Ήταν περίεργο το βράδυ της Πέμπτης για μένα. Είχα ανοιχτό στο τάμπλετ το μπάσκετ στο ΣΕΦ και στην τηλεόραση έβλεπα το ματς της Εθνικής στη Βόρεια Ιρλανδία. Για την ακρίβεια έβλεπα το μπάσκετ και περισσότερο άκουγα το ποδόσφαιρο, ήθελα να «παρακολουθήσω» και τα δυο, από μια επαγγελματική συνέπεια ή επαγγελματική διαστροφή. Τελικά ίσως να ήθελα να «δω» και τη μπάλα όχι από μαζοχισμό, αλλά περισσότερο από μια προσδοκία ότι θα μιλήσει επιτέλους ο εγωισμός, θα υπάρξει ένα ξέσπασμα, μια αντίδραση, θα θελήσουν οι διεθνείς να κλείσουν μια πικρή σειρά προκριματικών με μια γλυκιά γεύση στο τέλος – σαν να έχεις φάει μια πιατάρα μπάμιες και στο τέλος να τρως ένα σοκολατάκι.

 

Αλλά μείναμε με τις μπάμιες από την αρχή μέχρι το τέλος. 12 συνεχόμενα παιχνίδια χωρίς νίκη, τελευταία θέση στον όμιλο, τα Φερόε περήφανα από πάνω μας στη βαθμολογία, οι Βορειο-Ιρλανδοί στο Euro κι εμείς στο σπίτι μας – όπου ορίζει κανείς το «σπίτι»: τη Μύκονο, τα μπουζούκια, τα κλαμπ, το χωριό του, την κατοικία του. Εμείς εν πάσει περιπτώσει πλήρως αποτυχημένοι, με άθλιες εμφανίσεις, με τρεις προπονητές σε έναν χρόνο (μετά τον Σάντος ακολούθησε ο Ρανιέρι, ο Μαρκαριάν και ο Τσάνας), με παίκτες που κάνουν εμφανώς αγγαρεία, με τον κόσμο να έχει γυρίσει την πλάτη στην Εθνική που θαύμαζε και αγαπούσε.

 

Για το τι φταίει και ποιος φταίει, έχουν γραφτεί πολλά και διάφορα, σωστά πράγματα και υπερβολές, κορόνες και υστερίες αλλά και ψύχραιμες φωνές. Φταίει ο Σαρρής και ο Γκιρτζίκης, ο Ρανιέρι και ο μάνατζέρ του, ο Μαρκαριάν, ο Καραγκούνης, ο Κατσουράνης (για κάποιο λόγο, φταίει σχεδόν πάντα), ο ανάδρομος Ερμής, η έκλειψη σελήνης και ο Τσίπρας και όποιος άλλος επιθυμεί ο καθένας. Όλοι, εκτός από τους παίκτες – για κάποιους. Σίγουρα οι ίδιοι οι παίκτες, θεωρούν πως δεν φταίνε οι ίδιοι ή τέλος πάντων ότι έχουν τη μικρότερη ευθύνη. Μωρέ τι μας λέτε…

 

Έχουν μανουριάσει αρκετές φορές με δημοσιογράφους τους τελευταίους μήνες αρκετοί διεθνείς. Με ύφος χιλίων Καρδιναλίων πάνε στις συνεντεύξεις, μπλαζέ και «δύσκολοι», με τσιτάτα του τύπου «θα μας βρείτε απέναντι», «μάλλον έβλεπες άλλο ματς», «μην μας πυροβολείτε», «σας θέλουμε δίπλα μας», «να σέβεστε την Εθνική που έχει χαρίσει στην Ελλάδα τόσες χαρές» (για τον Χολέμπας και την αντίδρασή του μετά το ματς, απαξιώ να σχολιάσω…). Βεβαίως, πολλές χαρές, όχι όμως από τη συγκεκριμένη Εθνική, αλλά τις προηγούμενες. Κι επειδή οι αποδόσεις του παρελθόντος δεν εξασφαλίζουν τις μελλοντικές, ούτε οι επιτυχίες του παρελθόντος δίνουν αιώνια ασυλία στις χλαπάτσες του μέλλοντος, καλύτερα να μιλάνε λιγότερο και να παίζουν περισσότερο.

 

Και καμιά «συγνώμη» ποτέ δεν έβλαψε κανέναν, ειδικά όταν «απαιτείς» με τον τρόπο σου τα συχαρίκια και την αποθέωση όποτε κάνεις κάτι καλά. Να βγουν αντρίκεια όλοι αυτοί οι ωραίοι τύποι και να μιλήσουν ανθρώπινα και ταπεινά και μετά από τις ήττες, όπως κορδώνονται και φουσκώνουν σαν παγόνια για να μιλήσουν όταν πάνε Μουντιάλ ή όταν φτάνουν στους «16» του κόσμου. Να δέχονται την κριτική όπως δέχονται το χειροκρότημα κι αν θεωρούν ότι η κριτική είναι άδικη, σκληρή ή κακόπιστη, να το πουν απλά και κατανοητά, χωρίς να μας απειλούν ότι δεν θα μας ξαναμιλήσουν, λες και θα πέσουμε σε κατάθλιψη.

 

Ο ποδοσφαιριστής είναι για να παίζει μπάλα, όπως ο δημοσιογράφος είναι για να γράφει γι” αυτό που βλέπει και ο φίλαθλος/οπαδός είναι για να πληρώνει εισιτήριο και να πηγαίνει στο γήπεδο. Απλά και κατανοητά, για να μην μπερδευόμαστε. Κι όπως κανείς δεν έχει την απαίτηση από έναν δημοσιογράφο ή έναν φίλαθλο να παίζει μεγάλη μπάλα, έτσι δεν υπάρχει και καμία απαίτηση από έναν ποδοσφαιριστή να έχει το επικοινωνιακό γκελ του Τσίπρα. Αλλά άμα θέλουν να μιλάνε με τη μαγκιά του Μεϊμαράκη, ας έχουν τουλάχιστον την τσίπα ή την ειλικρίνεια, να παραδέχονται την ήττα τους, να αναλαμβάνουν τις ευθύνες τους και να συγχαίρουν τον αντίπαλο όπως έκανε ο Βαγγέλας. Και να μην τα ρίχνουν πάντα σε αυτούς που τους ασκούν κριτική για τα χάλια που έχουν.

Πηγή: Sportit.gr