Ραγδαία αύξηση των επιβεβαιωμένων κρουσμάτων γονόρροιας και σύφιλης καταγράφηκε στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις τελευταίες εκθέσεις του ΕΟΔΥ αναφορικά με την επιδημιολογική και εργαστηριακή επιτήρηση των σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων (ΣΜΝ). Σύμφωνα με τα ευρήματα του ΕΟΔΥ, αυτή η αύξηση ξεπερνάει το 100%, γεγονός που όπως σχολίασαν ειδικοί στην «Κ», οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στη… χαλαρότητα που υπήρξε έπειτα από τον πρώτο χρόνο της πανδημίας.

Τεράστια αύξηση σε Ελλάδα και Ευρώπη

Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τις εκθέσεις του ΕΟΔΥ, στο χρονικό διάστημα 2020-22 καταγράφηκε αύξηση της τάξης του 113,36% για τα κρούσματα πρώιμης σύφιλης και αύξηση 120,73% για τα κρούσματα γονόρροιας.

Το 2022 δηλώθηκαν 862 επιβεβαιωμένα κρούσματα πρώιμης σύφιλης, εκ των οποίων τα 802 αφορούσαν άνδρες. Το 2020 τα κρούσματα ανέρχονταν σε μόλις 404. Η συντριπτική πλειονότητα των κρουσμάτων αφορά τις ηλικίες 25-64 ετών, με μερική υπεροχή στην ομάδα των 45-64 ετών.

Σύμφωνα με τις τελευταίες ετήσιες εκθέσεις του ΕΟΔΥ, στο χρονικό διάστημα 2020-22 καταγράφηκε αύξηση της τάξης του 113,36% για τα κρούσματα πρώιμης σύφιλης και 120,73% για τα κρούσματα γονόρροιας.

Δεν πρόκειται πάντως για αμιγώς ελληνικό φαινόμενο. Σύμφωνα με έρευνα του Ευρωπαϊκού Κέντρου Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων (ECDC), το 2022 καταγράφηκαν στην Ε.Ε. 35.391 επιβεβαιωμένα περιστατικά σύφιλης, αριθμός που αντιπροσωπεύει 34% αύξηση σε σχέση με το 2021 και 41% σε σχέση με το 2018.

Αναφορικά με τα επιβεβαιωμένα κρούσματα γονόρροιας που δηλώθηκαν το 2022, αυτά ανήλθαν σε 362, εκ των οποίων τα 347 αφορούσαν άνδρες. Το 2020 τα κρούσματα ανέρχονταν σε μόλις 164. Η ηλικιακή ομάδα που προσβάλλεται συχνότερα είναι αυτή των 25-34 ετών.

Σύμφωνα με το ECDC, το 2022 καταγράφηκαν στην Ε.Ε. 70.881 επιβεβαιωμένα κρούσματα γονόρροιας, αριθμός που αντιπροσωπεύει αύξηση 48% σε σχέση με το 2021 και 59% σε σχέση με το 2018. 

Κάθε ημέρα σημειώνονται παγκοσμίως περισσότερα από ένα εκατομμύριο σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα.

Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), υπολογίζεται πως περισσότερα από ένα εκατομμύριο ΣΜΝ σημειώνονται καθημερινά παγκοσμίως, συνήθως χωρίς συμπτώματα. Είναι ενδεικτικό ότι σχεδόν ένα εκατομμύριο έγκυες γυναίκες μολύνθηκαν με σύφιλη το 2016, γεγονός που οδήγησε σε περισσότερες από 350.000 δυσμενείς εκβάσεις κατά τη γέννηση.

«Υπάρχει η αντίληψη ότι κινδυνεύουμε λιγότερο»

Μιλώντας στην «Κ» ο Δημήτρης Παρασκευής, μέλος του Δ.Σ. του ΕΟΔΥ και καθηγητής Επιδημιολογίας και Προληπτικής Ιατρικής στο ΕΚΠΑ, ανέφερε ότι η έξαρση που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια, οφείλεται κυρίως «στη συμπεριφορά των νεαρότερων ηλικιών που τηρούν σε μικρότερο βαθμό τα προληπτικά μέτρα αναφορικά με τις σεξουαλικές τους επαφές. Σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, υπάρχει μια αντίληψη ότι πιθανόν κινδυνεύουμε λιγότερο –ειδικότερα σε ό,τι αφορά τον HIV– γεγονός που σε συνδυασμό με τη διαθεσιμότητα της αγωγής που χρησιμοποιείται ως προληπτικό μέτρο, οδηγεί σε αυτή την αύξηση». 

Το ότι στην Ελλάδα αυτή η άνοδος εστιάζεται κυρίως τη διετία 2020-22, εξηγείται σύμφωνα με τον ίδιο από «τα περιοριστικά μέτρα που υπήρξαν το 2020, την πρώτη χρονιά της πανδημίας. Στη συνέχεια, ο αριθμός των επαφών και η κοινωνική ζωή ήταν διαφορετική και αυτό οδήγησε σε αυτή την αύξηση. Αυτό συνέβη σε παγκόσμιο επίπεδο».

Πάντως, διευκρινίζει ότι τα τελευταία χρόνια αυξήθηκε στην Ελλάδα ο αριθμός των νοσοκομείων που δηλώνουν περιστατικά, και ως αποτέλεσμα, «δεν μπορούμε να εξαγάγουμε ασφαλή στοιχεία, αφού οι απόλυτοι αριθμοί δεν είναι συγκρίσιμοι. Πάντως, πριν από την πανδημία, η τάση ήταν περίπου σταθεροποιητική».

Προκειμένου να υπάρξει αποκλιμάκωση του φαινομένου, θα πρέπει σύμφωνα με τον κ. Παρασκευή, «να υπάρχει συνεχής ενημέρωση και να προσαρμόζουμε την τακτική μας, ανάλογα με την τάση που παρουσιάζουν τα νοσήματα».

«Η σύφιλη είχε σχεδόν εκλείψει»

Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε με δηλώσεις που παραχώρησε στην «Κ» και η Κατερίνα Λαμπρινοπούλου, MD. Ph.D., δερματολόγος-αφροδισιολόγος, η οποία ανέφερε ότι η αύξηση των κρουσμάτων την περίοδο 2020-22 οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στον εγκλεισμό λόγω πανδημίας, καθώς «οι νεαρότεροι και πιο δραστήριοι άνθρωποι δεν έπαψαν να συναντιούνται». Σημειώνει επίσης ότι «με τις μετακινήσεις πληθυσμών, έχουμε τις τελευταίες τρεις περίπου δεκαετίες, επανεμφάνιση της σύφιλης, η οποία είχε σχεδόν εκλείψει και αύξηση της γονόρροιας που τα κρούσματα δεν ήταν πια τόσο συχνά».

Ως αποτέλεσμα, σχολιάζει η κ. Λαμπρινοπούλου, «δεν πρέπει να απορούμε με αυτή την αύξηση», καθώς ευθύνονται κυρίως «η έναρξη της σεξουαλικής ζωής σε νεαρότερη ηλικία, η έλλειψη φόβου για τον HIV και η απελευθέρωση και των δύο φύλων ερωτικά». Μάλιστα εξηγεί ότι αυτή η αύξηση «μπορεί να ακολουθείται από άλλα νοσήματα όπως η ηπατίτιδα C, τα χλαμύδια και πιο σπάνια ο γονόκοκκος, που δεν γίνονται εύκολα αντιληπτά και μπορούν να προκαλέσουν στείρωση».  

«Μπορεί να εκδηλωθούν όταν είναι πια αργά»

Από την πλευρά του, ο Γιώργος Χαϊδεμένος, δρ Δερματολογίας-Αφροδισιολογίας, σχολίασε στην «Κ» ότι η έξαρση του φαινομένου τα τελευταία χρόνια, τόσο στη χώρα μας, όσο και παγκοσμίως, εξηγείται από το ότι «την περίοδο της πανδημίας υπήρχε περιορισμένη πρόσβαση στην υγεία. Γι’ αυτόν τον λόγο μειώθηκαν οι αναφορές, όχι μόνο για τα ΣΜΝ αλλά και για άλλα νοσήματα. Ολα μαζεύτηκαν τώρα».

Σύμφωνα με τον κ. Χαϊδεμένο «ο κόσμος πρέπει να εξετάζεται και όχι απλά να παίρνει αντιβιοτικά με τα οποία καλύπτεται προσωρινά και όχι πλήρως. Αλλωστε, τα συμπτώματα μπορεί να εκδηλωθούν όταν είναι πια αργά και δεν είναι όλοι οι οργανισμοί ίδιοι. Για παράδειγμα, η γονόρροια εύκολα αντιμετωπίζεται πια με αντιβιοτικά, αλλά όχι πάντα».

ΠΗΓΗ: Καθημερινή