Επίσης, όσο πιο πολύ την ακούς, να έχεις τη βεβαιότητα ότι κάμποσοι αντζέντηδες έβγαλαν του κόσμου τα λεφτά και μια σειρά από ομάδες οδηγήθηκαν στη χρεοκοπία με ταχύτητες μεγάλες, σκορπώντας χρήματα για ποδοσφαιριστές που κακώς αποκτήθηκαν. Αλλά όλα αυτά ίσχυαν κάποια χρόνια πριν – για την ακρίβεια ίσχυαν όταν ποδόσφαιρο υπήρχε.

Το απόλυτο σουξέ του καλοκαιριού

Όλα τα προηγούμενα χρόνια, που τέτοια εποχή υπήρχαν χρήματα για μεταγραφές, το «για το ελληνικό πρωτάθλημα είναι όμως καλός» ήταν το απόλυτο σουξέ του καλοκαιριού. Τα δώδεκα τελευταία χρόνια πέρασαν από το ελληνικό πρωτάθλημα περισσότεροι από χίλιους πεντακόσιους ξένους ποδοσφαιριστές – το νούμερο πλησιάζει τους δύο χιλιάδες! Υπήρξαν πολλές ομάδες με περισσότερους από 14 ξένους στο ρόστερ τους. Ολες σχεδόν οι ομάδες πόνταραν (και πολύ συχνά) σε ποδοσφαιριστές που μπορεί να μην έρχονταν από σεζόν σπουδαίες, που μπορεί να είχαν πάρει τα κάτω τους αλλά πληρούσαν το βασικό κανόνα που ένας Θεός ξέρει ποιος έφτιαξε: ήταν – κατά τη γνώμη όποιον εισηγούταν την απόκτησή τους - καλοί για το ελληνικό πρωτάθλημα, συνήθως γιατί συνέβαινε να έχουν ένα καλούτσικο βιογραφικό και να έχουν περάσει από κάποια γνωστή ομάδα.

Οι ίδιοι δεν το έχουν σε εκτίμηση

Ένα από τα πιο περίεργα πράγματα που συμβαίνει στην Ελλάδα είναι ότι οι πρώτοι που δεν έχουν σε εκτίμηση το ελληνικό πρωτάθλημα είναι οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές του, δηλαδή οι παράγοντες των ομάδων, αλλά και οι προπονητές και οι ποδοσφαιριστές. Διαλυμένοι οι πιο πολλοί από την πίεση της εξέδρας, (αλλά και - ειδικά οι παράγοντες - από την άγνοια του πως μπορεί να φτιάξουν μια ομάδα που να παίζει κάπως καλό ποδόσφαιρο…), πείθουν τον εαυτό τους ότι το ελληνικό πρωτάθλημα είναι κάτι τόσο μέτριο, ώστε σε αυτό μπορεί να κάνει τη διαφορά ο καθένας! Κάκιστο είναι το πρωτάθλημά μας οργανωτικά και είναι και συνήθως φτωχό σε θέαμα, αφού δυστυχώς σε αυτό παίρνουν μέρος πολλές ομάδες με πρώτο στόχο την αποφυγή της ήττας. Όμως από πουθενά δεν προκύπτει πως εδώ μπορεί να ρθει ο οποιοσδήποτε και να κάνει καριέρα: οι θεαματικές αποτυχίες των «γνωστών» ονομάτων ειδικά, που ήρθαν στην Ελλάδα έχοντας περάσει προ πολλού τα 30, είναι περισσότερες από τις επιτυχημένες παρουσίες τους. Για κάθε Ριβάλντο υπάρχουν ένας Εσιέν κι ένας Μπερμπάτοφ, για κάθε Καρεμπέ ένας Γκούντιονσον κι ένας Κονσεϊσάο, για κάθε Κοντρέρας και κάθε Ιμπαγάσα ένας Ντάνι κι ένας Αμορόζο.

Η μεγάλη σπατάλη
Τα χρόνια της μεγάλης σπατάλης πληρώνονταν ένα σωρό χρήματα για παίκτες που δεν χρειάζονταν κι όχι μόνο για βετεράνους με μεγάλο όνομα. Πληρώνονταν χρήματα για ξένους τερματοφύλακες για να είναι αναπληρωματικοί και να παίζουν πέντε ματς το χρόνο στο κύπελλο. Πληρώνονταν ξένοι αναπληρωματικοί σέντερ μπακ, που έκαναν συνήθως διακοπές, πληρώνονταν εικοσάχρονοι άπειροι μεν, πλην όμως -τάχα μου- ταλαντούχοι, χαφ, πληρώνονταν επιθετικοί που ανάθεμα κι αν είχαν βάλει ποτέ τους γκολ, αλλά που οι αντζέντηδες το καλοκαίρι διαβεβαίωναν πως στο ελληνικό πρωτάθλημα θα κάνουν τη διαφορά! Το να πληρώσεις κάποιον πολλά και να μη σου βγει, συμβαίνει παντού: μιλάμε για ποδόσφαιρο. Το να πετάς όμως ένα σωρό χρήματα νομίζοντας ότι το πρωτάθλημά σου είναι τόσο μέτριο, ώστε ο καθένας σε αυτό μπορεί να λάμψει είναι μια ανοησία! Σήμερα χρήματα πολλά δεν υπάρχουν, αλλά και πάλι στην Ελλάδα υπάρχουν ένα σωρό ξένοι παίκτες που κερδίζουν ωραία χρήματα ως μόνιμοι αναπληρωματικοί πχ. Δεν μιλάω μόνο για μεγάλες ομάδες. που παραδοσιακά προτιμούν από το να δώσουν ευκαιρίες σε πιτσιρικάδες να γεμίσουν τον πάγκο τους με ξένους, αλλά για όλες σχεδόν τις ομάδες. Ο Ατρόμητος, ο Αστέρας Τρίπολης, η Ξάνθη, ο Λεβαδειακός η Βέροια κι ο Πλατανιάς, ακόμα και η Καλλονή στο σύντομο πέρασμά της από τη Σουπερλίγκα πλήρωσαν τα τελευταία χρόνια δεκάδες ξένους παίκτες γνωρίζοντας ότι δεν προορίζονται για βασικοί. Γιατί; «Γιατί ήταν καλοί όμως για το ελληνικό πρωτάθλημα» - καλοί κυρίως για να κάθονται στον πάγκο και να μην παίζουν!

Αρκεί να τους δούμε

Ποτέ δεν κατάλαβα ποιός το λάνσαρε αυτό ως φιλοσοφία – ποιος δηλαδή έκρινε ότι στην Ελλάδα ισχύουν άλλα από αυτά που ισχύουν για το ποδόσφαιρο παντού στον κόσμο. Το βέβαιο είναι ότι όποιος το έκανε, βοήθησε κάμποσες ομάδες να διαλυθούν οικονομικά αποκτώντας κάτι απίθανους, που έκαναν το πρωτάθλημα μας κάπως χειρότερο από ότι ήταν όταν οι ξένοι ήταν μετρημένοι στα δάχτυλα. Μόνο που σήμερα – ενώ όλα αυτά ισχύουν – υπάρχει μια μεγάλη διαφορά: ποδόσφαιρο δεν παίζεται πια, ο κόσμος αρχίζει να το διαγράφει ως συνήθεια και αυτό είναι μια καινούργια πραγματικότητα με την οποία οι ομάδες πρέπει να αναμετρηθούνε. Οπότε καλώς φέρνουν γνωστά ονόματα: και τίποτα να μην κάνουν μας θυμίζουν ότι υπάρχει ακόμα ποδόσφαιρο.

Στην Ελλάδα ποδόσφαιρο δεν παίζεται για να συζητάει ο Κουτσοκούμνης με τον Κοντονή για νόμους και παρανόμους. Σε λίγο οι πιτσιρικάδες θα μαζεύουν χαρτάκια με τα ονόματα των δικαστών της δευτεροβάθμιας πειθαρχικής επιτροπής και στα γήπεδα θα φωνάζουν ρυθμικά τα ονόματα της ΕΕΑ. Με δεδομένη αυτή την εξέλιξη γονατίζω κι εγώ και προσκυνώ τη λογική του «για το ελληνικό πρωτάθλημα όμως είναι καλός» και χαιρετίζω τον ερχομό όλων των βετεράνων και ντεσπεράντο, που ήρθαν φέτος το καλοκαίρι, μολονότι βαθιά μέσα μου πιστεύω πως ελάχιστοι θα προσφέρουν κάτι και το πιθανότερο είναι να βρισκόμαστε μπροστά σε νέους Εσιέν και νέους Βαλντέζ και Μπερμπάτοφ. Λέω ότι όλοι είναι καλοδεχούμενοι. Δεν το λέω γιατί με χτύπησε ο ήλιος στο κεφάλι: το λέω από καρδιάς ότι όλοι «για το ελληνικό πρωτάθλημα είναι όλοι καλοί». Αρκεί να ξεκινήσει το ρημάδι, γιατί δεν αντέχω άλλο Κουτσοκούμνη, Κοντονή, ΕΠΟ, Σουπερλίγκα, ισπανικό μοντέλο διαιτησίας και εκλογές της ΕΠΣ Παπάρας. Παρόλο που βλέπω πως όλο αυτό το χάλι απέκτησε προσωπικούς οπαδούς, προτιμώ ακόμα το ποδόσφαιρο, έστω κι από παίκτες που πιθανότατα σε άλλη χώρα δουλειά δεν θα έβρισκαν. Ναι, για το ελληνικό πρωτάθλημα είναι καλοί όλοι τους. Αρκεί να τους δούμε να παίζουν…

Πηγή: Karpetshow.gr