Το Κύπελλο ή το κάνεις με νοκ άουτ ματς, τουλάχιστον μέχρι τους ημιτελικούς, ή το κάνεις με διπλούς αγώνες κι ελπίζεις να βγει κάνα δυνατό ζευγάρι. Σε ομίλους κανείς δυνατός δεν γίνεται να αποκλειστεί κι απλά παίζονται ματς κατά κανόνα ασήμαντα. Ενα τέτοιο ασήμαντο ματς, αυτό μεταξύ του Ολυμπιακού και της Παναχαϊκής, πρέπει να προβληματίσει τον Μίτσελ.

Tην επόμενη Ολυμπιακός - Ατλέτικο Μαδρίτης (3-2) είχα γράψει ότι το αποτέλεσμα εκείνο ήταν απόδειξη ότι οι νεοφερμένοι παίκτες είναι καλοί. Οπου υπάρχουν καλοί παίκτες, αρκεί κάποιες φορές πριν από ένα μεγάλο ματς να τους τσιγκλίσει σωστά ο προπονητής τους για να βρουν το κίνητρο που απαιτεί ένα μεγάλο παιχνίδι, ακόμα κι αν καλά-καλά δεν γνωρίζονται μεταξύ τους. Το κακό για τον Ολυμπιακό είναι ότι δεν παίζει συνέχεια με την Ατλέτικο, ώστε το κίνητρο των παικτών να είναι πάντα μεγάλο: στα δύο πολύ πιο εύκολα ματς που ακολούθησαν, ο Ολυμπιακός έδειξε αδυναμίες, που θα πρέπει να προβληματίσουν τον προπονητή του.

Ξόδεμα
Κόντρα στη Βέροια υπήρξε το άλλοθι της κόπωσης στο προηγούμενο ματς και είναι αλήθεια πως κάποιοι από τους παίκτες του Ολυμπιακού πολλή ενέργεια για ξόδεμα δεν είχαν: αναφέρομαι στον Ελαμπντελαουί, τον Μιλιβόγεβιτς, τον Τσόρι, ακόμα και στον Μασουακού που όταν μπήκε στο ματς όρεξη για σπριντ δεν έδειξε. Το ανησυχητικό με τη Βέροια ήταν ότι και οι ξεκούραστοι έκαναν λίγα. Ο Γιαννούλης είχε ελάχιστες επιθετικές πρωτοβουλίες, ο Αυλωνίτης δεν έβγαλε την ομάδα μπροστά, ο Φουστέρ έτρεξε πολύ αλλά οι τελικές του προσπάθειες ήταν ελάχιστες. Ακόμα κι ο ξεκούραστος Ντουρμάζ μετά το καλό του ξεκίνημα χάθηκε. Ναι, η Βέροια δεν έκανε ευκαιρίες, αλλά και το επιθετικό παιγνίδι του Ολυμπιακού ήταν ελάχιστο: κι ας έδιωξε το όποιο άγχος το πέναλτι με το οποίο ο Μήτρογλου άνοιξε νωρίς-νωρίς το σκορ.

Πάτρα
Στην Πάτρα το πράγμα ήταν χειρότερο. Καταλαβαίνω ότι μια ομάδα που αποτελείται από παίκτες που δεν έχουν παίξει ποτέ μαζί είναι δύσκολο να βρει ομοιογένεια, αλλά δεν υπήρξαν ούτε καν κάποιες σπουδαίες ατομικές προσπάθειες. Αν οι ακραίοι μπακ δεν παίρνουν πρωτοβουλίες, η μπάλα δεν φτάνει ποτέ στους κυνηγούς, οι χαφ δεν πατάνε περιοχή και οι κυνηγοί δεν πάνε στο ένας εναντίον ενός, τότε γκολ δεν βάζεις όποιος κι αν είναι ο αντίπαλος. Το πιο ανησυχητικό είναι ότι στα δυο τελευταία ματς ο Ολυμπιακός έδειξε μια τρομερή απροθυμία να πρεσάρει. Μπορεί να συγχωρεθούν για αυτό κάποιοι από τους κουρασμένους μεσοεπιθετικούς του στο ματς με τη Βέροια: κανείς όμως από όσους έπαιξαν στην Πάτρα δεν μπορεί να πάρει συγχωροχάρτι.

Ανησυχία
Διακρίνω μια προσπάθεια να δικαιολογηθούν τα πολλά αδικαιολόγητα με το άλλοθι ότι έπαιξαν αναπληρωματικοί: μα αυτό κυρίως πρέπει να ανησυχεί τους πάντες, με πρώτο από όλους τον Μίτσελ.
Η διαφορά του Ολυμπιακού από όλους τους διώκτες του τα τρία προηγούμενα χρόνια ήταν ο μεγάλος πάγκος του, από τον όποιο στη διάρκεια της σεζόν έρχονταν παίκτες που άλλαζαν τις ισορροπίες και που αντικαθιστούσαν επάξια τους αναπληρωματικούς, ώστε γίνονταν βασικοί οι ίδιοι. Πέρυσι ως παγκίτες ξεκίνησαν τη σεζόν ο Κάμπελ κι ο Σάμαρης. Πρόπερσι παγκίτης ήταν ο Μήτρογλου, που ο Ζαρντίμ προσπαθούσε να του βρει θέση δίπλα στον Τζεμπούρ. Τη δεύτερη χρονιά του Βαλβέρδε από τον πάγκο ήρθαν κι έγιναν βασικοί ο Μανιάτης κι ο Μέγερι, που πήρε τη θέση του Κοστάντσο. Πέρυσι στις 5 από τις πρώτες έξι αγωνιστικές καθάριζαν παιχνίδια προερχόμενοι από τον πάγκο ο Φετφατζίδης, ο Μήτρογλου, ο Ολαϊτάν, ο Κάμπελ, ο Φουστέρ: όποιον έριχνε στο γήπεδο ο Μίτσελ τον έβλεπε να σκοράρει.

Κίνητρο
Η διαφορά του Ολυμπιακού από τους διώκτες του είναι το μεγάλο του ρόστερ. Μια ενδεκάδα, όσο ποιοτική κι αν είναι, δεν αρκεί: θυμόσαστε τι έπαθε πέρυσι ο Ολυμπιακός στο ντέρμπι με τον ΠΑΟ παίζοντας τρεις μέρες μετά το ματς με την Μάντσεστερ Γιουν. ακριβώς με τους ίδιους. Μία καλή ενδεκάδα άλλωστε έχουν και ο ΠΑΟ και ο ΠΑΟΚ: αν υπολείπονται λίγο σε ποιότητα μπορεί αυτό να το καλύψουν δείχνοντας τσαγανό.
Αν ο Ολυμπιακός κερδίζει τρία χρόνια εύκολα το πρωτάθλημα (ενώ π.χ. δυσκολεύεται στο Κύπελλο, όπου δεν υπάρχουν βαθμοί και ματς πολλά), είναι γιατί έχει πολλές περισσότερες λύσεις από τον πάγκο. Αν οι παγκίτες του φέτος μπορούν όσα έδειξαν με την Παναχαϊκή, και οι βασικοί του κουράζονται μετά από ένα μόλις ματς, τότε για το πρωτάθλημα θα γίνει μάχη τεράστια. Και στο Μάλμε, που δεν είναι Ατλέτικο, ώστε να έχουν οι παίκτες το έξτρα κίνητρο, θα σπάσουν καρδιές…

Κέρδη
Η ΑΕΚ έδωσε ένα πραγματικά ιστορικό ματς κόντρα στον Πανθρακικό αντιμετωπίζοντας μετά από ενάμιση χρόνο μία ομάδα της Σούπερ Λίγκας. Είχε ένα καλό πρώτο ημίχρονο, όταν και κράτησε περισσότερο την μπάλα από τον γηπεδούχο, έφτιαξε μιαδυο καλές ευκαιρίες με οδηγό στο γήπεδο τον φρέσκο διεθνή Μάνταλο και μου άρεσε ότι παρατάχθηκε με μία μεσαία γραμμή αποτελούμενη από «παίκτες δημιουργούς» και όχι ξυλοκόπους, σημάδι ότι ο Δέλλας φτιάχνει μια ομάδα που θέλει να παίζει ποδόσφαιρο πρωτοβουλίας.

Αυτά ήταν τα καλά της κι ό,τι άλλο ακουστεί, αποτελεί υπερβολή: το πιο μεγάλο παράσημο των παικτών του Δέλλα χθες, ήταν ότι με τη διάθεσή τους υποχρέωσαν τον Ακη Μάντζιο να ρίξει στο ματς τον Ιγκόρ και τον Κάσες στο 60'. Οταν αυτοί μπήκαν, η επικινδυνότητα της ΑΕΚ ελαττώθηκε, στο τελευταίο μισάωρο δεν καταγράφεται σοβαρή ευκαιρία και οι μόνες φορές που η «Ενωση» φάνηκε απειλητική ήταν όταν ο Μπαρμπόσα εκτέλεσε ένα-δύο φάουλ. Η ΑΕΚ έδειξε ότι είναι σε καλό δρόμο για να επιστρέψει στη Σούπερ Λίγκα, αλλά για να κάνει του χρόνου σπουδαία πράγματα, θα πρέπει πολλοί από τους τωρινούς βασικούς της να είναι αναπληρωματικοί. Δεν θα την αντιμετωπίζουν άλλωστε πολλοί με τη φιλική διάθεση που είχε χθες ο γεμάτος αναπληρωματικούς Πανθρακικός.

Η ΑΕΚ πρέπει να ανεβεί εύκολα. Πρέπει επίσης να δει να βελτιώνονται διάφοροι από τους παίκτες που έχει. Αναφέρομαι κυρίως στους πιο μικρούς, γιατί ο Μπαρμπόσα, ο Κορδέρο, ο Λαμπρόπουλος, ο Αραβίδης δεν θα αλλάξουν και πολύ. Αν ο Μάνταλος γίνει ηγέτης, ο Κολοβέτσιος πείθει ότι μπορεί να γίνει ο ηγέτης της άμυνας και ο Ανάκογλου μπορέσει να πείσει ότι δύναται να κουμαντάρει την ομάδα, η σεζόν θα κλείσει με σοβαρά αγωνιστικά κέρδη. Αλλά του χρόνου για μια ανταγωνιστική ΑΕΚ χρειάζονται 7-8 παίκτες πρώτης γραμμής…

Ηταν γραφτό
Μερικοί άνθρωποι είναι γραφτό να 'ρθουν στην Ελλάδα, κι αυτό δεν αλλάζει ό,τι κι αν γίνει. Πάρτε για παράδειγμα τον Σα Πίντο. Ο Πορτογάλος, χάρη και στην εκπροσώπηση του Κίμωνα Κοκορόγιαννη που τον πρότεινε, έφτασε ένα βήμα από το να αναλάβει την Εθνική Ελλάδας: σε πολλούς στην ΕΠΟ έμοιαζε ιδανικός για διάδοχος του Σάντος και ήταν και φθηνός. Δεν υπέγραψε, γιατί είπε τελικά το «ναι» ο Ρανιέρι (προς γενική έκπληξη αφού η πρόταση ήταν σχετικά μικρή), αλλά παρ' όλα αυτά δουλειά δεν βρήκε και λίγους μήνες αργότερα ήρθε στον Ατρόμητο.Γενικά στην Ελλάδα αγαπάμε τους Πορτογάλους προπονητές πιο πολύ από όσο οι Πορτογάλοι...

Πηγή: sday.gr