Ο κεντρικός αμυντικός των Βεστφαλών, που τραυματίστηκε σοβαρά στο χέρι, διηγήθηκε σε συνέντευξή του στο «Antena 3, όλες τις συγκλονιστικές στιγμές που βίωσε, λέγοντας χαρακτηριστικά: "Ας μου έκοβαν το χέρι, φτάνει που ήμουν ζωντανός...".
Αναλυτικά:
«Είναι 19:00 το απόγευμα και κατεβαίνουμε από το ξενοδοχείο στο λεωφορείο. Ανεβαίνουμε, είμαι από τους τελευταίους, πολύ ήρεμος. Το πλήθος είχε συγκεντρωθεί, ήταν πολύ σημαντικό ματς. Πάντα κάθομαι στην ίδια θέση, πίσω και δεξιά. Ήμουν με το κινητό και σε ένα ανοιγοκλείσιμο των ματιών πέρασα από την ηρεμία στον καπνό».
«Υπάρχει πολύς θόρυβος και νιώθω ένα καυτό αέρα στο πρόσωπο. Εκείνη τη στιγμή είδα τα πρόσωπα των συμπαικτών, φοβήθηκα πολύ, δεν ξέραμε τι συμβαίνει. Δεν μπορούσα να κουνηθώ, είχα παραλύσει».
«Όταν ήμουν στο ασθενοφόρο δεν με ένοιαζε ακόμα κι αν μου έκοβαν το χέρι, ήμουν απλά ευγνώμων που ήμουν ζωντανός».
«Πονούσα πολύ στο χέρι μου, και όταν ο γιατρός, μετά την εγχείριση, μου είπε ότι θα μπορούσα να παίξω σε ένα μήνα, ήταν απίστευτο. Ήμουν τυχερός που ήταν καθαρό σπάσιμο και δεν επηρέασε τένοντες και συνδέσμους».
«Το χέρι μου κρεμόταν, δεν μπορούσα να το κουνήσω. Ούρλιαζα από τον πόνο και τον τρόμο, δεν ξέραμε αν θα έπρεπε να κινηθούμε ή αν ερχόταν κι άλλο κακό. Ήρθε ο γιατρός και ήθελα να κοιμηθώ, δεν ένιωθα καλά εξαιτίας του πόνου. Ο γιατρός με χαστούκισε και μου είπε: μην αποκοιμηθείς Μαρκ».
«Μίλησα και συνειδητοποίησα ότι δεν μπορούσα να κοιμηθώ γιατί δεν θα ξυπνούσα. Άρχισα να σκέφτομαι την κόρη μου, να ηρεμώ με τα μάτια ανοιχτά. Το ασθενοφόρο ήρθε και ήταν 10 με 15 λεπτά που διήρκησαν για πάντα».
«Ο γιατρός μου είπε να είμαι δυνατός και να μην κοιμηθώ, όμως έκλαιγα και κοιτούσα έξω από το παράθυρο, αυτό ήταν το πρόβλημα».
«Δεν το εύχομαι σε κανέναν. Οι πρώτες μου σκέψεις ήταν για το ποιος είναι ζωντανός, αν μπορούσα να κουνηθώ ή όχι και μετά το να φύγω μακριά από εκεί».
«Ήμουν σε σοκ. Ζαλιζόμουν. Μετά είδα ότι μπορούσα να κουνήσω τα πόδια μου αλλά το χέρι μου με πονούσε και αιμορραγούσε πολύ. Ακόμα θυμάμαι τα πάντα».