Και αυτό, γιατί η αγγλική ποδοσφαιρική ομάδα, θα διαλυθεί και δεν προβλέπεται να επανασυσταθεί για Ολυμπακούς Αγώνες, μετά το 2012. Η τελευταία φορά που έγινε λόγος για την αγγλική Ολυμπιακή ποδοσφαιρική ομάδα, δηλαδή ομάδα μεγάλης Βρετανίας με Σκωτσέζους, Άγγλους και Ουαλούς, ήταν το 1972 όταν απέτυχε να προκριθεί στους Ολυμπιακούς του Μονάχου.
Πριν το 1972, συναντά κάποιος τη Βρετανική Ολυμπιακή ποδοσφαιρική ομάδα στη Ρώμη το 1960 όταν σε έναν όμιλο τεσσάρων ομάδων, τερμάτισε τρίτη ξεπερνώντας μόνο την Κίνα. Επιδόσεις που δεν κολακεύουν τους «εφευρέτες του ποδοσφαίρου». Άλλες χώρες παίρνουν πιο σοβαρά το ζήτημα της Ολυμπιακής ομάδας ποδοσφαίρου και το προβάλλουν ανάλογα. Ειδικά από τη στιγμή που η ΔΟΕ και η ΦΙΦΑ αποφάσισαν να επιτρέψουν τη συμμετοχή στις 18άδες των ομάδων και τριών επαγγελματιών, ώστε να υπάρχει ενδιαφέρον από τους θεατές να παρακολουθήσουν τα παιχνίδια και τις τηλεοράσεις να αγοράσουν τηλεοπτικό χρόνο.
Οι Άγγλοι φέτος, με την εξαίρεση της Τσέλσι, στο ποδόσφαιρο δεν κέρδισαν τίποτε. Ειδικά σε επίπεδο εθνικών ομάδων. Χρυσό μετάλλιο, ποδόσφαιρο και Ολυμπιακοί στο σπίτι τους, ήταν μία εξαιρετική ευκαιρία για μια επιτυχία που θα μετρούσε πολύ περισσότερο από κάθε άλλη. Αυτές τις ευκαιρίες προβολής, υπήρχε κάποιος που είχε εκτιμήσει πάρα πολύ καλά, ιδίως τώρα που δεν έχει τόσες πολλές ευκαιρίες ποδοσφαιρικής δημοσιότητας. Και ο Ντέιβιντ Μπέκαμ αυτές τις ευκαιρίες τις έχει πολλή ανάγκη, επειδή τις έχουν ανάγκη οι χορηγοί του, που τον πληρώνουν πολλά εκατομμύρια.
Ο Μπέκαμ, με αφορμή το ποδόσφαιρο, εξελίχθηκε σε μία κότα που γεννά χρυσά αυγά δημοσιότητας, την οποία έχει τόσο ανάγκη το μάρκετινγκ. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες είναι ένα «κλειστό» αθλητικό γεγονός, σε ό,τι αφορά στους χορηγούς. Δεν μπορείς, ως θεατής να χρησιμοποιείς προϊόντα με το logo εταιρειών, οι οποίες δεν περιλαμβάνονται στους εγκεκριμένους από τη ΔΟΕ χορηγούς, οι οποίοι για να έχουν το αποκλειστικό δικαίωμα προβολής, έχουν πληρώσει τη ΔΟΕ αρκετά εκατομμύρια.
Η συμμετοχή του Μπέκαμ στη βρετανική ολυμπιακή ποδοσφαιρική ομάδα, θα έδινε την ευκαιρία στους χορηγούς του, που δεν περιλαμβάνονται στην ομάδα των Ολυμπιακών χορηγών, να κερδίσουν μεγάλα μερίδια προβολής. Γι' αυτό που πληρώνουν, δηλαδή. Την προβολή των προϊόντων τους μέσω του Μπέκαμ. Ένα κρίσιμο γκολ ή το μετάλλιο και ο χορηγός αρπάζει την ευκαιρία και δημιουργεί μία ολοσέλιδη καταχώρηση με τίτλο «σε ευχαριστούμε, Ντέιβιντ».
Η γενιά της Θάτσερ
Ο Μπέκαμ έφτασε να είναι ο δημοφιλέστερος ποδοσφαιριστής του κόσμου, χωρίς να είναι καν στην πεντάδα των καλύτερων. Είναι ο απόλυτος pop-star, ο απόλυτος λαϊκός ήρωας. Μία εικόνα αναγνωρίσιμη το ίδιο στην Ελλάδα, την Πορτογαλία, την Κίνα ή την Ιαπωνία. Αλλά, εικόνα, που την εποχή της κυριαρχίας των ΜΜΕ είναι το απόλυτο όπλο.
Υπό αυτές τις συνθήκες είναι απόλυτα φυσιολογικό, οτιδήποτε κάνει και τον αφορά να σκαρφαλώνει στις πρώτες γραμμές της αθλητικής επικαιρότητας σε όλο τον κόσμο γιατί ικανοποιεί τα χαρακτηριστικά της νέας δημοσιογραφίας, που είναι ένα κυρίως. Το κουτσομπολιό.
Ο Μπέκαμ είναι η ευρωπαϊκή απάντηση στο αμερικανικό όνειρο, η γραφική απεικόνιση της οποίας είναι η πορεία από το πουθενά στο παντού. Αν στην αγγλική κοινωνία ίσχυαν τα ίδια χαρακτηριστικά με αυτά που ισχύουν στην αμερικανική κοινωνία, ο Μπέκαμ θα ήταν ο ιδανικός υποψήφιος πρωθυπουργός. Γεννημένος το 1975 προοριζόταν να γίνει ένας από τους πιο κλασικούς εκπρόσωπους μίας γενιάς, που ονομάστηκε «τα παιδιά της Θάτσερ».
Μίας γενιάς που μεγάλωσε με διαφορετικά πρότυπα από τις προηγούμενες γενιές, ενθουσιασμένη με την προοπτική του γρήγορου πλουτισμού, τρομαγμένη από την υψηλή ανεργία, σημαδεμένη από την απληστία του Θατσερικού νεοφιλελευθερισμού, αδιάφορη για όλα, εκτός από τον εαυτό της.
Γνωρίζοντας ότι δεν έχει να πει κάτι ενδιαφέρον και φοβούμενος μήπως αυτό που πει γίνει ένα όπλο που θα στραφεί εναντίον του, αποφεύγει να μιλά και προστατεύει την ιδιωτική του ζωή. Οι επικοινωνιολόγοι που διαχειρίζονται την εικόνα του, «φανερώνουν» μόνο εκείνα που ταΐζουν το κουτσομπολιό και τις πωλήσεις.
Φανταστική ιστορία
Έμενε διαρκώς άυπνος τα τελευταία βράδια. Δεν είχε όρεξη ούτε για κουβέντες, ούτε για συναντήσεις, ούτε για δουλειά (η όρεξη για τις παρελάσεις του είχε κοπεί από τον χειμώνα). Το πρόβλημα τον βασάνιζε δίχως έλεος και φαινόταν στην όψη του. Για τελευταία φορά ζύγισε τα δεδομένα. Ένας λαός που υπέφερε και η ιστορία στέκονταν στο πλευρό του. Σταμάτησε να σκέφτεται.
Είχε πάρει την απόφασή του χωρίς να υπολογίσει τις τρομακτικές συνέπειες που θα υφίστατο. Δεν τον ένοιαζε πια. Ούτε το πολιτικό κόστος ούτε οι ειρωνείες των κακόπιστων. Ήξερε ότι οι ήρωες πορεύονται μόνοι. Σηκώθηκε και με σπασμένη φωνή είπε «η δεξίωση στο προεδρικό μέγαρο για την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, δεν θα γίνει». Του το είχαν κρατήσει μυστικό ότι τα τελευταία χρόνια, η Δημοκρατία είχε καταλυθεί από τις τράπεζες.
Πηγή: Sportday