Είναι αμέτρητες οι διαφορετικές οπτικές γωνίες από τις οποίες μπορεί να κοιτάξει κανείς το θαύμα της Λέστερ, την πιο mainstream κατάκτηση πρωταθλήματος από σύλλογο στην σύγχρονη ιστορία του ποδοσφαίρου, όπως κανείς εύκολα διαπιστώνει δίχως πολλή μελέτη της συμπεριφοράς του πλανήτη στα social media. Κι είναι αμέτρητα τα οφέλη του ποδοσφαίρου από αυτό που συνέβη φέτος στο αγγλικό, δηλαδή το μεγαλύτερης απήχησης πρωτάθλημα ποδοσφαίρου στον πλανήτη.
Το μεγαλύτερο όφελος είναι η υπενθύμιση της φύσης του ποδοσφαίρου, δηλαδή η διάσταση του απρόβλεπτου, που δίνει το δικαίωμα στον Δαβίδ να οραματίζεται ότι μπορεί να κινήσει τους Γολιάθ. Η ιστορία της Λέστερ, όπως καλά είχε αρχίσει να προφητεύει από τον περασμένο Φεβρουάριο ο Κλαούντιο Ρανιέρι, δίνει πολύ κουράγιο σε όλους αυτούς που οραματίζονται ότι μπορούν να νικήσουν τον πλουσιότερο, τον ακριβότερο, τον πιο έμπειρο. Δεν είναι όμως μόνο αυτή η μεγαλύτερη επιρροή που ασκεί το θαύμα της Λέστερ στο ποδόσφαιρο. Διότι τώρα που οι προπονητές, οι μελετητές και αναλυτές του ποδοσφαίρου ανά τον πλανήτη κάνουν δεύτερες αναγνώσεις προκειμένου να κατανοήσουν και να ερμηνεύσουν την επιτυχία της Λέστερ ώστε να διδαχθούν από αυτή, η παγκόσμια κοινωνία του ποδοσφαίρου έχει μπροστά της το καλύτερο παράδειγμα που τεκμηριώνει τον ισχυρισμό ότι το ποδόσφαιρο δεν είναι και δεν πρόκειται να γίνει ψηφιακό παιχνίδι αλλά παιχνίδι των ποδοσφαιριστών.
Στην εποχή της τεχνολογικής έκρηξης οι προπονητές και οι ποδοσφαιρικοί διευθυντές ανά τον πλανήτη καίνε τους εγκεφάλους τους, επηρεασμένοι από τις αλλαγές που φέρνουν στην καθημερινότητα του ποδοσφαίρου τα τεχνολογικά εργαλεία. Οπτικοποιούν και επεξεργάζονται μέχρι και την τελευταία πληροφορία που είναι δυνατόν να ληφθεί και να καταγραφεί από έναν υπολογιστή, προσχεδιάζουν τις ατομικές και ομαδικές προπονήσεις, βομβαρδίζουν τους ποδοσφαιριστές με πληροφορίες και επιχειρούν να προσχεδιάσουν κάθε ποδοσφαιρικό αγώνα. Ολη αυτή η εξέλιξη, η οποία εδώ και καιρό καταδιώκει τους αρτίστες ποδοσφαιριστές, φτάνει να αντιλαμβάνεται τον ποδοσφαιριστή ως διεκπεραιωτή, ο οποίος αναλαμβάνει την ευθύνη να εκτελεί εντολές και να μην αυτοσχεδιάζει.
Ο πρώτος που ρίζωσε μια σημαντική αμφιβολία σε όσους σκέφτονται την προπονητική εξέλιξη του ποδοσφαίρου ήταν, πριν από 12 χρόνια, ο Οτο Ρεχάγκελ, που σόκαρε τον πλανήτη φτάνοντας με την ανυπόληπτη ποδοσφαιρικά Ελλάδα στην κατάκτηση του Euro 2004. Η δική του επιτυχία επηρέασε την προπονητική, αφού λειτούργησε ως υπενθύμιση για την ύπαρξη του “απλού ποδοσφαίρου”. Οι οπαδοί της εξέλιξης όμως βρήκαν σχετικά εύκολα το επιχείρημα που έπειθε ότι επρόκειτο για μια εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα. “Ηταν ένα τουρνουά 30 ημερών, ήταν μια επιτυχία σε διοργάνωση των 6 αγώνων, συμβαίνει σπάνια τέτοιο ατύχημα αλλά μπορεί να συμβεί αν υποτιμήσεις μια ομάδα. Σε πρωτάθλημα που διαρκεί 9 μήνες δεν μπορεί να συμβεί ποτέ”.
Συνέβη όμως. Ενας προπονητής που προσελήφθη χωρίς σχέδιο και παρουσιάστηκε σε κλίμα αμφισβήτησης σχετικά με την καταλληλότητά του για να επιτύχει τον στόχο μιας άνετης παραμονής στην κατηγορία κατάφερε να κατακτήσει το πιο εμπορικό πρωτάθλημα συλλόγων στον πλανήτη. Και το κατάφερε με ρόστερ που το περασμένο καλοκαίρι κόστιζε λιγότερο από όσο ένας καλός παίκτης της πλειονότητας των παραδοσιακών διεκδικητών του τίτλου, ένας Μαρσιάλ. Και δεν είναι μόνο η έκπληξη και το ποιόν αυτών που έκαναν την έκπληξη. Είναι και ο τρόπος. Η βασική ιδέα του Κλαούντιο Ρανιέρι, ο οποίος παραβίασε μια σειρά από νόμους της “προπονητικής τεχνολογίας αιχμής”, θα έχει μεγάλη επιρροή στην προπονητική. Διότι ο Ρανιέρι αναβίωσε τις ημέρες της εμπειρικής προπονητικής, αυτής που άρχισε να εξαφανίζεται από το υψηλότερο επίπεδο του ποδοσφαίρου πριν από περίπου μια δεκαπενταετία.
Στα 63 του, ένας Ιταλός λάτρης της τακτικής άφησε στην άκρη τις προηγούμενες θεωρίες του και έφτιαξε τέσσερις – πέντε τύπους εμπειρικών τακτικών, οι οποίες προέκυψαν μέσα από την παρακολούθηση της ομάδας του στα πρώτα της παιχνίδια. Και το σπουδαιότερο που έκανε ήταν ότι τα παραδέχθηκε όλα αυτά δημοσίως, με εντυπωσιακή απλότητα και σεμνότητα. Αυτή είναι η μεγαλύτερη προσφορά του, διότι λειτουργεί ως παρότρυνση προς τους προπονητές για να αφήσουν για λίγο τα tablets και τις ψηφιακές εφαρμογές της προπονητικής και να αφοσιωθούν στην παρακολούθηση της αγωνιστικής συμπεριφοράς των ποδοσφαιριστών τους, των πρωταγωνιστών του ποδοσφαιρικού παιχνιδιού. Στην εποχή που οι εφαρμογές σου δείχνουν πού πρέπει να βρίσκεται ο ποδοσφαιριστής και πού πρέπει να πασάρει στον συντομότερο χρόνο, ο Ρανιέρι άφησε τον Μαχρέζ να πηγαίνει ντριμπλάροντας και να σημαδεύει από απόσταση τον Βάρντι. Κι άφησε τον Βάρντι να σουτάρει από όπου του 'ρχόταν.
Στην εποχή που οι προπονητές που επηρεάζονται από την σχολή του Πεπ Γκουαρδιόλα σχεδιάζουν τις προπονήσεις και ζητούν πιστή εφαρμογή των εντολών, ο Ρανιέρι απαγόρευε στον Βάρντι να κάνει “τελειώματα” στις προπονήσεις προκειμένου να ξεκουράζει τα πόδια του και να αποφύγει τους μυϊκούς τραυματισμούς, και μείωνε τις ασκήσεις τακτικής στην μία και μόνη ημέρα ανά εβδομάδα που έκανε τέτοιες προκειμένου να μην κουράζει το μυαλό των ποδοσφαιριστών και να μη γίνεται δυσάρεστος και χαλάει το κλίμα της παρέας που είχε δημιουργηθεί. Μιμούμενος τον προπονητή της αλάνας, ο Ρανιέρι κατέκτησε το πιο ανταγωνιστικό πρωτάθλημα της Ευρώπης δίδοντας απλές βασικές εντολές και μετατρέποντας σε “κομπίνες” όλες τις επιθέσεις που είδε, συμπτωματικά αρχικώς, να “βγαίνουν” στη διάρκεια των αγώνων μέσα από συνδυασμούς ποδοσφαιριστών που εκμεταλλεύονταν καθένας τα δικά του προτερήματα.
Η Λέστερ ήταν, σε όλο το πρωτάθλημα, βαρετή στο μάτι αυτού που περιμένει να ψυχαγωγηθεί με συνδυαστικό ποδόσφαιρο, γρήγορο ρυθμό, μεγάλο αριθμό ευκαιριών, μεγάλη κατοχή της μπάλας. Στο τελευταίο της παιχνίδι, κόντρα στη Γιουνάιτεντ, ήταν αφόρητα βαρετή. Το ποσοστό της κατοχής της ήταν κάτω του 35%, πέτυχε γκολ με στατική φάση, προτού καν δημιουργήσει ευκαιρία σε ανοιχτό παιχνίδι. Παρακολουθώντας την πλειονότητα των αγώνων της έπιανα τον εαυτό μου να κατανοεί τι τράβηξαν οι ποδοσφαιρόφιλοι ανά τον πλανήτη με την Εθνική Ελλάδας το καλοκαίρι του 2004, τότε που δεν άντεχαν να βλέπουν να βγαίνει συνεχώς νικήτρια μια ομάδα που δεν παρήγαγε ποσότητα δημιουργικού ποδοσφαίρου στα παιχνίδια της. Η Λέστερ ήταν βαρετή επειδή είναι η πιο γήινη πρωταθλήτρια που εμφανίστηκε ποτέ στη σύγχρονη ιστορία του ποδοσφαίρου σε ένα από τα μεγαλύτερα πρωταθλήματα στην Ευρώπη. Ηταν βαρετή επειδή δεν ήταν καθόλου ψηφιακή. Ηταν βαρετή επειδή δεν έπαιξε ποτέ ψηφιακό ποδόσφαιρο, της εποχής του playstation. Ηταν βαρετή επειδή έπαιξε ποδόσφαιρο της προηγούμενης εποχής και με ποδοσφαιριστές της προηγούμενης εποχής, σαν τον Μόργκαν με τα παραπανίσια κιλά. Είναι μακράν της δεύτερης η πιο βαρετή από τις πρωταθλήτριες στα μεγάλα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα, αλλά την ίδια στιγμή είναι και η πιο συμπαθής, ακριβώς επειδή είναι τόσο γήινη.
Πηγή: gazzetta.gr