Στην περίφημη έπαυλη στους λόφους Χόλμπι του δυτικού Λος Αντζελες ο 89χρονος Χιου Χέφνερ, για τους φίλους σκέτα Χεφ, θα μπορούσε από το ύψος της ηλικίας του και το μήκος της μεταξωτής του ρόμπας να ατενίζει το μέλλον με μεγαλύτερη υπομονή από εκείνη των χωρικών του Τενεσί που πετάνε φελλούς στο βαρέλι περιμένοντας να ωριμάσει το ουίσκι.
Με τη γνωστή του επιμονή και εγκαρτέρηση είχε άλλωστε διανύσει με ζωντάνια μια απολαυστική ζωή σαν μέσα σε μια σαγηνευτική φυσαλίδα του χρόνου. Αντιθέτως, μελαγχολικά παγωμένος έμοιαζε, εδώ και δεκαετίες, ο χρόνος σε απόσταση μόλις 4 χιλιομέτρων ανατολικότερα. Στην άλλη πλευρά του πλατινένιου τριγώνου της Πόλης των Αγγέλων, στο Civic Center Drive του Μπέβερλι Χιλς, όπου βρίσκονται τα γραφεία έκδοσης του περιοδικού που δημιούργησε πριν από 62 χρόνια, οι κρεμασμένες στους τοίχους φωτογραφίες των διασημοτήτων που πέρασαν από τις σελίδες του εντύπου αντιμετωπίζονταν με τον μουσειακό σεβασμό των γυμνών στους πίνακες του Τιτσιάνο, του Ρούμπενς ή του Ρενουάρ. Επί χρόνια, εξάλλου, ο άλλοτε εμβληματικός τίτλος φαινόταν να έχει υποταχθεί σε μία μοίρα ανάλογη μιας μισοπαρατημένης σακαράκας από το Ντιτρόιτ. Εχανε λάδια, σκορπούσε ασύστολα καυσαέρια και σκούριαζε βουλιαγμένος στον λήθαργο, όσο κι αν οι εποχές, εκτός των τειχών του νοσταλγικού πάρτυ, άλλαζαν με εξωφρενική ταχύτητα.
Με 32 χρόνια καθυστέρηση, η ελληνική έκδοση βρήκε στο μοναδικό πρόσωπο και το απίθανο σώμα της 41χρονης τότε Ζωής Λάσκαρη τη μούσα της έμπνευσής του, η οποία σφράγισε καταλυτικά τη μετέπειτα επιτυχία του. Ηταν Οκτώβριος του 1985 όταν η πασίγνωστη και δημοφιλής ηθοποιός εμφανιζόταν στο εξώφυλλο του περιοδικού εγκαινιάζοντάς το ως η πρώτη Ελληνίδα σταρ που ποζάρει με την περιβολή της Εύας
Το περιοδικό που συμμετείχε σαν παιχνιδιάρης συμπαραστάτης στην πυροδότηση της έναρξης της αμερικανικής σεξουαλικής επανάστασης στις αρχές του 1950, την οποία συνόδευσε δυναμικά μέχρι την έξαρσή της στη δεκαετία του 1970, είχε πλέον κατρακυλήσει κυκλοφοριακά από το ρεκόρ πωλήσεων των 7,2 εκατομμυρίων για το τεύχος Νοεμβρίου 1972 στις περίπου 800.000 σήμερα. Αντίστοιχα και οι διαφημίσεις του έτειναν βαθμιαία προς εξαφάνιση, καθώς μόνο ρεκλάμες τεκίλας και ταμπάκου για μάσημα εμφανίζονταν σταθερά στις σελίδες του προς αποκλειστική τέρψη των κοκκινόσβερκων αναγνωστών του. Αναγνωστών, τρόπος του λέγειν.
Διότι ακόμα κι αν αυτοσαρκάζονταν οι δημιουργοί του λέγοντας «διαβάζω το “Playboy” για τα άρθρα του», στην πραγματικότητα το περιοδικό έμοιαζε να έχει σχεδόν μεταλλαχτεί σαν σε διακοσμημένο μπουφέ υπερήλικης νοικοκυράς που έφερε πάνω του τις ίδιες και τις ίδιες αναχρονιστικά κορνιζαρισμένες, οικογενειακές φωτογραφίες. Ναι μεν το πανομοιότυπο γυμνό ήταν διαρκώς πανταχού παρόν στο περιοδικό, αλλά ο συνδυασμός του με το άλλοτε πρωτοπόρο και ουσιαστικό ανδρικό περιεχόμενο που αφορούσε την πολιτική, την τέχνη, την εκλεπτυσμένη διασκέδαση και το φίνο χιούμορ είχε γίνει ανιαρός, αν όχι απαρχαιωμένος.
Γυμνό, τέλος
Η αλήθεια είναι ότι τα στελέχη του πάλευαν για τον εκσυγχρονισμό του εντύπου τα δύο τελευταία χρόνια. Αλλά κάπου απηύδησαν να μετρούν τις απώλειες των παλιών Playmates που αποχωρούσαν, όπως και οι άλλοτε επικριτικές φεμινίστριες, από τον μάταιο τούτο κόσμο.
Βαρέθηκαν να βλέπουν τις συνδρομές των μεσήλικων πελατών του, που αν είχαν φωτογραφίες πάνω τους θα έμοιαζαν με ένα κράμα Σίλβιο Μπερλουσκόνι και Ντομινίκ Στρος-Καν, να μειώνονται δραματικά. Κουράστηκαν σε ό,τι τους αφορά να επιβεβαιώνουν εμμέσως την προφητεία, από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 κιόλας, του συγκροτήματος The Buggles που τραγουδούσε ότι το «βίντεο σκότωσε τους σταρ του ραδιοφώνου».
Ο 89χρονος πια Χιου Χέφνερ έμεινε να παρηγορείται με τα «κουνελάκια» του αναπολώντας τις μέρες της μεγάλης δόξας, όταν το δημιούργημά του πουλούσε περισσότερα από 7.000.000 αντίτυπα
Και ξαφνικά, ένα πρωινό του φετινού Οκτωβρίου, απελπισμένο το αμερικανικό «Playboy» ανακάλυψε με καθυστέρηση μιας 15ετίας τουλάχιστον το ασήκωτο χώμα που το σκέπαζε.
Συνειδητοποίησε αργοπορημένα ότι η επιμελημένη του αξιοπρέπεια είχε βυθιστεί κάτω από ρυπαρούς τόνους παγκοσμιοποιημένης διαδικτυακής ανηθικότητας! Και αντιλήφθηκε επιτέλους ότι η τσάμπα πρόσβαση στην οnline πορνογραφία τού ξήλωνε τα ριζοσπαστικά παράσημα μιας άλλης εποχής και έθαβε τη μεγάλη του ατραξιόν: το γυμνό. Με αποτέλεσμα, τσαντισμένο σαν τον αγά της παροιμίας, να διακηρύξει με τη συγκατάθεση του Χέφνερ ότι κόβει τη δημοσίευση των φωτογραφιών των γυμνών γυναικών. Αγνοώντας μάλλον ότι έτσι θυσιάζει και την ταυτότητά του με μια, αδιανόητη στο παρελθόν, σπασμωδική κίνηση, πρακτικά αντίστοιχη με το να κόψει η Ντίσνεϊ τα κινούμενα σχέδια από τις ταινίες της. Δυστυχώς, δεν είναι η πρώτη φορά που μια ήττα κρύβεται πίσω από ένα λάβαρο θυσίας. Το κακό στην περίπτωση του «Playboy» δεν είναι ότι απέφυγε να πει: «Αποστολή εξετελέσθη». Ούτε επειδή σε έναν σύγχρονο κόσμο που καταναλώνει μαζικά τις τολμηρές «Πενήντα αποχρώσεις του γκρι» αυτό οπισθοχωρεί συνθηκολογώντας με τους πιο φανατικούς πολέμιούς του. Το χειρότερο είναι ότι ακυρώνει το πραγματικό, διαχρονικό μήνυμα του περιοδικού. Εκείνο που σύμφωνα με τον γέρο ιδρυτή του δεν είχε να κάνει τόσο με τον ερωτισμό, αλλά με την απόδραση από τα δεσμά του καθημερινού επιούσιου για την καλλιεργημένη απόλαυση της ζωής. Αυτός πάντως θα συνεχίσει μάλλον να απολαμβάνει τα γοητευτικά «λαγουδάκια» ονόματι Σάντι, Μάντι ή Κάντι να χαριεντίζονται προκλητικά πάνω στο γρασίδι του, παρά θα χαζεύει τα φλαμίνγκο, τους παπαγάλους και τους πιθήκους που φιλοξενεί στον ζωολογικό κήπο της βίλας του. Και θα περιμένει να τελειώσουν οι συνεργάτες του με τις μπίζνες και τους επανασχεδιασμούς που θα μετατρέψουν το αλλοτινό ορόσημο ενός γυμνού τοτέμ σε μια κοινότοπη ντυμένη μασκότ.
Είναι μάλλον περιττό να αναφερθεί κανείς στις επιπτώσεις που θα έχει η συγκεκριμένη απόφαση του εντύπου στις υπόλοιπες διεθνείς εκδόσεις του. Για την Ελλάδα ίσως να μην τίθεται πλέον ζήτημα, δεδομένου ότι το έντυπο τελεί υπό αναστολή κυκλοφορίας εδώ και κάμποσους μήνες, ενώ λέγεται ότι θα συνεχίσει να φτάνει στα περίπτερα 3-4 φορές ετησίως με τις ίδιες «γυμνές» από διαφημίσεις αδιάφορες σελίδες του. Ωστόσο δεν ήταν πάντα παρηκμασμένο αυτό το άλλοτε, και εγχωρίως, θρυλικό περιοδικό. Γνώρισε μέρες δόξας από τότε που, πριν από 30 χρόνια, εμφανίστηκε αιφνιδίως στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, για να πυροδοτήσει σχόλια, αντιδράσεις, αλλά κυρίως για να εξάψει τις αντρικές φαντασιώσεις με τη σχεδόν υπερκόσμια λάμψη των γυμνών διασημοτήτων που φιλοξενούσε στις σελίδες του.
ΟΙ ΕΛΛΗΝΙΔΕΣ ΜΟΥΣΕΣ
Μάρω Κοντού
Ελένη Ερήμου
Δήμητρα Γαλάνη
Στα μανταλάκια τον Απρίλιο του 1985
Θα πρέπει βέβαια να αναλογιστεί κανείς τις πολιτισμικές κυρίως συνθήκες που επικρατούσαν στη χώρα όταν το ελληνικό «Playboy» κρεμάστηκε στα μανταλάκια των περιπτέρων τον μακρινό εκείνο Απρίλιο του 1985. Ηταν η εποχή όπου υπήρχαν μόνο δύο αξιόπιστα μηνιαία περιοδικά, η «Γυναίκα» και οι «4 Τροχοί», κάθε δήμαρχος που σεβόταν τον εαυτό του ανακήρυσσε τον δήμο του σε «αποπυρηνικοποιημένη ζώνη», ενώ οι υπουργοί απειλούσαν ότι θα κατέρριπταν τους δορυφόρους που θα περνούσαν πάνω από την Ελλάδα για να μεταδώσουν ξένο τηλεοπτικό πρόγραμμα.
Ηταν η περίοδος όπου υπήρχαν μόνο κρατικά κανάλια και επίσημα κρατικά ραδιόφωνα, ανθούσαν οι βιντεοκασέτες, κυριαρχούσε ενδυματολογικά το ανεπιτήδευτο κιτς του ό,τι να ’ναι αλλά οπωσδήποτε με βάτες, ξεφύτρωναν τα πρώτα στέκια ηλεκτρονικών παιχνιδιών, γνωστότερα ως ουφάδικα ή μπλιμπλίκια, η διασκέδαση ανακάλυπτε εκτός από τις πίστες των μπουζουκιών και τα σκυλάδικα, ενώ οι πειρατικές κασέτες αντικαθιστούσαν το πικάπ έπιπλο με τους «ξένους» δίσκους βινυλίου. Ηταν η ώρα του «Wake me up, before you go go», όταν ο πρώτος μεγάλος, διάσημος για τη τολμηρότητά του, διεθνής τίτλος προσγειωνόταν αναπάντεχα στην Ελλάδα. Και έμελλε από τα πρώτα του γραφεία, στην οδό Χερσίφρονος 22 στο Παγκράτι, να σηματοδοτήσει την έναρξη της εγχώριας έκρηξης των lifestyle περιοδικών που σημάδεψε την επόμενη δεκαετία. Βεβαίως, το ντόπιο «Playboy» διέθετε τη διεθνώς επεξεργασμένη ακαταμάχητη συνταγή προσέλκυσης πελατείας για έναν ερωτικά ακίνδυνο ονειρικό κόσμο.
Ελειπε μόνο μια εγχώρια γυμνή διασημότητα στο εξώφυλλό του για να εξαργυρώσει και εδώ το εκ προοιμίου κερδοφόρο λαχείο της πρωτότυπης σύλληψης του Χέφνερ, να ξεκινήσει το περιοδικό του το 1953 με τις γυμνές φωτογραφίες της Μέριλιν Μονρό.
Εξάψεις είχε προκαλέσει η φωτογράφηση της Βάνας Μπάρμπα τον Δεκέμβριο του 1989, όταν η νεαρή χυμώδης ηθοποιός απαθανατίστηκε γυμνή από τον φακό του Τάκη Διαμαντόπουλου στη Μαδέρα της Πορτογαλίας
Το εξώφυλλο με τη Λάσκαρη
Με 32 χρόνια καθυστέρηση, η ελληνική έκδοση βρήκε στο μοναδικό πρόσωπο και το απίθανο σώμα της 41χρονης τότε Ζωής Λάσκαρη τη μούσα της έμπνευσής του, η οποία σφράγισε καταλυτικά τη μετέπειτα επιτυχία του. Ηταν Οκτώβριος του 1985 όταν η πασίγνωστη και δημοφιλής ηθοποιός εμφανιζόταν στο εξώφυλλο του περιοδικού εγκαινιάζοντάς το, ως η πρώτη Ελληνίδα σταρ που ποζάρει με την περιβολή της Εύας, μια ένδοξη πορεία την οποία ενέγραφε στην ιστορία του ελληνικού περιοδικού Τύπου – με συνέπεια αρκετές άλλες επώνυμες διασημότητες του καλλιτεχνικού χώρου να σπεύσουν κατόπιν να ακολουθήσουν. Είχε προηγηθεί μια απόλυτα αισθησιακή φωτογράφησή της από τον φακό του αείμνηστου Ντίνου Διαμαντόπουλου και την επίβλεψη του μακιγιάζ από τον Αχιλλέα Χαρίτο στη Δήλο, όπου το σύγχρονο γυμνό πανηγύριζε την αρχαία καταγωγή του. Η ευέλικτη Ζωή δεν χρειαζόταν τις σκηνοθετικές παρεμβάσεις ενός Δαλιανίδη π,χ., ο οποίος ίσως να πρόσθετε στο φόντο τον αυλό του Πάνα να παιανίζει προς δόξαν της χάρης της. Αφέθηκε ανέμελα στο ένστικτό της, που συνδύαζε τη φιλαρέσκεια της ηθοποιού και την ευαίσθητη αθωότητα ενός παιδιού που θέλει οι εικόνες του προσωπικού του λευκώματος να ανήκουν σε όλους.
Ωστόσο η φωτογράφηση επικρίθηκε, τότε, από βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας, οι οποίοι, πρωτοστατούσης της επίσης ηθοποιού Αννας Συνοδινού, υποστήριζαν προσχηματικά ότι δεν είχε δοθεί η απαραίτητη άδεια για τη χρήση του αρχαιολογικού χώρου ως σκηνικού. Κανονικά θα έπρεπε να επιδοκιμάσουν τη Ζωή Λάσκαρη που προσέθετε αίγλη στα αγάλματα των αρχαίων λιονταριών πάνω στα οποία ξάπλωνε ολόγυμνη αφήνοντας ίχνη σύγχρονης σαγήνης, αλλά και στιγμιότυπα ποιοτικής διαφημιστικής προβολής ικανής να εκτιμηθεί από τους τουρίστες. Το κείμενο που συνόδευσε τη φωτογράφηση υλοποίησε, καταθέτοντας έγγραφα τεκμήρια διανόησης και πολιτισμού, παράλληλα με στίχους του Οδυσσέα Ελύτη στις κειμενολεζάντες, ο δημοσιογράφος Γιώργος Λιάνης. Ο ίδιος ανέλαβε γενναιόδωρα να βρεις τις λέξεις στα ανείπωτα που ενδεχομένως θα παρέπεμπαν σε γαργαλιστικούς ή σεξιστικούς υπαινιγμούς για την ξανθιά αγαπημένη Παναγιά ενός ολόκληρου έθνους. Το αποτέλεσμα ήταν προφανές. Οι πωλήσεις του περιοδικού ξεπέρασαν κάθε φαντασία και η φωτογράφηση της ηθοποιού αποτέλεσε το απόλυτο δέλεαρ προς μίμηση. Κάπως έτσι, προτού προλάβουν να πάρουν χαρακτήρα μανιέρας οι φωτογραφήσεις, καταγράφηκαν στην ιστορική μνήμη τα ονόματα όσων πόζαραν γυμνές. Και αυτά συγκροτούν, καλώς ή κακώς, ακόμα την ιστορική πορεία του περιοδικού, όχι τα άρθρα και οι συνεντεύξεις του.
Η Αντζελα Γκερέκου πραγματοποιεί μαυρόασπρη φωτογράφηση χωρίς αποκαλυπτικές πόζες
Ακολούθησε η ανανεωμένη μετά από διάφορες επιτυχημένες αισθητικές επεμβάσεις Μαίρη Χρονοπούλου, η οποία φωτογραφήθηκε για το τεύχος Ιουνίου του 1987 σε ένα στούντιο στο Κουκάκι και «έγραψε» μία από τις μεγαλύτερες εμπορικές επιτυχίες του περιοδικού. Ηταν ακόμα η πανέμορφη Μανουέλα Παπατάκη, κόρη του Ελληνα σκηνοθέτη Νίκου Παπατάκη και της Γαλλίδας ηθοποιού Ανούκ Εμέ, πρώην συζύγου του Μιχάλη Μανιάτη, η οποία αναστάτωσε με τα μεσογειακά κάλλη της τους λιθόστρωτους δρόμους της Μάνης, όπου έγινε υπό αφόρητο καύσωνα η έξοχη φωτογράφησή της.
Ωστόσο, θύελλα συζητήσεων είχε προκαλέσει η ημίγυμνη φωτογράφηση της κορυφαίας ποιοτικής τραγουδίστριας σήμερα Δήμητρας Γαλάνη, η οποία είχε πρωταγωνιστήσει στο εξώφυλλο του Μαΐου του 1987. Η ίδια είχε αργότερα εξομολογηθεί ότι ενέδωσε στην επίδειξη φιλαρέσκειας μία και μοναδική φορά, τονίζοντας πως κάθε γυναίκα μπορεί να είναι όμορφη αν το θέλει μπροστά στον φακό ενός κορυφαίου φωτογράφου σαν τον Ντίνο Διαμαντόπουλο, ενώ είχε συμπληρώσει τη φωτογράφηση με μια πολυσέλιδη συνέντευξη όπου μιλούσε για τον ρατσισμό της ομορφιάς. Αλλοι φίλοι της, πάντως, έλεγαν ότι η εμφάνισή της πριν από 28 χρόνια στο περιοδικό ήταν αποτέλεσμα ενός ατομικού στοιχήματος που είχε βάλει με συγγενικό της πρόσωπο και το οποίο κέρδισε βροντερά καθώς ο απόηχός του ακούγεται μέχρι σήμερα.
Το 2007 η καυτή Τζούλια Αλεξανδράτου, προτού γίνει πορνοστάρ, είχε επιβάλει ως όρο να μη δείξει καν το στήθος της στη φωτογράφησή της στο «Playboy»
Και βέβαια ήταν η τραγουδίστρια Πωλίνα την εποχή που τραγουδούσε τη μεγάλη της επιτυχία «Πάμε για τρέλες στις Σεϊχέλες» που σάρωσε τις κυκλοφορίες σε περίπτερα και ψιλικατζίδικα, όταν εμφανίστηκε στο εξώφυλλο του Δεκεμβρίου του 1987 μετά από μια εντυπωσιακή φωτογράφηση στην Κένυα και τις Σεϊχέλες αγκαλιά με έναν εξωτικό βράχο και στο φόντο κοκοφοίνικες. Στο πλαίσιο της γυμνής εμφάνισης καλλιτέχνιδων του πενταγράμμου, αξέχαστη είναι ακόμη η φωτογράφηση της Αντζελας Δημητρίου, η οποία μόλις είχε τραγουδήσει το μεγάλο σουξέ «Φωτιά στα Σαββατόβραδα» και πρωταγωνιστήσει στην αθάνατη βιντεοταινία «Αντζελα, ο Πειρασμός». Λέγεται πως τότε, παρά την καλή διάθεση του φωτογραφικού συνεργείου, η υπερ-αποκαλυπτική Lady ήταν εκνευρισμένη για αδιευκρίνιστους λόγους, με αποκορύφωμα να απειλήσει τους έντρομους στυλίστες τα τούλια και τα τριαντάφυλλα που της έφεραν για να τη στολίσουν να τα βάλουν εκεί που ξέρουν αλλιώς θα τους τα βάλει η ίδια.
Εκτοτε, επί σειρά ετών εξομολογούνταν ότι μετάνιωσε για τις ομολογουμένως ιδιαίτερα προκλητικές της πόζες εκείνου του Απριλίου του 1988, καθώς διαδίδεται ότι αναρωτιόταν αν το περιοδικό είχε καταλάβει «ποια θυσία, ποια θυσία έχει κάνει αυτή για εκείνο». Η ίδια, πάντως, είχε προλάβει να γράψει ιστορία τη χρυσή εποχή των σουξέ της για μια φωτογράφηση που εκτιμήθηκε πολύ περισσότερο από τη συνέντευξη που είχε παραχωρήσει ο Μίκης Θεοδωράκης στο ίδιο τεύχος του περιοδικού.
«Ελενα ο Κριός»
Εντύπωση είχε κάνει ακόμη η μαυρόασπρη καλλιτεχνική φωτογράφηση από τον μετρ Στέφανο Πάσχο μιας εντυπωσιακής ξανθιάς με δυναμικές αναλογίες, η οποία χωρίς να γίνει εξώφυλλο έφερε στις εσωτερικές σελίδες το όνομα «Ελενα ο Κριός». Αργότερα αποκαλύφθηκε ότι πίσω από το ψευδώνυμο κρυβόταν η Ελένη Πετρουλάκη. Αίσθηση είχε προκαλέσει και η Νάντια Μουρούζη ως γυμνός άγγελος, ενώ αντιθέτως η Μάρω Κοντού ήταν πολύ κυριλέ με όλο το κύρος του κινηματογραφικού και θεατρικού της background για να τροφοδοτήσει τις παθιασμένες ανδρικές φαντασιώσεις, και η φωτογράφησή της πέρασε μάλλον ανώδυνα, από πλευράς σχολίων, για την ίδια, παρά τις πολύ καλές πωλήσεις του τεύχους.
Εξάψεις, όμως, είχε προκαλέσει η φωτογράφηση της Βάνας Μπάρμπα τον Δεκέμβριο του 1989, όταν η νεαρή χυμώδης ηθοποιός, δύο και παραπάνω φορές ομορφότερη και εκρηκτικά πιο σέξι τότε από τη Μόνικα Μπελούτσι, απαθανατίστηκε γυμνή υπό τον φιλήδονα μελαγχολικό τόνο μιας δαντελωτής μαύρης μαντίλας από τον φακό του Τάκη Διαμαντόπουλου στη Μαδέρα της Πορτογαλίας. Λιγότερο από δύο χρόνια μετά, η συμμετοχή της στην ταινία «Mediterraneo» την ταξίδεψε στα Οσκαρ. Εκτοτε, παρά τις προτάσεις που της έγιναν, προς απογοήτευση των θαυμαστών της αρνήθηκε να επαναλάβει το εγχείρημα προφασιζόμενη ότι ήθελε να τη φωτογραφίσει είτε ο διάσημος Χέλμουτ Νιούτον ή έστω η σύζυγός του Τζουν, κατά προτίμηση στο Λος Αντζελες. Εμεινε έτσι το ηφαιστειώδες πορτογαλικό νησί του Ατλαντικού να υπενθυμίζει ως μοναδικό τοπίο την πληθωρικότητα της εσωτερικής λάβας της ηθοποιού, καθώς η αψεγάδιαστη Ελένη Ερήμου δεν ήθελε να συνδέσει και εκείνη το όνομά της με τον τόπο όπου πόζαρε η Βάνα Μπάρμπα, προτιμώντας να φωτογραφηθεί στη νότια Πορτογαλία σε έρημα τοπία που δημιουργούσαν συνειρμούς με το επίθετό της για το τεύχος Μαρτίου του 1992.
Μόλις τρία χρόνια αργότερα, το περιοδικό επανασχεδιάστηκε στην Ελλάδα υπό τη νέα του ιδιοκτησία ώστε να γίνει πιο μοντέρνο και ανταγωνιστικό απέναντι στην επίθεση που δεχόταν στο άλλοτε προνομιακό του πεδίο -τις γυμνές φωτογραφήσεις- από τα lifestyle μηνιαία έντυπα.
Οι εποχές είχαν αλλάξει εντυπωσιακά σε ό,τι αφορούσε τις τεχνολογικές βελτιώσεις με τη χρήση του Photoshop από τα κομπιούτερ, το οποίο έκανε θαύματα απέναντι στις παλιές τεχνικές των φωτογράφων που επιχειρούσαν να εξωραΐσουν τα μειονεκτήματα των εικόνων τους και ακόμα περισσότερο τις σωματικές ατέλειες των μοντέλων με το ξυραφάκι και το πινελάκι. Μια νέα απαστράπτουσα εποχή είχε χαράξει με τη σταδιακή εξαφάνιση του άλλοτε κραταιού φιλμ και την υιοθέτηση μέχρι πλήρους επικράτησης της ψηφιακής κάμερας. Χώρια που η επιστήμη της πλαστικής χειρουργικής είχε προχωρήσει αφάνταστα στη δημιουργική γλυπτική. Δεν υπήρχαν πλέον εμφανείς ατέλειες για τα τυπωμένα στο χαρτί γυμνά σώματα. Δεν χρειαζόταν να προσέλθουν τα μοντέλα να υπογράψουν ένα-ένα τις γυμνές τους φωτογραφίες που θα κοσμούσαν τις σελίδες του περιοδικού. Ηξεραν ότι θα είναι κάτι παραπάνω από εμφανισιακά άψογες. Θα είχαν μέση συλφίδας, γάμπες γαζέλας, βελούδινο δέρμα, μεταξένια μαλλιά και το ιδανικό στήθος την εικόνα του οποίου θα προσκόμιζαν στον πλαστικό τους για να τους φτιάξει ένα ανάλογα πιστό αντίγραφο στο σώμα τους σύμφωνα με τις ψηφιακές προδιαγραφές. Οχι πως τα κορίτσια που πόζαραν γυμνά ήταν κακοφτιαγμένα ή άσχημα, αλλά ό,τι έχαναν σε αυθεντικότητα το κέρδιζαν στις εντυπώσεις. Σχέσεις, γάμοι, καριέρες πάτησαν στο σκαλοπάτι αυτής της τεχνικής βοήθειας ώστε να απογειωθούν. Και εδώ και παγκοσμίως. Ωστόσο, το ελληνικό «Playboy» είχε ανέκαθεν τις σταθερές προδιαγραφές του. Στη νέα του περίοδο, μετακομίζοντας από τη λεωφόρο Υμηττού απέναντι από το Α’ Νεκροταφείο όπου ήταν αισθητή η ματαιότητα των πραγμάτων και ερχόμενο στη βουερή λεωφόρο Κηφισίας, επανερχόταν στους σύγχρονους, καθημερινούς και επιταχυνόμενους ρυθμούς. Επέλεξε τότε να επενδύσει κατά πλειονότητα για τις γυμνές φωτογραφήσεις του σε νεανικά μοντέλα από τον χώρο της μόδας παρά σε επώνυμες γυναίκες από το καλλιτεχνικό στερέωμα, όπως συνηθιζόταν παλιότερα. Η τηλεόραση άλλωστε έθετε περιοριστικούς κανόνες για τις σταρ της. Η Ρούλα, η Μενεγάκη, ακόμα και η Αννίτα Πάνια, πόσο μάλλον οι ηθοποιοί των εγχώριων σίριαλ, θα εκτίθεντο γυμνές έχοντας υπόψη τους το οικογενειακό κοινό της μικρής οθόνης στο οποίο απευθύνονταν. Παρ’ όλα αυτά, στη νέα του περίοδο το περιοδικό έκανε εντυπωσιακή εκκίνηση με την υπέροχη Αντζελα Γκερέκου στην πιο ώριμη και δημιουργική περίοδο της καριέρας της ως ηθοποιού. Είναι άγνωστο το τι είχε συμφωνήσει για τις προδιαγραφές της φωτογράφησης με το περιοδικό.
Σούπερ αποκαλυπτική και η Lady Αντζελα
Το σίγουρο ήταν πως θα ήταν μια μαυρόασπρη καλλιτεχνική απαθανάτιση των εμφανώς πλούσιων προσόντων της, χωρίς αποκαλυπτικές πόζες. Λέγεται ότι την ώρα που αμήχανοι οι συνεργάτες του διάσημου φωτογράφου Κώστα Κουτάγιαρ είχαν εξαντλήσει όλες τις πιθανές εκδοχές λήψεων με δαντελωτά εσώρουχα, η ίδια πήρε την πρωτοβουλία να τους πει: «Τι στο καλό, στήθος δεν θα δείξω, φωτογράφηση για το “Playboy” κάνω, όχι για κατάλογο εσωρούχων». Αποτέλεσμα η φωτογράφησή της να γράψει ιστορία σε ένα νεοκλασικό ρετιρέ της λεωφόρο Αμαλίας με θέα τον Εθνικό Κήπο και το περιοδικό στο επαναλανσάρισμά του να ξεπουλήσει. Ηταν το έναυσμα για μια ενθουσιώδη πορεία φωτογραφήσεων με καπάκι τη συνταρακτική γυμνή εμφάνιση της Νένας Χρονοπούλου, της Γιάννας Νταρίλη, της Αννίτας Ναθαναήλ, και αποκορύφωμα αυτή της Εύης Αδάμ, η οποία πραγματοποιήθηκε μέσα σε λίγες ώρες στη Σάντα Μαρίνα της Μυκόνου με πολλά μουσικά μπιτ και άφθονα κοκτέιλ. Ηταν ένα πρωτοποριακά θεαματικό και αισθησιακά μοδάτο πικτόριαλ που λέγεται ότι εντυπωσίασε τους ανά τον κόσμο διεθνείς παρτενέρ του ελληνικού «Playboy», σαν αυτό που αποφάσισε, σήμερα μετά από 20 περίπου χρόνια, να κάνει σημαία του η αμερικανική έκδοση.
Φωτογραφήσεις μέχρι το Κέιπ Τάουν
Ακολούθησαν και άλλες παρόμοιου ύφους επιτυχημένες φωτογραφήσεις, όπως εκείνη της Ινας Λαζοπούλου στο Κέιπ Τάουν στη Νότια Αφρική, όπου λέγεται ότι οι βοηθοί του φωτογράφου Γιώργου Μεστούση έκαναν και χρέη σωματοφυλάκων απομακρύνοντας το ασπρόμαυρο κοινό των περαστικών που συνέρρεε στην παραλία για να απολαύσει το θέαμα. Οπως εκείνη της εντυπωσιακά ολόφρεσκης Νίκης Κάρτσωνα, που φημολογείται ότι φωτογραφήθηκε στη Μύκονο παρουσία της μητέρας της. Και βέβαια η φωτογράφηση, μετά από πολύμηνες διαπραγματεύσεις, με την ακμαία Γωγώ Μαστροκώστα σε πολυτελές ξενοδοχείο στη Γλυφάδα, στη σουίτα του οποίου είχαν σβήσει τα φώτα -πλην των αναγκαίων επαγγελματικών προβολέων- μην τυχόν και δει κάποιος περίοικος να ποζάρει αυτή που λίγες μέρες αργότερα θα εντυπωσίαζε με το απαράμιλλο στυλ της από τις σελίδες του περιοδικού το αναγνωστικό κοινό.
Κάτι παρόμοιο σχεδόν λέγεται ότι συνέβη και στη φωτογράφηση της Μαρίας Κορινθίου σε λουξ μπαγκαλόου στο Λαγονήσι, όταν ντάλα καλοκαίρι με 40 βαθμούς Κελσίου υπό σκιάν οι παραγωγοί της φωτογράφησης είχαν ανάψει το τζάκι για να δημιουργήσουν ατμόσφαιρα.
Αμέτρητες γυμνές φωτογραφήσεις και τα συνοδευτικά περιστατικά τους θα μπορούσαν να γεμίσουν ατέλειωτες σελίδες ευφρόσυνων στιγμιότυπων. Για παράδειγμα, όταν οι αδελφές Κανονίδου λέγεται ότι τσακώθηκαν με τον φωτογράφο τους στο παρά πέντε της φωτογράφησης και κλήθηκε εσπευσμένα άλλος να τον αντικαταστήσει. Ή όταν, όπως διαδίδεται, η Μαρίνα Τσιντικίδου παρεξηγήθηκε όταν υπέθεσε ότι ένα μπουκάλι κρασί το οποίο είχε καταναλωθεί, φωτογραφιζόμενο σε ένα μοναστηριακό τραπέζι ενόσω η ίδια πόζαρε αισθησιακά στο βάθος, αποτελούσε σεξιστικό υπονοούμενο, με αποτέλεσμα να εξαγριωθεί μέχρι και το λευκό γκριφόν της κατά του φωτογράφου. Αναπόφευκτα, όλες οι φωτογραφήσεις του περιοδικού δεν εξελίσσονταν σε πνεύμα σύμπνοιας και αρμονίας όπως εκείνες της ζωντανής πυριταδαποθήκης Εύας Λάσκαρη ή της σεξογήινης Πετρούλας Κωστίδου, καθώς και της πυραυλοκίνητης Σάσας Μπάστα, η οποία έκανε hit και στη ζώνη της μοσχοβίτικης βότκας κάνοντας εξώφυλλο στο ρωσικό «Playboy».
Το σπίτι της Αλίκης και η «Γαλλίδα πριγκίπισσα»
Αν εξαιρέσει κανείς, όπως λένε από το περιβάλλον των εντεταλμένων φωτογράφων του περιοδικού , την απόλυτα στρέιτ Νόνη Δούνια, την οποία οι Αμερικανοί θεωρούσαν βελτιωμένη μετενσάρκωση της Μαρίας Κάλλας, και που έκανε δύο απίθανες προκλητικές μέσα στην αθωότητά τους φωτογραφήσεις σε Μύκονο και Τενερίφη, καθώς και την ντιρέκτ και συνεπέστατη Μάγκυ Χαραλαμπίδου με το ρεκόρ των τεσσάρων διαδοχικών εμφανίσεων στο περιοδικό, οι περισσότερες φωτογραφήσεις είχαν κωμικά μικροπροβλήματα.
Η πυραυλοκίνητη Σάσα Μπάστα έκανε hit κάνοντας εξώφυλλο στο ρωσικό «Playboy»
Ως ανέκδοτο θεωρείται πλέον από τους παλιούς συνεργάτες του περιοδικού η προ αμνημονεύτων ετών γυμνή φωτογράφηση της Ελεάνας Παγουρά, εκ των συντελεστών της καλτ τηλεοπτικής εκπομπής «Τα Παιδιά της Νύχτας». Ως τόπος της διεξαγωγής, για ανεξιχνίαστους λόγους, λέγεται ότι είχε οριστεί το σπίτι της ήδη μακαρίτισσας Αλίκης Βουγιουκλάκη επί της οδού Στησιχόρου. Οταν είχε προθερμανθεί για τα καλά το μοντέλο ώστε να αρχίσουν οι λήψεις, από κάπου ακούστηκε ένας διαρκής πλην ανεπαίσθητος συριχτός θόρυβος, ο οποίος μάλλον προερχόταν από το ροχαλητό του Γιάννη Παπαμιχαήλ που κοιμόταν σε κάποιο δωμάτιο του αχανούς διαμερίσματος. Τότε, κάποιος από τους συντελεστές της φωτογράφησης έκανε το μακάβριο αστείο «ίσως να τρίζουν τα κόκαλα της συγχωρεμένης», με αποτέλεσμα να φρικάρει η καημένη η Παγουρά. Αλήθεια, ψέματα, κανείς δεν ξέρει αν τα πράγματα συνέβησαν με αυτό τον τρόπο. Το σίγουρο είναι ότι η φωτογράφηση συνεχίστηκε στον αμέσως πιο πάνω όροφο, στη βεράντα του πρώην Γάλλου πρέσβη με θέα στους κήπους του Προεδρικού Μεγάρου. Στην ίδια κωμική κατηγορία εντάσσεται και η φωτογράφηση της Πέπης Τσεσμελή, καλτ φιγούρας σε εκπομπές όπως το «Ερωτοδικείο» ή το «Αυτόφωρο». Η απαθανάτιση των τροφαντών σωματικών της προσόντων, για αδιευκρίνιστους επίσης λόγους, είχε ως βάση το εξαιρετικό νησιώτικο σπίτι του μετρ Γιάννη Γαλάτη στη Ραφήνα. Για λόγους εξωραϊσμού, πάντως, είχε ναυλωθεί και μια αστραφτερή Rolls-Royce. Κάπου στη διάρκεια της φωτογράφησης οι αδελφές του μόδιστρου ειδοποιούνται ότι έρχεται ο Γαλάτης από τη Μύκονο και φωνάζουν έξαλλες να επισπευστεί η διαδικασία. Φτάνοντας με το φέρι μποτ, ο ιδιοκτήτης του σπιτιού συναντά την Πέπη στην εξώπορτά του και η τελευταία τον αποχαιρετά ως διπλωματούχος της Γαλλικής Φιλολογίας στη γλώσσα των διπλωματών καθώς επιβιβάζεται στη Rolls-Royce, ενώ ο Γαλάτης μένει με την εντύπωση ότι μια Γαλλίδα πριγκίπισσα επισκέφθηκε το διόλου ταπεινό σπίτι του. Λέγεται ότι δεν πήρε καν χαμπάρι την αυταπάτη του ακόμα και μετά την κυκλοφορία του περιοδικού με τη σκανδαλιστικά ξεχειλίζουσα Πέπη στο εξώφυλλό του.
Το pubic hair των μοντέλων και οι αμοιβές
Το μοναδικό σημείο τριβής μεταξύ φωτογραφιζόμενων και περιοδικού δεν αφορούσε καν την επίδειξη του λεγόμενου pubic hair των μοντέλων, κοινώς του τριχώματος του εφηβαίου. Αλλωστε το ελληνικό περιοδικό, σε αντίθεση με άλλες διεθνείς εκδόσεις, είχε απαγορεύσει να εμφανίζεται, χώρια που άπασες οι φωτογραφιζόμενες ήταν ξυρισμένες κόντρα στο επίμαχο σημείο. Το καυτό, ενίοτε, σημείο ήταν η ασυνεννοησία μεταξύ των επιθυμιών αμφοτέρων των πλευρών, που οδηγούσαν στην αθέτηση συμφωνιών. Λέγεται ότι το 2007 η καυτή Τζούλια Αλεξανδράτου, προτού γίνει πορνοστάρ, είχε επιβάλει ως όρο να μη δείξει καν το στήθος της στη φωτογράφησή της το «Playboy». Συμφωνία που τήρησε μεν το περιοδικό, απογοητεύοντας κατά κάποιον τρόπο τους αναγνώστες του. Εναν μήνα αργότερα, όμως, στο περιοδικό «Nitro» η ίδια το εξέθεσε φόρα παρτίδα πιάνοντας μάλλον κορόιδα του συντελεστές του «Playboy».
Ωστόσο, χάρη στη μακρόχρονη εγχώρια και διεθνή εμπειρία, ποτέ δεν υπήρξαν παρατράγουδα, καθώς ανέκαθεν το περιοδικό ήταν συνεπές στις υποχρεώσεις του καταβάλλοντας στο ακέραιο τις αμοιβές που είχε συμφωνήσει. Προφανώς και οι επώνυμες των εξωφύλλων του πληρώνονταν αδρά. Εκτός από τη Δήμητρα Γαλάνη και την Κατερίνα Στανίση, θεωρείται ότι όλες οι υπόλοιπες αμείφθηκαν για τις υπηρεσίες τους με τον τρόπο που χρησιμοποιούν οι Αμερικάνοι στις συναλλαγές τους. Αυτό που ακούγεται είναι ότι επί ελληνικού εδάφους η μεγαλύτερη αμοιβή προσφέρθηκε στη Ζωή Λάσκαρη, το υπέρογκο ύψος της οποίας -σε ευρώ σήμερα- λέγεται ότι έφτασε μεικτά τις 30.000 το 1985 όταν ο βασικός μηνιαίος μισθός ήταν μόλις 60! Ακολουθεί, όπως λέγεται, η αμοιβή της Τζούλιας Αλεξανδράτου που θεωρείται ότι άγγιξε τις 27.000 ευρώ το 2007. Τέλος, στην τρίτη θέση υπολογίζεται η αμοιβή της Αντζελας Γκερέκου, που ακούγεται ότι δεν ξεπέρασε τις 20.000 ευρώ το 1995, ενώ η Κάτια Ζυγούλη φέρεται να εισέπραξε ως αντίτιμο την αξία μιας Μερσεντές με την οποία επιβραβεύτηκε ως Playmate της χρονιάς το 1997. Ετσι κι αλλιώς, όμως, δεν είναι τα λογιστήρια εκείνα που δημιουργούν πολιτισμικές αξίες ή μνήμες. Οπως εξάλλου έλεγε ένα προ δεκαετίας απόγευμα στη Μύκονο σε μια παρέα η Ζωή Λάσκαρη: «Εγώ δεν πήρα ούτε μια δραχμή από το “Playboy”.
Πόσο εξευτελισμένη θα ήμουν σήμερα αν είχα πουλήσει το γυμνό κορμί μου τότε; Οσο πιο ακριβά, τόσο πιο εξευτελισμένη». Σε μια άκρη της ίδιας ομήγυρης η Βάνα Μπάρμπα ψιθύριζε στον διπλανό της «ούτε εγώ, Ζωή μου, ούτε εγώ», χωρίς να μπορεί κανείς από τον τόνο της φωνής να διευκρινίσει αν περιέπαιζε την εντιμότητα της συνομιλήτριάς της ή αν μιλούσε με θλιμμένη ειλικρίνεια. Τι σημασία άλλωστε είχε; Και οι δύο προσέφεραν, χάριν σύμπτωσης ή ευκαιρίας, τα αδιαμφισβήτητα κάλλη τους σε ανώδυνη δημόσια θέα, περήφανες πως τότε έκαναν ό,τι θεωρούσαν σωστό και ακόμα πιο ικανοποιημένες που μπορούν σήμερα να επιδεικνύουν τις γοητευτικά σπαθάτες κορμοστασιές τους εκείνης της εποχής στα παιδιά ή τα εγγόνια τους. Το φύλλο συκής, άλλωστε, αποτελούσε ανέκαθεν μια προσχηματική δικαιολογία, πίσω από την οποία θέλει να κρυφτεί με το άλλοθι της αιδούς το σημερινό αμερικανικό «Playboy». Και ιδεολογικοποιεί υποκριτικά το τέλος του γυμνού από τις σελίδες του επειδή η παραδοσιακή ακτιβιστική του ταυτότητα δεν έλεγε ποτέ τις υπεκφυγές του, απλά και καθαρά ως σκέτες μπίζνες.
Πηγή: protothema.gr