Νίκος Παππάς - Εθνική Ελλάδας: Ο Νίκος Παππάς παραχώρησε συνέντευξη και μίλησε για την Εθνική, ενώ εξέφρασε την αντίθεσή του με το πρότυπο του «καλού παιδιού», που συμφωνεί σε όσα του λέει ο προπονητής.

Ο έμπειρος γκαρντ μίλησε στην LIFO και μεταξύ άλλων αναφέρθηκε στην εμπειρία του με την Εθνική, η οποία πάντως δεν αποτελεί μεγάλο στόχο για εκείνον.

«Η αγωνιστική διαδικασία στην Εθνική μού αρέσει. Θα ήθελα να παίξω ξανά με τα παιδιά, να μαζευτούμε στα αποδυτήρια, να ζήσω τη διαδικασία στα ξενοδοχεία, στα ταξίδια. Αλλά, δυστυχώς, δεν είναι όλα τόσο απλά και ρόδινα. Σε βάζουν σε μια διαδικασία να τρέχεις σε χορηγούς της πλάκας, να υποκρίνεσαι. Να σου έρχονται ο Μητσοτάκης και ο Τσίπρας και να κάνεις χειραψίες με κάτι αρχιεπισκόπους και τέτοια. Να σε πηγαίνουν στην εκκλησία να κοινωνείς οκτώ η ώρα το πρωί με το ζόρι», ανέφερε αρχικά ο Παππάς, προτού προσθέσει:

«Αυτές τις αστειότητες δεν τις μπορώ. Και από τη στιγμή που δεν τις μπορώ, δεν θα τις κάνω. Προτιμώ να απέχω. Μερικές φορές δεν με καλούν οι ίδιοι, γιατί θεωρούν ότι δεν κάνω. Εντάξει, το έζησα μια φορά, θεωρώ ότι πήγα αρκετά καλά. Δεν με συγκινεί, δεν είμαι πολύ φαν της όλης ιστορίας και σίγουρα δεν μπορεί να πάει κάποιος στην εθνική ομάδα αν δεν το πολυκάνει κέφι, όπως εγώ».

Επιπρόσθετα, ο έμπειρος άσος μίλησε και για το πρότυπο του «καλού παιδιού» που ακούει όσα του λέει ο προπονητής, τονίζοντας: «Δηλαδή προσπαθούμε να περάσουμε ως πρότυπο έναν παίκτη που του λέει ο προπονητής «πετάει ο γάιδαρος;» και απαντάει «πετάει» απλώς για να τον θεωρήσουν καλό παιδί. Διαφωνείς με κάτι που σου φαίνεται άδικο, με κάτι που σου φαίνεται μέχρι ανήθικο και χυδαίο, αλλά, επειδή το είπε ο προπονητής, θα πρέπει να συμφωνήσεις; Και ποιος είναι ο προπονητής; Ένας τύπος που γνωρίζει από τακτική του μπάσκετ, δηλαδή «κλάιν μάιν». Δεν θα περάσω αυτό το πρότυπο στον γιο μου αύριο μεθαύριο».

Ο Νίκος Παππάς στάθηκε και στα πρώτα χρόνια της καριέρας του και στην παρουσία του στην Ισπανία, λέγοντας: «Δεν μπόρεσα να συνεχίσω την καριέρα μου στην Ισπανία, γιατί ήταν προπονητής ο Κατσικάρης και δεν με έκανε πολύ κέφι. Δεν με πήρε να παίξω. Με τις εθνικές ομάδες πήγα πάρα πολύ καλά και νομίζω πως ήταν κάπως δρομολογημένο και αυτονόητο το να γυρίσω στην Ελλάδα. Τα πήρα, γιατί έδειξε εμπάθεια. Δεν με είδε ποτέ να παίζω από κοντά, ούτε με δοκίμασε, δεν υπήρχε και τίποτα που να δείχνει ότι δεν έκανα για να παίξω εκεί. Θεωρώ ότι ήταν καθαρά προκατάληψη και κάτι τελείως στοχευμένο. Η αλήθεια είναι ότι στενοχωρήθηκα και περίμενα την ευκαιρία μου για να δείξω τι αξίζω. Εκείνη τη χρονιά έπαιξα στον ΠΑΟΚ, πήγα αρκετά καλά, και την επόμενη με πήρε ο Πανιώνιος. Είχαμε μια πολύ καλή χρονιά αγωνιστικά και από κει και πέρα πήγα στον Παναθηναϊκό».

Τέλος, ανέφερε: «Το μπάσκετ δεν είναι τόσο αξιοκρατικό άθλημα. Δεν μπορεί να ασχοληθεί οποιοσδήποτε. Πρέπει να έχεις στο DNA σου πράγματα που θα σε εξελίξουν. Είναι ελάχιστες οι εξαιρέσεις που το κατάφεραν διαφορετικά. Δεν θα έλεγα ψέματα σε ένα παιδάκι που φαίνεται ότι δεν θα ψηλώσει ή δεν το έχει «κάνε κάτι να πετύχεις», θα ήμουν υποκριτής, αλλά, βέβαια, δεν θα του έκοβα τα φτερά. Ένα παιδί που έχει τις προοπτικές, όμως, σίγουρα θα το συμβούλευα να αφοσιωθεί σε αυτό, αν πραγματικά το αγαπάει. Γιατί, αν δεν το αγαπάς, δύσκολα μπορείς να τα καταφέρεις. Και νομίζω ότι και κοινωνικά να το δεις, δεν είναι τυχαίο ότι όλα τα παιδιά που έκαναν καριέρα και τελικά πέτυχαν προέρχονταν από οικογένειες που είναι μεσοαστικές και κάτω, είχαν πραγματική ανάγκη, είχαν κίνητρο και δίψα. Πολλές φορές, για να πετύχεις κάτι και να φτάσεις κάπου ψηλά, πρέπει να έχεις στερηθεί πράγματα, για να έχεις το κατάλληλο κίνητρο. Να έχεις όνειρα. Θυμάμαι, μου έλεγε ο Στάθης, ο πατέρας μου, «για μια αξιοπρέπεια κι έναν εγωισμό ζούμε». Και, πάνω-κάτω, τα καταφέραμε, χωρίς να έχουμε πουληθεί».