Εναν μήνα και έντεκα μέρες πίσω, στις 2 Οκτωβρίου, μερικές ώρες προτού ξεκινήσει το ματς του Ολυμπιακού στις Βρυξέλλες απέναντι στην Αντερλεχτ το ρεπορτάζ κατέγραφε την “παίζει το τελευταίο του χαρτί” κατάσταση για τον Μίτσελ. Περίπου 40 μέρες μετά ο Ισπανός ζει την καλύτερη στιγμή των 9 ελληνικών μηνών της ζωής του. Για εκείνον η στιγμή είναι σημαντική, επειδή η δουλειά του αρχίζει να αναγνωρίζεται και να μεταφράζεται σε διάφορες γλώσσες ώστε να κάνει τον γύρο του πλανήτη και να τον βάλει στις συζητήσεις των προηγμένων ευρωπαϊκών συλλόγων. Για τον Ολυμπιακό η στιγμή είναι πολύ σημαντική, διότι έρχεται από μια παράσταση τίτλου στο ντέρμπι με τον κατά τεκμήριο πιο ανταγωνιστικό φετινό εγχώριο αντίπαλό του και την ίδια ώρα βρίσκεται μια ανάσα πριν από τους 16 του Champions League. Για το ελληνικό ποδόσφαιρο και την κοινωνία του η στιγμή θα έπρεπε να είναι εξίσου σημαντική, ακριβώς επειδή είναι διδακτική. Παραδίδει ακόμη ένα μάθημα προς τα εκατομμύρια των προπονητών της εξέδρας που είχαν προαποφασίσει ότι ο 50χρονος προπονητής είναι “άμπαλος” και είχαν φτάσει από τις αρχές του Οκτώβρη στο συμπέρασμα ότι έπρεπε να αντικατασταθεί.
Από την πρώτη ημέρα που πάτησε το πόδι του στην Ελλάδα μέχρι σήμερα ο Μίτσελ δεν υποστήριξε ποτέ τίποτα παραπάνω από τα αυτονόητα του ποδοσφαίρου. Καθ’ όλη τη διάρκεια του φθινοπώρου, που ζούσε υπό έντονη αμφισβήτηση, υπερασπιζόταν μόνο το αυτονόητο, δηλαδή ένα από τα βασικά θεωρήματα του ποδοσφαίρου, ότι δεν είναι δυνατόν ένα σύνολο που απαρτίζεται από 14-15 καινούργιους ποδοσφαιριστές να έχει γίνει ήδη ομάδα, να παίζει σαν έτοιμη, ώριμη ομάδα, να ικανοποιεί όλες τις ανάγκες που βάζει σε έναν σύλλογο το ποδοσφαιρικό παιχνίδι, δηλαδή αποτέλεσμα + πολλά γκολ + θέαμα υψηλής ποιότητας.