Ανάμεσα στους νεκρούς στην τραγωδία της Θύρας 7 στις 8-2-81 δεν υπήρχαν μόνο οπαδοί του Ολυμπιακού. Μεταξύ των 21 οπαδών που έχασαν άδικα τη ζωή τους ήταν και ο 18χρονος οπαδός της ΑΕΚ, Γεράσιμος Αμίτσης.

Ο αδικοχαμένος Ενωσίτης δεν ήταν ο μόνος φίλος του Δικεφάλου που είδε τον αγώνα απ’τη συγκεκριμένη εξέδρα την μαύρη εκείνη μέρα. Και άλλοι υποστηρικτές των «κιτρινόμαυρων» είχαν πάει στο γήπεδο, υπήρξαν μάρτυρες και είδαν με τα μάτια τους οπαδούς να ξεψυχούν στα σκαλιά και στα κάγκελα.

Ένας από αυτούς ήταν και ο Μιχάλης Ιωαννίδης. Ο οπαδός της ΑΕΚ διηγήθηκε την συγκλονιστική ιστορία, όπως την έζησε εκείνος και στο τέλος προσπάθησε να στείλει το δικό του διδακτικό μήνυμα. Γιατί μπροστά στον θάνατο, τα χρώματα ξεθωριάζουν και το οπαδικό μίσος στερεύει...

Τι ίσχυε εκείνη την εποχή για τις εκτός έδρας αναμετρήσεις στα μεγάλα ντέρμπι;

«Τότε έμενα στην Καλλιθέα και ήμουν μέλος του τοπικού Συνδέσμου Φιλάθλων ΑΕΚ. Μου έδωσαν δύο εισιτήρια και πήγα με ένα φίλο μου. Αλλά μου είπαν ότι δεν κατάφεραν να πάρουν εισιτήρια σε μία θύρα, αλλά μεμονωμένα σε διάφορες θύρες του γηπέδου. Ο Ολυμπιακός δεν τους έδωσε εισιτήρια για να πάμε όλοι οι οπαδοί της ΑΕΚ ομαδικά και να κάτσουμε σε μία θύρα. Δεν υπήρχε αυτό άλλωστε τότε».

Εσύ πώς βρέθηκες στη Θύρα 7 εκείνη τη μαύρη μέρα;

«Στο σύνδεσμο τους είχαν περισσέψει λίγα εισιτήρια και όλα στη Θύρα 7. Τα πήρα χωρίς δεύτερη σκέψη, γιατί θέλαμε να δούμε από κοντά το ντέρμπι. Πήγαμε με τον φίλο μου και φυσικά ήμασταν πολύ ήσυχοι. Πού να φωνάξεις εκεί μέσα. Συν τοις άλλοις, η εικόνα της ΑΕΚ και το τελικό σκορ δεν έδωσε το κίνητρο για να σηκωθείς και να φωνάξεις».

Πώς έγινε το κακό;

«Όταν τελείωσε ο αγώνας, οι οπαδοί του Ολυμπιακού ήταν σε κατάσταση έξαρσης απ’τη χαρά που είχαν για το αποτέλεσμα. Με φωνές και… γιούρια, άρχισαν να αποχωρούν ομαδικά απ’την εξέδρα προς τις σκάλες για να κατέβουν προς την έξοδο και να βγούνε. Το θυμάμαι σαν να ήταν χθες πώς γλυτώσαμε. Είχα πει στο φιλαράκι μου που βιαζόταν, “κάτσε λίγο να αδειάσει η εξέδρα, μή γίνει τίποτα, γιατί γινόταν πράγματι χαμός”. Αυτή η απόφαση μας έσωσε τη ζωή. Όταν μετά από λίγο πήγαμε να φύγουμε και εμείς, είδαμε στις σκάλες ένα τρομερό πλήθος κόσμου να προσπαθεί να επιστρέψει πίσω στην εξέδρα και άλλος τόσος να κατεβαίνει τραγουδώντας και να τους στριμώχνει. Άθελά τους βέβαια. Δεν μπορούσε να κουνηθεί κανείς. Έγινε τρομερός συνωστισμός. Σφηνώσαμε, δεν μπορούσαμε να αναπνεύσουμε. Μας είχε κοπεί η φωνή, μας είχαν κοπεί οι δυνάμεις. Δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα».

Πώς σωθήκατε;

«Με υπερπροσπάθεια και φυσικά με τη βοήθεια του Θεού, ήμασταν και αρκετά ψηλά στις σκάλες, γι’αυτό καταφέραμε και επιστρέψαμε στις κερκίδες. Όσοι μπόρεσαν και βγήκαν ξανά στην εξέδρα, λέγανε, ότι η πόρτα στο τέλος της σκάλας ήταν κλειστή».

Τί αντίκρισες όταν καταφέρατε και βγήκατε απ’το Καραϊσκάκη;

«Μείναμε τελευταίοι. Όταν μετά από αρκετή ώρα άδειασε η Θύρα εντελώς βρέθηκα μπροστά σε ένα θέαμα που δεν θα το ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου. Είδαμε πεθαμένα άτομα στις σκάλες, πρισμένα και μελανιασμένα απ’την ασφυξία, τραυματίες να ζητάνε βοήθεια. Περάσαμε πάνω από νεκρούς για να κατέβουμε τις σκάλες και να βγούμε έξω. Σε τέτοιες ακραίες καταστάσεις τα χρώματα ξεθωριάζουν και εξαφανίζονται. Δεν υπάρχουν ΑΕΚτζήδες, Ολυμπιακοί, Παναθηναϊκοί, ΠΑΟΚτσήδες. Μπροστά στον θάνατο, δεν μπορείς να κάνεις τέτοιους διαχωρισμούς. Γι’αυτό, εγώ με τον φίλο μου βγάλαμε δύο παλικάρια που έτρεμαν απ’το σοκ και άλλους οπαδούς που ήταν ημιλιπόθυμοι. Τότε είδα, ότι πράγματι η πόρτα ήταν μισάνοιχτη».

Τί έλεγε ο κόσμος έξω απ’το γήπεδο;

«Ο κόσμος έλεγε, αυτό που θεωρείται ως αιτία του κακού μέχρι σήμερα. Ότι οι θυρωροί άργησαν να ανοίξουν τη θύρα».

Πώς ήταν το Καραϊσκάκη απέξω;

«Ήταν σαν πεδίο μάχης! Έβλεπες παντού τραυματιές και νεκρούς ξαπλωμένους παντού και τα ασθενοφόρα να πηγαινοέρχονται. Αυτά έζησα, είδα και με σημάδεψαν».

Μετά από πόσο καιρό κατάφερες να ξεπεράσεις το σοκ της τραγωδίας;

«Οι πληγές που άφησε είναι ανεξίτηλες. Δεν σβήνονται, παιδιά τέτοια πράγματα, αυτή η φρίκη. Τότε έκανα να κοιμηθώ 2 μήνες! Στα αυτιά μου άκουγα συνεχώς τις ίδιες φωνές και τους θρήνους. Η αποτρόπαια θέα των πτωμάτων είχε καρφωθεί στο υποσυνείδητό μου και αναπαρήγαγε αυτες τις εικόνες κατ’εξακολούθηση. Ακόμα και σήμερα γίνεται αυτό».

Στο γήπεδο πότε ξαναπήγες;

«Μετά από τρία χρόνια».

Τι θα ήθελες να πεις σαν επίλογο της ιστορίας σου;

«Ο θεός να αναπαύσει τις ψυχές αυτών των νέων παιδιών που χάθηκαν άδικα. Να δώσει και να μην ξαναζήσει καμιά μάνα, κανένας πατέρας, κανένας αδελφός ή αδελφή, κανένας οπαδός, καμιά ομάδα τέτοια τραγωδία».