρος της μειονότητας αποστρέφεται την ερντογανική Τουρκία η οποία οδηγεί στον ισλαμικό σκοταδισμό, κάτι το οποίο θα πρέπει να το εκμεταλλευτεί η ελληνική πολιτεία αγκαλιάζοντας με τους κρατικούς μηχανισμούς όλη τη μειονότητα και κρατώντας την μακριά από την τουρκική επιρροή. Αυτό σημαίνει μεταξύ των άλλων ότι, η ελληνική Δικαιοσύνη και οι αρμόδιες υπηρεσίες θα πρέπει να είναι πολύ αυστηρές με τις μεθοδεύσεις του τουρκικού Γενικού Προξενείου και των οργάνων του, παρέχοντας την δυνατότητα σε όλα τα μέλη της μειονότητας να ενεργούν ως ελεύθεροι πολίτες μακριά από ξένους μηχανισμούς επιρροής και εισαγόμενης τρομοκρατίας.