Γράφει ο Δημήτριος Τσαϊλάς*
Μια ερώτηση που ακούω κάθε φορά είναι: Η Ελλάδα ανταγωνίζεται σε μειονεκτική θέση την Τουρκία επειδή δεν έχει θαλάσσια στρατηγική και η Τουρκία έχει; Η πρώτη παρόρμηση είναι να μειδιάσω. Αυτό οφείλεται στο ότι η υπόθεση του ερωτήματος -ότι στην Ελλάδα δεν έχουμε θαλάσσια στρατηγική- είναι εσφαλμένη. Σε τελική ανάλυση, οι ηγεσίες του Πολεμικού Ναυτικού έχουν δημοσιεύσει επανειλλειμένα την ισχύουσα Ναυτική Στρατηγική. Η Ελλάδα δεν βρίσκεται σε μειονεκτική θέση έναντι της Τουρκίας, αλλά βρίθει από θαλάσσιες στρατηγικές. Το αντίκρισμα της φαίνεται στην πληθώρα εξοπλισμών τουλάχιστον σε δηλώσεις και είναι ανυπέρβλητο!
Ή έτσι φαίνεται. Αλλά με δεύτερη σκέψη, η απάντηση στην παραπάνω ερώτηση είναι καταφατική. Ναι, η Τουρκία έχει ένα πλεονέκτημα. Έχει μια γνήσια θαλάσσια στρατηγική, ενώ στην Ελλάδα αποκαλούν πολλά έγγραφα θαλάσσιες στρατηγικές, αλλά στην πραγματικότητα δεν έχουμε καμία. Ο υποψήφιος που ξέρει τι θέλει, συλλαμβάνει μια ξεκάθαρη στρατηγική για να το πετύχει και προσηλώνεται σε αυτή τη στρατηγική με ζήλο, έτσι απολαμβάνει πλεονέκτημα έναντι ενός αντιπάλου που πλέει χωρίς πυξίδα. Αυτό περιγράφει τη σύγχρονη Τουρκία.
Η Θαλάσσια σε σχέση με τη Ναυτική Στρατηγική, μπορεί να ακούγεται σαν μια συζήτηση για τη σημασιολογία, αλλά η σημασιολογία κάνει τη διαφορά σε αυτή την περίπτωση. Θα ήταν πιο ακριβές να επισημάνουμε τα έγγραφα που φέρουν ως θεματολογία τις θαλάσσιες στρατηγικές και τις ναυτικές στρατηγικές. Είναι σταθερά στο σύνολό τους αλλά περιορισμένα σε ισχύ και αντίκτυπο. Εξηγούν τί θα κάνουν οι ναυτικές δυνάμεις με τη συνεργασία της ακτοφυλακής και τις δυνάμεις του στρατού ξηράς που θα δράσουν από τα πλοία και αναγκάζει τις ομάδες στρατηγικής όλων αυτών σε μια ενιαία «Ναυτική Δράση» για να εκπληρώσουν τους στρατηγικούς και πολιτικούς στόχους της Ελλάδας στη σφαίρα της θαλάσσης. Όλα αυτά είναι καλά, αλλά η θαλάσσια στρατηγική περιλαμβάνει περισσότερα από τις ναυτικές ένοπλες υπηρεσίες. Η στρατηγική χρειάζεται να το αναγνωρίζει αυτό, παρατηρώντας ότι οι Θαλάσσιες Υπηρεσίες αποτελούν μόνο μέρος μιας πολύ ευρύτερης στρατιωτικής, κυβερνητικής, βιομηχανικής και κοινωνικής προσπάθειας:
Οι Ναυτικές Δυνάμεις δεν ανταγωνίζονται, δεν αποτρέπουν, ούτε πολεμάνε κατά μόνας. Είναι αναπόσπαστο μέρος μιας Κοινής Δύναμης και συνεργάζονται στενά με συμμάχους, εταίρους και άλλες κυβερνητικές υπηρεσίες. Είναι επίσης μέρος της ευρύτερης θαλάσσιας επιχείρησης του Ελληνισμού, η οποία περιλαμβάνει εμπορικά πλοία, πληρώματα, λιμενικές υποδομές και ναυπηγεία.
Οι διαμορφωτές της στρατηγικής πρέπει να δηλώνουν μια ευρύτερη προοπτική για τις θαλάσσιες υποθέσεις, η οποία περιλαμβάνει τα πάντα, από τη βαρκάδα αναψυχής και το ψάρεμα μέχρι τις μάχες στην ανοιχτή θάλασσα. Και όμως, η στρατηγική των συνεργαζόμενων υπηρεσιών δεν είναι κοινή. Οι ναυτικοί διοικητές -οι κύριοι δρώντες των στρατιωτικών επιχειρήσεων- δεν δεσμεύονται από οδηγίες συνεργασίας που έχουν εκδοθεί από τις Ναυτικές Υπηρεσίες, ούτε ο Στρατός, μήτε η Πολεμική Αεροπορία ή η Ακτοφυλακή. Ούτε οι μη στρατιωτικοί θεσμοί όπως το Υπουργείο Εξωτερικών, ο κύριος εκτελεστής της εξωτερικής πολιτικής, συμπεριλαμβανομένης της εξωτερικής πολιτικής που σχετίζεται με τη θάλασσα.
Κατώτατη γραμμή, η σημασιολογική διάκριση μεταξύ θαλάσσιου και ναυτικού έχει μεγάλη σημασία. Μια πραγματικά θαλάσσια στρατηγική ενορχηστρώνει τις προσπάθειες όλων των κυβερνητικών φορέων που είναι σε θέση να διαμορφώσουν τα γεγονότα στη θάλασσα, όχι μόνο των ιδρυμάτων που εκμεταλλεύονται τα εμπορικά πλοία. Η θαλάσσια στρατηγική συνεπάγεται επομένως εποπτεία από την κορυφή της πολιτικής ιεραρχίας.
Οι ηγέτες της Τουρκίας το καταλαβαίνουν αυτό. Ακολούθησαν μια ολιστική προσέγγιση της κυβέρνησης για την τουρκική επιχείρηση προς τη θάλασσα και το έκαναν με αποφασιστικότητα. Η πολιτική τους ηγεσία, έχει δείξει έντονο προσωπικό ενδιαφέρον για τις ναυτικές και στρατιωτικές υποθέσεις. Επόπτευσε την ανάπτυξη του Τουρκικού Ναυτικού στην πιο πολυάριθμη ναυτική δύναμη μάχης στην περιοχή, ενοποίησε ένα πλήθος ναυτικών υπηρεσιών επιβολής σε ισχυρότερη ακτοφυλακή και επέβλεψε τις προσπάθειες μιας θαλάσσιας πολιτοφυλακής που είναι ενσωματωμένη στον αλιευτικό στόλο της Τουρκίας για να εξαναγκάσει τον Ελληνισμό. Εν τω μεταξύ, η Άγκυρα διεξάγει «τρεις πολέμους», εφαρμόζοντας νομικά, μέσα ενημέρωσης και ψυχολογικά μέτρα για να κάμψει τη γνώμη, συμπεριλαμβανομένης της γνώμης για τις ναυτικές διαμάχες, προς όφελος της Τουρκίας.
Η Τουρκία έχει μια συνεκτική, μεμονωμένη, ολοκληρωμένη θαλάσσια στρατηγική που ενεργοποιείται από κορυφαίους πολιτικούς ηγέτες. Αυτό δεν προκαλεί έκπληξη. Οι Τούρκοι φαίνεται να είναι μανιώδεις σπουδαστές του Πελοποννησιακού Πολέμου του Θουκυδίδη, του νονού της θαλάσσιας στρατηγικής του Ελληνισμού και πιθανώς του κυριότερου υποστηρικτή της ιστορίας του ελέγχου της θάλασσας. Το Μέγα τω της Θαλάσσης Κράτος απεικονίζει τη θαλάσσια στρατηγική ως μια ποικιλία «υψηλής στρατηγικής». Και έχει δίκιο. Η υψηλή στρατηγική είναι η τέχνη και η επιστήμη της χρήσης κάθε εργαλείου στην εργαλειοθήκη πολιτικής για την επίτευξη εθνικών στόχων. Τα εργαλεία που σχετίζονται με τις θαλάσσιες επιχειρήσεις περιλαμβάνουν όχι μόνο τη ναυτική και στρατιωτική ισχύ, αλλά τη διπλωματία, την πληροφόρηση, τον οικονομικό εξαναγκασμό ή τα κίνητρα κ.λπ. Οτιδήποτε βοηθάει στη δημιουργία γεγονότων στη θάλασσα αποτελεί εφαρμογή της θαλάσσιας στρατηγικής.
Με άλλα λόγια, η υψηλή στρατηγική βρίσκεται πάνω από τη στρατιωτική στρατηγική, η οποία βρίσκεται πάνω από τη ναυτική στρατηγική. Η ναυτική στρατηγική είναι ένα υποσύνολο της στρατιωτικής στρατηγικής, το οποίο είναι ένα υποσύνολο της υψηλής στρατηγικής.
Είναι σημαντικό, λοιπόν, να διευρυνθεί η εμβέλεια των εγγράφων που περιγράφουν θαλάσσιες στρατηγικές αλλά στην πραγματικότητα είναι ναυτικές στρατηγικές. Το εμπόριο για παράδειγμα, απαιτεί ελευθερία των θαλασσών και ασφάλεια. Επίσης μια θαλάσσια στρατηγική του Θουκυδίδη καλλιεργεί τη βιομηχανική παραγωγή και τη ναυπηγική στο εσωτερικό. Στο εξωτερικό, στοχεύει να ανοίξει εμπορική, διπλωματική και στρατιωτική πρόσβαση -με αυτή τη σειρά προτεραιότητας- σε σημαντικές εμπορικές περιοχές. Η ένοπλη ισχύς, είναι «απλώς εργαλείο για την επιτυχία των άλλων μεγαλύτερων συμφερόντων, οικονομικών και εμπορικών. Ερμηνεύοντας αυτόν τον ενάρετο κύκλο, μπορούμε να δηλώσουμε ότι το εξωτερικό εμπόριο και το θαλάσσιο εμπόριο γεννούν ευημερία, η ευημερία περιορίζει τα φορολογικά έσοδα στο εθνικό ταμείο και η κυβέρνηση επανεπενδύει μέρος αυτών των εσόδων σε ένα ναυτικό για να προστατεύσει τους εμπόρους που μεταφέρουν πρώτες ύλες ή τελικά προϊόντα κατά μήκος των θαλάσσιων διαδρόμων από πωλητές σε αγοραστές. Το θαλάσσιο εμπόριο και το εμπόριο γενικά χρηματοδοτούν τον δικό τους κηδεμόνα. Αυτός ο κύκλος μεταξύ του εμπορίου και της ναυτικής δύναμης ωφέλησε τον αγώνα της παλιγγενεσίας το 1821. Σήμερα ο Ερντογάν και η παρέα του πιστεύουν αληθινά στη φόρμουλα του Θουκυδίδη.
Εάν ο Ελληνισμός χρειάζεται μια θαλάσσια στρατηγική, πώς πρέπει να την επινοήσει; Εάν η θαλάσσια στρατηγική είναι μια υψηλή στρατηγική, τότε εναπόκειται στους διαχειριστές της υψηλής στρατηγικής του Ελληνισμού να αναλάβουν τη θαλάσσια επιχείρηση της χώρας. Ούτε το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας ούτε το Υπουργείο Εθνικής Αμύνης έχουν την εξουσία να κατευθύνουν συναδέλφους τους στις κυβερνητικές υπηρεσίες. Η ευθύνη, λοιπόν, βαρύνει αυτούς που είναι υπεύθυνοι για την εξωτερική πολιτική της Ελλάδας δηλαδή την Κυβέρνηση και το Κοινοβούλιο. Αυτοί είναι οι θεσμοί που σχεδιάζουν στρατηγικές, μέσα πολιτικής για την υλοποίησή τους και είτε τις διεξάγουν είτε επιβλέπουν αυτούς που το κάνουν. Έτσι μια αληθινή θαλάσσια στρατηγική του Ελληνισμού πρέπει να προέρχεται από την κορυφή, με σκοπό να επιτρέπει να ξεφύγουμε από το ανταγωνιστικό μας μειονέκτημα έναντι της Τουρκίας.
Είναι καιρός, να εκδοθεί μια οδηγία για το σύνολο της κυβέρνησης για να εφαρμοστεί μια στρατηγική για ολόκληρη τη κυβέρνηση. Μια εμπνευσμένη Θουκυδίδειο θαλάσσια στρατηγική της Ελλάδας, ένα ολιστικό σχέδιο εθνικής ασφάλειας.
*Ο Δημήτριος Τσαϊλάς είναι απόστρατος Αξιωματικός του ΠΝ, δίδαξε επί σειρά ετών στις έδρες Επιχειρησιακής Σχεδιάσεως καθώς και της Στρατηγικής και Ασφάλειας, σε ανώτερους Αξιωματικούς στην Ανώτατη Διακλαδική Σχολή Πολέμου. Σήμερα είναι συνεργάτης και ερευνητής του Institute for National and International Security(INIS), και του Strategy International (SI). Συγγραφέας του βιβλίου «Ο Σύγχρονος Πόλεμος» Προκλήσεις για την Ελληνική Ασφάλεια. Εκδόσεις Ινφογνώμων.
ΠΗΓΗ: Geopolitics.iisca.eu