Ο ομοσπονδιακός προπονητής του εθνικού μας συγκροτήματος, που νιώθει τη χώρα μας για πατρίδα του και την ανάγκη να ενώσει τη φωνή του με τη δικιά μας εναντίον όλων εκείνων που μας επιβουλεύονται, έδειξε στα δύσκολα (που περνάμε) πως είναι μαζί μας.
Πως είναι ένας περήφανος Ελληνας, έτοιμος να... κοουτσάρει τον αγώνα μας. Τον αγώνα της πατρίδας του, όπως νιώθει πλέον την Ελλάδα.
Την νέα του «ταυτότητα», την ελληνική, την «έδειξε» με υπερηφάνεια, την παραμονή της πρεμιέρας του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος κόντρα στην Πολωνία, όταν είπε, απευθυνθείς κυρίως στους απεσταλμένους των ελληνικών ΜΜΕ, πως «κανείς δεν νιώθει περισσότερο Ελληνας από εμένα».
Την επομένη της μεγαλειώδους πρόκρισης στους «8» του EURO, όταν ο Φερνάντο Μανουέλ Φερνάντες ντα Κόστα Σάντος, όπως είναι το πλήρες όνομά του, ρωτήθηκε για τη στάση της Ανγκελα Μέρκελ απέναντι στην Ελλάδα, αν και οι ιθύνοντες της ΟΥΕΦΑ προσπάθησαν να του δώσουν να καταλάβει ότι δεν χρειάζεται να μπει σε ξένα... γήπεδα, εκείνος, που σημειωτέον φορούσε ένα γαλανόλευκο κασκόλ στον λαιμό του, δεν άφησε την πάσα να πάει χαμένη και βγήκε στην επίθεση.
Αξίζουμε το σεβασμό
«Παίξαμε γιατί μας εμπνέει η Ιστορία της χώρας που γέννησε τη Δημοκρατία και όλες τις υπόλοιπες μεγάλες αξίες που σήμερα απολαμβάνει όλος ο κόσμος. Γι' αυτό παίξαμε και είναι ώρα όλοι σας να δείξετε σεβασμό. Κανείς δεν μπορεί να μας κάνει μαθήματα. Στην Ελλάδα ξεκίνησαν όλα και άπαντες οφείλουν να τη σέβονται. Αυτό που μας εμπνέει δεν είναι τα σχόλια τέτοιου τύπου, αλλά η τεράστια Ιστορία της Ελλάδας».
Ομως, ακόμα κι όταν ο 57χρονος προπονητής ρωτήθηκε πώς θα αντιδρούσε αν η Εθνική Ελλάδας ετίθετο αντιμέτωπη της Πορτογαλίας, ενοχλημένος αποκρίθηκε ότι «τούτη τη στιγμή είμαι Ελληνας και δεν καταλαβαίνω αυτή την ερώτηση».
Από τη μέρα που ο Μάκης Ψωμιάδης, το καλοκαίρι του 2001, τον έφερε για λογαριασμό της ΑΕΚ, η Ελλάδα έγινε για τον Φερνάντο Σάντος η χώρα της μόνιμης διαμονής του, καθώς στο διάστημα της τελευταίας 11ετίας μόνο δύο χρονιές (2003-04 στη Σπόρτινγκ Λισαβόνας και 2006-07 στην Μπενφίκα) εργάστηκε σε σύλλογο της πατρίδας του. Η Ελλάδα, όμως, ήδη τον είχε κερδίσει, παρά την άσχημη εμπειρία της ολιγόμηνης συνεργασίας του με τον Παναθηναϊκό, από τον οποίο έφυγε κυνηγημένος, διότι ξαναπέρασε από την ΑΕΚ (2004-06), ρίζωσε στον ΠΑΟΚ (2007-10), το ίδιο πάει να γίνει και στην Εθνική ομάδα.
Κι αν στην αρχή της προπονητικής του καριέρας στην Ελλάδα έπεσε πάνω στον Μάκη Ψωμιάδη, στη συνέχεια επέλεξε εκείνος τα αφεντικά του, που ήταν, όμως, δικά του «παιδιά»: τον Ντέμη Νικολαΐδη και τον Θοδωρή Ζαγοράκη, με τους οποίους είχε συνευρεθεί στην ΑΕΚ το 2001. Ο Φ. Σάντος δεν αρνήθηκε να υπηρετήσει το δύσκολο εγχείρημα του Ντ. Νικολαΐδη, που προέβλεπε, το 2004, δουλειά με μικρούς σε ηλικία Ελληνες παίχτες. Από τότε είχε διαβλέψει την πορεία της καριέρας του Παπασταθόπουλου, καθώς του είχε προκαλέσει θετική εντύπωση το γεγονός ότι ο Καλαματιανός αμυντικός ζήτησε, και πήγε, δανεικός για έξι μήνες στη Νίκη Βόλου προκειμένου να πάρει παιχνίδια στα πόδια του, εν αντιθέσει με τον Κουτρομάνο, που παρέμενε, παρότι ανενεργός, στην ΑΕΚ.
Για τους μικρούς, ήταν ο πατερούλης, για τους μεγάλους, ο δάσκαλος, που όμως δεν το 'χε σε πολύ να τους προσβάλει. Οπως θρυλείται ότι είχε γίνει με τον Β. Τσιάρτα, στον οποίον είπε: «Αν ήσουν καλός ποδοσφαιριστής, δεν θα υποβιβαζόταν η Σεβίλλη».
Φημιζόταν για τις σκληρές προπονήσεις του και την... απονομή δικαιοσύνης, καθώς, όπως παραδέχθηκε ύστερα από περίπου δέκα χρόνια ο Ρουμάνος πρώην ποδοσφαιριστής του Παναθηναϊκού, Ερικ Λίνκαρ, που χαρακτήρισε τον Πορτογάλο τεχνικό «σκληρό, απόμακρο αλλά και δίκαιο». Στη συνέχεια, δε, εμφανίστηκε επεξηγηματικός: «Οι αστέρες της ομάδας δεν χωνεύουν τον Σάντος. Εγώ τον εκτίμησα γιατί ήταν δίκαιος και δεν τον ένοιαζαν τα ονόματα».
Η ζωή του
Ο Βέρτης, το εγγόνι και... τα ελληνικά
Ακόμα και στην Αθήνα ο τρόπος ζωής του δεν άλλαξε. Αν και η Εθνική δεν έχει καθημερινή δουλειά και δεν απαιτεί συνεχή παρουσία, ο Σάντος ξοδεύει αρκετό καιρό, μένοντας στο σπίτι του στην Αθήνα που βρίσκεται κοντά στον Αγ. Κοσμά, ώστε να πηγαίνει με τα πόδια στο γραφείο του και στο προπονητήριο της Εθνικής, ζώντας ελληνικά.
Οποτε βρίσκει ελεύθερο χρόνο, ο Πορτογάλος περνάει μια βόλτα από το νυχτερινό κέντρο στο οποίο τραγουδάει ο Νίκος Βέρτης, που είναι η συμπάθειά του. Οποτε ανεβαίνει στη Θεσσαλονίκη για να παρακολουθήσει παιχνίδια, συνηθίζει να το κάνει «τριήμερο», ώστε να έχει χρόνο να δει τους φίλους του, και ενδιαφέρεται να μάθει πώς περνάνε και πώς τα βγάζουν πέρα. Συμπάσχει με τους Ελληνες και τους καταλαβαίνει περισσότερο γιατί «και στην Πορτογαλία τώρα τα πράγματα έγιναν δύσκολα».
Για την κατάσταση στη χώρα μας έχει άποψη. Πώς να μην έχει; Ο γιος του, άλλωστε, είναι οικονομολόγος κι αυτή την εποχή δουλεύει στη Βραζιλία για μεγάλο πολυεθνικό χρηματοπιστωτικό όμιλο, ενώ στον ΠΑΟΚ θυμούνται πως αρκετές φορές στη Σουρωτή άνοιγε ή συμμετείχε σε πολιτικές συζητήσεις για την Ελλάδα... Ολα αυτά τα χρόνια της παρουσίας του στην Ελλάδα ποτέ δεν έβγαλε σε κοινή θέα την προσωπική του ζωή. Την «κλειδώνει» μόνιμα στα... αποδυτήρια.
Λίγοι, αυτούς που θεωρεί πολύ φίλους του, έμαθαν ότι η κόρη του τον έκανε παππού. Μόλις πληροφορήθηκε ότι απέκτησε εγγόνι, έστειλε περιχαρής μήνυμα στους φίλους του, στο οποίο τους έγραψε πως έγινε παππούς. Ο Πορτογάλος με την ελληνική... ιθαγένεια διαβάζει ελληνικές εφημερίδες, γράφει στα ελληνικά, όμως αποφεύγει να μιλάει επειδή δεν νιώθει απολύτως σίγουρος για τον εαυτό του. Πάντως, όταν παραστεί ανάγκη και ο συνομιλητής του δεν γνωρίζει Πορτογαλικά ή Αγγλικά, παραβαίνει τον κανόνα και μιλάει Ελληνικά, έστω κι αν κάνει μερικά λεκτικά ή γραπτά «φάουλ». Αντιθέτως, η σύζυγός του, που ήταν πιο επιμελής «μαθήτρια», παρότι ζει λιγότερο χρόνο στην Ελλάδα, δεν διστάζει να μιλάει Ελληνικά.
Οι συνηθειές του
Εχει γυρίσει όλα τα μουσεία
Σε μια συνέντευξή του στο «Εθνοσπόρ» τον Ιανουάριο του 2008, ερωτηθείς αν ήθελε κάποια στιγμή να δουλέψει σε μια Εθνική, είχε αποκριθεί: «Ή στην Πορτογαλία ή στην Ελλάδα. Πού αλλού;»
Κι αν κάποια στιγμή, στο διάστημα της διετούς συνεργασίας του με το εθνικό μας συγκρότημα, του έλειψε η καθημερινή προπόνηση, κάτι που δεν μπορούσε να του παράσχει η ενασχόλησή του με την Εθνική Ελλάδας και σκέφτηκε προς στιγμήν να επιστρέψει σε συλλογικό πάγκο, η παρουσία της «γαλανόλευκης» στο EURO 2012, αλλά κυρίως το γεγονός ότι ο όμιλος των προκριματικών του Μουντιάλ 2014 είναι βατός, φαίνεται πως του άλλαξε γνώμη. Ομως, ουδείς μπορεί να του διαφοροποιήσει την άποψη και τα αισθήματα που τρέφει για τη χώρα μας.
Στο διάστημα που δούλευε στον ΠΑΟΚ, γύρισε σχεδόν όλη τη Βόρεια Ελλάδα. Στα ρεπό της ομάδας του έπαιρνε το αυτοκίνητο και μαζί με τη σύζυγό του προσπαθούσαν να γνωρίσουν κάθε γωνιά της, αλλά και τα μνημεία του πολιτισμού της. Του άρεσαν οι βόλτες σε πόλεις της περιφέρειας, ακόμη κι αυτές που δεν θεωρούνται «τουριστικές», τον έχουν δει μέχρι και στην Εδεσσα.
Μια φορά, μιλώντας με τον Ζαγοράκη, τον ρώτησε για ένα αρχαίο θέατρο που υπάρχει στα μέρη του, πήρε τις συστάσεις και πετάχτηκε μέχρι τους Φιλίππους Καβάλας για να το δει. Ανθρωποι που τον γνωρίζουν καλά λένε ότι έχει περάσει απ' όλα τα μουσεία και τους αρχαιολογικούς χώρους, για να γνωρίσει την ελληνική ιστορία.
Στο Αγιον Ορος
Θρησκευόμενο άτομο, ο Σάντος γνώρισε και το Αγιον Ορος, ήταν τακτικός στις λειτουργίες της Καθολικής Εκκλησίας στη Θεσσαλονίκη, ενώ πολλά από τα ρεπό του τα πέρασε στα Μετέωρα, επισκεπτόμενος το ίδιο μοναστήρι.
Ο Σάντος είναι ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας. Απλός άνθρωπος, με απλές συνήθειες. Τόσο απλός, που αν τον ρωτήσεις ποια από τις δουλειές του ήταν η πιο δύσκολη, θα σου πει όταν ήταν προπονητής στην Μπενφίκα «γιατί με υποχρέωναν να είμαι στον πάγκο με κοστούμι και γραβάτα».
Στη Θεσσαλονίκη ξόδευε κάθε μέρα περίπου ένα 8ωρο για τον ΠΑΟΚ, άλλες 2-3 ώρες παίζοντας μπριτζ στο Ιντερνετ, λίγη ώρα για τα αγαπημένα του σκυλιά, ένα μπόξερ και ένα λαμπραντόρ, που τα πηγαινοέφερνε στην Πορτογαλία και όταν έβγαινε, μπορούσε να τον δει κανείς ή σε καμιά ψαροταβέρνα στα ανατολικά προάστια (του αρέσουν τα θαλασσινά και η θάλασσα, ενώ όταν πάει για διακοπές στην Πορτογαλία ψαρεύει) ή σε ένα ταβερνάκι με τους φίλους του στην Πολίχνη.
Κάποιες φορές, μάλιστα, όταν πήγαινε στα γραφεία του ΠΑΟΚ και τελείωνε τη δουλειά του, πεταγόταν με έναν?δυο φίλους του σε κοντινό καφενείο στην Κλεάνθους για μια παρτίδα «μπουρλότo». Το έμαθε βλέποντάς τους να παίζουν συνήθως στις αποστολές της ομάδας και στο τέλος κανείς δεν τον ήθελε για αντίπαλο.
Ο Φερνάντο Σάντος ήδη έγινε όχι απλά ένας Ελληνας, αλλά ένας περήφανος Ελληνας. Και δεν το λέει μόνο, το βροντοφωνάζει...
Το «προφητικό» σποτάκι του ΟΠΑΠ
«Οπως ξέρουμε καλά στην Ελλάδα, καμιά φορά μπορεί να πετύχεις έως ένα θαύμα». Είναι τα λόγια με τα οποία ο ομοσπονδιακός τεχνικός κλείνει το τηλεοπτικό σποτ του ΟΠΑΠ στο οποίο πρωταγωνιστεί. Ξεκίνησε να προβάλλεται πριν από την έναρξη του EURO και αποδείχθηκε... προφητικό, αφού η Ελλάδα απέδειξε αυτό που ισχυρίζεται ο Σάντος: ότι στο ποδόσφαιρο δεν υπάρχουν μεγάλες και μικρές χώρες. Το φιλμ ήταν ιδέα της Newtons Laboratory, η Boo Production ανέλαβε την παραγωγή σε σκηνοθεσία του Τάκη Ζερβουλάκου (φωτό δεξιά), ο οποίος έχει να λέει για την υπομονή που έδειξε ο Πορτογάλος τεχνικός κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων όπου έβρεχε αδιάκοπα. Τα κείμενα γράφτηκαν «πάνω» σε παλιότερες συνεντεύξεις του Φ. Σάντος ώστε να εκπέμπουν την προσωπικότητά του. Θα έλεγε κανείς ότι αποτέλεσαν «προπομπό» όσων είπε ο ομοσπονδιακός τεχνικός στις μετέπειτα συνεντεύξεις Τύπου όπου έβγαλε από μέσα του τον Ελληνα...
Πηγή: Εθνοσπόρ