Σε μια σοβαρή χώρα το ανέκδοτο Χιού Ντάλας θα είχε ήδη τελείωσει. Βεβαίως ναι, σε μια σοβαρή χώρα δεν θα είχε καν αρχίσει. Θα είχε ακουστεί μόνο το ανέκδοτο ότι ένας Σκωτσέζος που δεν έχει ξαναπατήσει το πόδι του στο ποδόσφαιρο μιας χώρας θα γινόταν δορυφορικός αρχιδιαιτητής της, δηλαδή ότι θα παίρνει περίπου 150 χιλιάδες ευρώ το χρόνο για να κάθεται στο σπίτι στη Σκώτια και να βλέπει από εκεί τα παιχνίδια του πρωταθλήματος.

Βάζεις τα γέλια και μόνο που σκέφτεσαι την καθημερινότητα της δουλειάς ενός - αποτυχημένου στην Σκωτία αρχιδιαιτητή. Βλέπει δηλαδή ο Ντάλας ένα ματς, καταλαβαίνει όσα μπορεί να καταλάβει ένας κριτής διαιτησίας από την τηλεόραση, και μετά επικοινωνεί τηλεφωνικά με ανθρώπους που καλά καλά δεν γνωρίζει, αφού δεν έχει ζήσει ούτε ελάχιστα στην Ελλάδα από την ημέρα που πήρε τη δουλειά, για να τους πει να πουν στον διαιτητή ότι έκανε λάθος και πρέπει να προσέχει. Κι εμείς, το ελληνικό ποδόσφαιρο, ζούμε τώρα με την προσδοκία ότι αυτό το καθεστώς θα φέρει αναβάθμιση στο επίπεδο μιας βαριά άρρωστης διαιτησίας, της ελληνικής. Ο Ντάλας, που απέτυχε να βελτιώσει την διαιτησία της πατρίδας του, θα μας λύσει το πρόβλημα δορυφορικά.

Εκεί που δεν βάζεις τα γέλια είναι με το μέγεθος της ξεπέτας που κάνει ο Ντάλας σε αυτή την αρπαχτή. Διαβάζεις ότι πήγε στο ντέρμπι, το οποίο δεν πρόλαβε απ’ την αρχή, και από το οποίο αποχώρησε, λέει, προτού σφυρίξει τη λήξη ο διαιτητής. Προσέξτε μήνυμα: ο αρχιδιαιτητής έδειξε τόσο σεβασμό στη δουλειά των διαιτητών, που δεν κάθισε να δει τη δουλειά τους μέχρι το τέλος. Λες και υπήρχε πιο σοβαρή δουλειά να κάνει στο ελληνικό πρωτάθλημα από το να παρακολουθήσει μέχρι τέλους το πιο βαρύ ματς του πρωταθλήματος. Εξοργίζεσαι παραπάνω όταν ακούς και την επίσημη εξήγηση αυτής της επιλογής, τα “έφυγε επειδή δεν ήθελε να πέσει πάνω στους παράγοντες και να ακούσει τα παράπονά τους”. Για ποιο λόγο; Επειδή θα τον έκαναν ντα, ή επειδή είναι κακό να συναντά ο αρχιδιαιτητής τους προέδρους των ομάδων; Για να μην ακούσει τα παράπονά τους; Μα αυτό δεν κάνει όταν απαντά στα τηλεφωνήματά τους;

Υποτίθεται ότι τον Ντάλας τον προσέλαβαν για να μας παραμυθιάσουν, δηλαδή να μας ψήσουν ότι νοιάζονται για την εξυγίανση και την αναβάθμιση της ελληνικής διαιτησίας. Και το μόνο που καταφέρνουν είναι να μας εξοργίζουν. Πάνε δηλαδή εντελώς χαμένα τα 150 χιλιάδες ευρώ που πληρώνουν, αφού μας εξόργιζαν και χωρίς τον Ντάλας.

 

Μια πραγματική λύση με όραμα

 

Αν μιλήσουμε σοβαρά, σε μια χώρα που δεν σοβαρολογεί ποτέ με το ποδόσφαιρό της, αυτή η διοίκηση της Ομοσπονδίας θα μπορούσε εύκολα να αρχίσει να πείθει για το όραμά της, αν είχε τέτοιο, για την εξυγίανση και την βελτίωση της διαιτησίας. Αρκεί να εκμεταλλευόταν την ευκαιρία που της δίνει η συγκυρία της αποχώρησης του Τάσου Κάκου. Θα φώναζε τον κατά τεκμήριο κορυφαίο Έλληνα διαιτητή της σύγχρονης ιστορίας του ελληνικού ποδοσφαίρου, θα επένδυε πάνω του αυτά τα 150 χιλιάδες ευρώ προκειμένου να του δώσει ένα μπάτζετ για να σχηματίσει μια ομάδα της εμπιστοσύνης του, με την οποία θα διηύθυνε την ελληνική διαιτησία.

Ο Κακός ήταν διαχρονικά ο μοναδικός διαιτητής που εμπιστεύονταν οι ποδοσφαιριστές, οι οποίοι κάθε χρόνο τον ψήφιζαν ως τον καλύτερο. Ήταν ο μόνος που δεν έγινε ποτέ πρωταγωνιστής σε αληθινές ή όχι ιστορίες στρατολόγησης διαιτητών. Ο μόνος εκ των προβεβλημένων διαιτητών που δεν χαρακτηρίστηκε στημένος.

Οχι, αν απλώς τον έβαζαν αρχιδιαιτητή και τον υποχρέωναν να δουλέψει με το σημερινό καθεστώς της διαιτησίας, η ΕΠΟ και η Superleague δεν θα κατάφερναν τίποτα. Θα άνοιγαν μόνο μια τρύπα στο νερό, αφού ο Κάκος δεν θα έβγαζε άκρη με τους δεινόσαυρους που ρουφούν εδώ και δεκαετίες το αίμα του ποδοσφαίρου και των διαιτητών. Και επειδή είναι “τρελός”, θα πλακωνόταν και θα αποχωρούσε. Και θα τους ξεμπρόστιαζε δημοσίως. Κι αυτός είναι ο προφανής λόγος που δεν τον φώναξαν και προτίμησαν τον Ντάλας, με δορυφορικό σύστημα αυτόματου ποτίσματος.

Ο Κάκος θα ήταν ικανός να αλλάξει το σήμερα και την προοπτική της διαιτησίας μόνο αν τα αναλάμβανε όλα εν λευκώ. Να επιλέξει εκείνος τους διαιτητές και τους παρατηρητές, να τους εκπαιδεύσει, να τους γυμνάσει, να τους ελέγξει, να τους κόψει, να τους νουθετήσει, να τους επιμορφώσει, να τους υποστηρίξει, να τους επιβραβεύσει. Να τους κάνει δηλαδή αυτό που θα έπρεπε να είναι: ένα σώμα επίλεκτων διαιτητών που αναλαμβάνουν την υψηλότερη αποστολή, να αλλάξουν την εικόνα του μέσου Έλληνα για την καθαρότητα και την ποιότητα της ελληνικής διαιτησίας.

Για να το έκανε βεβαίως αυτό ο Κάκος θα ζητούσε τα αυτονόητα, δηλαδή προϋπολογισμό λειτουργίας, επαγγελματικές συνθήκες και όλες τις αρμοδιότητες πάνω του και όχι στους βλαχοπροέδρους και τους νταραβερητζήδες, κι όλα αυτά δεμένα με ένα ισχυρό συμβόλαιο, το οποίο θα κόστιζε πολύ ακριβά αν του το έσπαγαν επειδή θα έκανε την τρέλα του και δεν θα εξυπηρετούσε τα συμφέροντα. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο όμως δεν θα του παραδώσει ποτέ η σημερινή ΕΠΟ και το σημερινό επαγγελματικό ποδόσφαιρο τα κλειδιά της διαιτησίας: επειδή δεν είναι Ντάλας, αλλά και επειδή μολονότι ομιλεί την ελληνική δεν καταλαβαίνει από απειλές και δώρα.

Εδώ που έχει φτάσει, στο σημερινό της κατάντημα, η ελληνική διαιτησία θέλει τρέλα και όραμα για να αλλάξει και να καθαρίσει. Διότι πριν από όλα πρέπει να κάνει την αυτοκάθαρσή της. Και αυτή η κάθαρση απαιτεί τρέλα. Ο Κάκος την έχει. Γι’ αυτό και το επαγγελματικό ποδόσφαιρο όχι απλώς δεν θα τον προσλάβει, αλλά τώρα που σταμάτησε θα τον περιθωριοποιήσει.

Πηγή: gazzetta.gr