Αναλυτικά η δήλωση Κοντονή:

«Η ανακοίνωση των διεθνών ομοσπονδιών αποτελεί τελεσιγραφική παρέμβαση στο έργο της ελληνικής κυβέρνησης και της Βουλής των Ελλήνων την στιγμή που σήμερα το μεσημέρι είχαν δοθεί στη δημοσιότητα εκ διαμέτρου διαφορετικές απόψεις του κ.Ινφαντίνο υψηλόβαθμου στελέχους της UEFA  με τις οποίες αναγνωρίζονταν   τα σοβαρά προβλήματα και οι παθογένειες του ελληνικού ποδοσφαίρου, τις οποίες και μελετούσαμε.

Προκαλεί ποικίλα ερωτηματικά το γεγονός, ότι ενώ ακόμη δεν έχει ξεκινήσει η τριήμερη συζήτηση στη αρμόδια επιτροπή της Βουλής, όπου αναλυτικά θα συζητηθούν οι προτάσεις των κόμματων και των εμπλεκομένων φορέων, οι διεθνείς ομοσπονδίες από κοινού προτρέχουν να προκαταλάβουν την κρίση των ελλήνων και ελληνίδων βουλευτών, εκτοξεύοντας απειλές περί αποκλεισμού.

Διαφαίνεται ότι δεν ενδιαφέρονται για την ρύθμιση όσων δεινών έχουν επικαθήσει στο χώρο του ελληνικού ποδόσφαιρου, για τα οποία έχουν σοβαροτάτη ευθύνη, ως εποπτεύουσες αρχές της Ελληνικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας, αλλά επιδιώκουν με τρόπο προσβλητικό για την ελληνική συνταγματική τάξη και τον ελληνικό λαό, ιδίως τους έλληνες φιλάθλους, να διατηρηθεί στο διηνεκές το καθεστώς σήψης και διαφθοράς, το οποίο η κυβέρνηση κοινωνικής σωτηρίας προσπαθεί ν’ ανατρέψει. 

Είναι εντυπωσιακό το γεγονός, ότι προτρέπεται η ΕΠΟ να ενημερώσει τις «οικείες αρχές» για τις «συνέπειες», ενώ θα έπρεπε να γνωρίζουν, ότι ήδη στελέχη της ΕΠΟ παρελαύνουν καθημερινά ενώπιων του αρμόδιου Τακτικού Ανακριτή, για να τον «ενημερώσουν» για τα έργα και τις ημέρες τους.

Η Ελληνική Κυβέρνηση όχι μόνο άκουσε τις απόψεις των διεθνών ομοσπονδιών, αλλά έχει ζητήσει τις προτάσεις των, για σοβαρότατα ζητήματα που απασχολούν τους έλληνες φιλάθλους, όπως η διαιτησία, ο εκδημοκρατισμός των οργάνων διοίκησης και ο στοιχηματισμός. 

Αναμένουμε παρ’ όλα αυτά, όπως οι διεθνείς ομοσπονδίες κατανοήσουν τα σοβαρά, συσσωρευμένα προβλήματα του ελληνικού ποδοσφαίρου και εμπλακούν εποικοδομητικά και ενεργά στην διαδικασία εξυγίανσης, εκδημοκρατισμού και διαφάνειας. Γι’ αυτό δηλώνουμε ότι τους προσκαλούμε, όχι μόνο κατά την ήδη προγραμματισμένη συνάντηση της 30ης Απριλίου, αλλά και πριν από αυτήν εάν το επιθυμούν».