«Ήταν εκείνα τα χρόνια τα παλιά, λίγο πριν από τον β’ παγκόσμιο πόλεμο, όταν ένα ελληνικό φορτηγό καράβι είχε φορτώσει αλάτι κι επρόκειτο να κάνει, για πρώτη φορά, ένα πολύμηνο ταξίδι προς την Λαπωνία.
Το λιμάνι όπου θα έφτανε το καράβι βρισκόταν ψηλά, στον Βόρειο Πόλο, κι άνοιγε μόνο για 15 μέρες το χρόνο. Όλο τον υπόλοιπο καιρό ήταν φραγμένο από τους πάγους κι απροσπέλαστο.
Έξι μήνες η μέρα, έξι μήνες η νύχτα, ζωή πρωτόγονη και παγωνιά τρομακτική…
Για ένα ολόκληρο τετράμηνο ταξίδευε το ελληνικό καράβι με το φορτίο του αλατιού για να το αφήσει εκεί και να πάρει δέρματα. Έφτασε όπως έπρεπε στην ώρα του! Και οι Έλληνες ναυτικοί είχαν την εντύπωση ότι έμπαιναν σ’ έναν κόσμο αλλόκοτο, πραγματικά στην άκρη της γης.
… Όπου ξαφνικά βλέπουν, κατάπληκτοι, να πλησιάζει το πλοίο τους μια βενζινάκατος. Μ’ ελληνική σημαία, μάλιστα!
Η βενζινάκατος πλησίασε κι άλλο. Και σε λιγάκι βλέπουν να ανεβαίνει στο καράβι ένας Λάπωνας καθ’ όλα, που όμως μόλις βρέθηκε στο κατάστρωμα έπεσε και το φίλησε λέγοντας:
- Αμάν! Πατρίδα! Τριάντα χρόνια έχω να δω ελληνικό καράβι κι Έλληνες!
Ύστερα αγκάλιασε και φίλησε έναν – έναν τους συμπατριώτες του ναυτικούς, εκφράζοντας την απερίγραπτη χαρά και την συγκίνησή του:
- Βρε αθεόφοβε Ρωμιέ, τον ρώτησαν οι ναυτικοί, πώς βρέθηκες σ’ αυτά τα μέρη;
Διαβάστε το υπόλοιπο άρθρο στο gazzetta.gr