Οι έξι αγωνιστικές τιμωρίας του Σαλπιγγίδη έγιναν μία. Μεγάλη κουβέντα το ποια από τις δύο -εντελώς διαφορετικές- ποινές μοιάζει δικαιότερη. Αλλού είναι το θέμα. Αυτό το καραγκιοζιλίκι με την αθλητική δικαιοσύνη στην Ελλάδα πότε θα σταματήσει; Μιλάμε ότι οι άνθρωποι δεν παίζονται!
Τι στο καλό, διαφορετικά βιβλία διάβασε ο καθένας τους όταν σπούδαζε; Γιατί, πώς αλλιώς να εξηγηθεί το γεγονός ότι εδώ και δεκαετίες βλέπουμε το ίδιο έργο (κωμωδία) με τις πρωτοβάθμιες και δευτεροβάθμιες αποφάσεις, με τις εφέσεις και τις προσφυγές, με τα ένα σωρό αρμόδια όργανα;
Κάθε μα κάθε φορά συμβαίνει το ίδιο πράγμα. Ανεξαρτήτως ομάδας και του ποιος μπορεί τελικά να ευνοείται ή να αδικείται από την τελεσίδικη απόφαση. Με γελοίες δικαιολογίες και υπερασπιστικές γραμμές της πλάκας οι ποινές εξαφανίζονται ως δια μαγείας και μαζί τους κάθε υποψία αξιοπιστίας του συστήματος της δικαιοσύνης όπως λειτουργεί στην Ελλάδα. Ξεφτίλα γίνονται μεταξύ τους. Κανονικά δηλαδή οι δικαστές θα έπρεπε και να αλληλομηνύονται, έτσι που… αδειάζει ο ένας τον άλλον.
Και τι δεν έχουμε ακούσει. Καθίσματα να πετιούνται από μόνα τους λόγω αέρα, χειρονομίες να γίνονται ξυσίματα, μάνικες να ανοίγουν από κηπουρούς που δεν γνώριζαν ότι υπήρχαν αγώνες, επεισόδια που αρχικά τιμωρήθηκαν αυστηρά να μετατρέπονται σε… μικροεντάσεις. Αποκορύφωμα το καλοκαίρι με τα σκάνδαλα. Τις μισές ομάδες τις είχε ρίξει το ένα δικαστήριο και τις είχε αθωώσει το άλλο. Δέκα διαφορετικές αποφάσεις είχε στα χέρια της η κάθε εμπλεκόμενη ΠΑΕ.
Πόσες φορές δεν είπαμε «επιτέλους μια σοβαρή ποινή» και σε λίγες μέρες η αθλητική δικαιοσύνη μας διέψευσε; Το φαινόμενο δεν είναι ποδοσφαιρικό. Και στο μπάσκετ τα ίδια με τα καφριλίκια και παντού. Ποτέ σταθερότητα. Ποτέ να μην μπει το μαχαίρι στο κόκαλο. Φυσικά, δεν είναι ο Σαλπιγγίδης η αιτία του κακού, αλλά για μία ακόμη φορά είδαμε χαώδη απόκλιση μεταξύ δύο αποφάσεων. Λες και δεν δικάστηκε και στις δύο περιπτώσεις η ίδια υπόθεση.
Μια ζωή η ίδια ασάφεια, λες και οι νόμοι κάθε βράδυ σβήνονται και ξαναγράφονται από μόνοι τους. Η εικόνα της χώρας συνεχώς μπροστά στα μάτια μας. Η αποθέωση του… ό,τι να ‘ναι.