Αναλυτικά δήλωσε:

«Η διαφθορά και η διαπλοκή στον χώρο του αθλητισμού συνιστούν φαινόμενα σύνθετα, ως προς τα αίτια που τις προκαλούν και τις αναπαράγουν και τις μορφές υπό τις οποίες εκδηλώνονται, καθώς επίσης και εξαιρετικά περίπλοκα στην αντιμετώπισή τους. Απαιτούν συνεχώς, αφενός την αναζήτηση λύσεων για τον περιορισμό και την άμβλυνσή τους, αφετέρου την εγρήγορση και τη συνεργασία όλων των εμπλεκόμενων φορέων της αθλητικής οικογένειας, της κοινωνίας και βεβαίως -κατά μείζονα λόγο- της πολιτείας.

Τα εν λόγω φαινόμενα παρατηρούνται και αναπτύσσονται παράλληλα με άλλες παράνομες εκδηλώσεις, όπως η βία, με την οποία υφίσταται στενή σχέση αλληλεπίδρασης.

Προσφάτως ψηφίστηκε με μεγάλη πλειοψηφία στην ελληνική βουλή νόμος, οι διατάξεις του οποίου βασικό στόχο έχουν να καταπολεμήσουν, όσο το δυνατόν δραστικότερα, επικίνδυνα φαινόμενα βίας, καθώς και διαφθοράς, που όλο και συχνότερα εμφανίζονται και διαρκώς εντείνονται.

Στη χώρα μας τον τελευταίο καιρό αποκαλύπτεται η δράση κυκλωμάτων και εγκληματικών οργανώσεων, ασκούνται δε καθημερινώς πλέον διώξεις σε βάρος προσώπων που σχετίζονται με τον αθλητισμό και ειδικότερα με το ποδόσφαιρο.

Επιδίωξη της ελληνικής κυβέρνησης αποτέλεσε και εξακολουθεί να αποτελεί η άτεγκτη και σθεναρή στάση της απέναντι στην εγκαθίδρυση και στη δράση ενός ιδιότυπου, προκλητικού και ασύδοτου καθεστώτος αυτονόμησης και ασυλίας της Ελληνικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας, που σε καμία περίπτωση δεν γίνεται ανεκτό από την ελληνική έννομη τάξη.

Αξίζει να τονιστεί ότι στην εξαιρετικά δύσκολη προσπάθειά μας να θεραπεύσουμε παθογένειες και εστίες πρόκλησης και μετάδοσης σοβαρών «ασθενειών» του αθλητισμού και ειδικότερα του ποδοσφαίρου, βρήκαμε πολλές φορές αντίθετους και όχι αρωγούς μας, όπως ασφαλώς θα έπρεπε και θα αναμέναμε, τις εγχώριες, αλλά δυστυχώς και τις διεθνείς ποδοσφαιρικές αρχές.

Το σύστημα διοίκησης και διαχείρισης των υποθέσεων του ποδοσφαίρου στην πραγματικότητα λειτουργεί κατά τις «ανέγγιχτες» βουλές όσων το διευθύνουν και υπό το μέχρι σήμερα νομικό καθεστώς ενεργούσε και επέβαλε κανόνες στα ποδοσφαιρικά δρώμενα πέραν και πάνω κάθε νόμου, ακόμη και του Συντάγματος της Ελληνικής Δημοκρατίας.

Μόλις πριν από λίγες ημέρες, μάλιστα, σοκαρισμένοι σταθήκαμε απέναντι σε απίστευτα και πρωτόγνωρα γεγονότα εμπλοκής προσώπων σχετιζόμενων με την Παγκόσμια Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου (FIFA) που συνελήφθησαν από αμερικανικές αστυνομικές αρχές με κατηγορίες, μεταξύ άλλων, όπως αυτές της εκβίασης, της δωροδοκίας και του ξεπλύματος μαύρου χρήματος.

Αναφερόμαστε σε έναν μικρόκοσμο, που κρατά την τύχη του αθλήματος στα χέρια του, κρατώντας το δέσμιο και χειραγωγώντας το με αδιαφανείς διαδικασίες και μεθοδεύσεις, απομυζώντας τα οφέλη και πλουτίζοντας σε βάρος αυτού και των ανά τον κόσμο οπαδών του.

Είναι πλέον πασιφανές ότι, σε ένα χρυσοφόρο υπερπροϊόν, πάνω στο οποίο επενδύονται αμύθητα ποσά και στο οποίο το δέλεαρ του κέρδους τυγχάνει τεράστιο, υφίσταται γόνιμο έδαφος για την ανάπτυξη φαινομένων βαθιά αντικοινωνικών, όπως η διαφθορά.

Οι διεθνείς ομοσπονδίες, σωματεία του κοινού αστικού δικαίου, λειτουργούν ως υπερεθνικές οργανώσεις με αδυσώπητη ισχύ, ως οντότητες η δραστηριότητα των οποίων ευθέως αντίκειται σε αρχές της εθνικής κυριαρχίας, δοθέντος ότι επιβάλλουν αυτόνομα και ανέλεγκτα αποφάσεις μέγιστης νομικής και πολιτικής εμβέλειας.

Η συντεταγμένη πολιτεία στέκεται πολλές φορές ανήμπορη να αντιδράσει απέναντι στα φαινόμενα εκτεταμένης διαφθοράς και διαπλοκής που λαμβάνουν ανεξέλεγκτες διαστάσεις, φθείρουν και διαβρώνουν ολοένα και περισσότερο και απαξιώνουν πλήρως στα μάτια των φιλάθλων και της κοινωνίας δημοφιλή αθλήματα, όπως το ποδόσφαιρο, εφόσον στοχεύουν σε αξίες παντελώς ανοίκειες και ασύμβατες με τον αθλητισμό, με αποκλειστικό κίνητρο των αυτουργών τον προσπορισμό παράνομου κέρδους.

Είναι, εξάλλου, γεγονός ότι, για να φθάσουμε στον απόλυτο περιορισμό των φαινομένων, πέραν της συνεργασίας και της συνδρομής όλων των ενδιαφερομένων κρατικών και θεσμικών φορέων, θα χρειαστούν μακρόπνοες στοχεύσεις και εκτενείς μεταρρυθμίσεις σε τομείς όπως η δικαιοσύνη (με την εισαγωγή κανόνων που προασπίζουν και προάγουν τη διαφάνεια και την ευνομία) και η αστυνόμευση (με την ουσιαστική υποστήριξη και ενίσχυση των υφιστάμενων μηχανισμών ελέγχου και καταστολής καθώς και με την ανάπτυξη νέων δομών και αρχών πρόληψης και καταπολέμησης της εγκληματικής δράσης).

Το πρόβλημα που εδώ περιγράφεται απλώνει τις ρίζες του παντού, έχει λάβει διαστάσεις πανευρωπαϊκές και στη βάση αυτή πρέπει να αντιμετωπιστεί συνολικά από την κοινή ευρωπαϊκή και ξεχωριστά από την εσωτερική κάθε κράτους μέλους έννομη τάξη, με την ενδυνάμωση του νομικού και του εν γένει θεσμικού οπλοστασίου της, ώστε να διαθέτει αποτελεσματικά όπλα στη «μάχη» κατά των φαινομένων.

Για όλους τους παραπάνω λόγους, καταρχήν κρίνεται επιβεβλημένη και σκόπιμη η νομοθέτηση προς τον σκοπό του περιορισμού ή και της εξάλειψης των φαινομένων της διαφθοράς, της διαπλοκής και της βίας στον αθλητισμό, ακόμη δε ειδικότερα η θέσπιση ενός πλαισίου διατάξεων που θα ρυθμίζει τις σχέσεις και θα οριοθετεί δικαιώματα και υποχρεώσεις μεταξύ των κρατών -μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των διεθνών ομοσπονδιών υπό τη βασική αρχή της αυξημένης ισχύος και της αυτονόητης υπεροχής των ευρωπαϊκών νόμων, κανόνων ή οδηγιών έναντι κάθε διαλαμβανόμενης σε κανονισμό ή καταστατικό ομοσπονδίας διάταξης.

Στο πλαίσιο αυτό, εξάλλου, πρέπει να αναληφθούν πρωτοβουλίες με στόχο τη συνεννόηση και τη συνεργασία με τις εν λόγω ομοσπονδίες για τη λήψη δραστικών μέτρων που εγκαίρως θα αντιμετωπίζουν τα εν λόγω απαράδεκτα φαινόμενα, θα προωθούν και θα ενισχύουν τον εκδημοκρατισμό στον χώρο, υπό όρους διαφάνειας και χρηστής διαχείρισης».