Η Εθνική Ελλάδας δεν κατάφερε να προκριθεί στην τελική φάση του Μουντιάλ της Ρωσίας, το οποίο κάνει πρεμιέρα την Πέμπτη. Αυτή η αποτυχία ήρθε 38 χρόνια μετά την πρώτη μεγάλη διάκριση του ελληνικού ποδοσφαίρου σε επίπεδο ομοσπονδιακών συγκροτημάτων. Αναφερόμαστε στη συμμετοχή της «γαλανόλευκης» στο Euro 1980 για πρώτη φορά στην ιστορία της, η πρεμιέρα του οποίου έγινε σαν σήμερα, στις 11 Ιουνίου.
Ο Νίκος Χρηστίδης που ήταν ένα από τα μέλη της γαλανόλευκης εκείνη την εποχή μίλησε στο sportdog.gr και ανέλυσε εκείνη τη διάκριση της Εθνικής σε συνδυασμό με την αποτυχία του 2018. Έδωσε μάλιστα γαργαλιτικές λεπτομέρειες για την εγκληματική ανοργανωσιά που κυριαρχούσε πάντοτε στο ποδόσφαιρό μας.
«Η Ελλάδα πάντοτε διεκδικούσε την πρόκριση. Ήταν 2-3 φορές που απέτυχε στο νήμα. Έτσι και αυτή τη φορά, το 1980, υπήρχε η πίστη ότι θα τα καταφέρουμε», ήταν η πρώτη ατάκα του παλαίμαχου τερματοφύλακα και συνέχισε λέγοντας: «Οι προκριματικοί αγώνες ξεκίνησαν με δύο εκτός έδρας παιχνίδια. Είχαν προηγηθεί στην Ελλάδα τα παιχνίδια Κυπέλλου. Η ΑΕΚ απέκλεισε τον Ολυμπιακό και ο ΠΑΟΚ τον Άρη. Η Εθνική είχε στις τάξεις της παίκτες από τις αποκλεισμένες ομάδες, οι οποίοι δεν είχαν καλή ψυχολογία. Αυτή η κακή συγκρότηση της ομάδας φάνηκε μετά. Στη Φινλανδία χάσαμε 3-0 και στη συνέχεια παίζαμε με τη Σοβιετική Ένωση στο Ερεβάν της Αρμενίας. Εδώ υπάρχει μία ολόκληρη ιστορία. Και μάλιστα εξ αιτίας αυτής της ιστορίας, εγώ κόντεψα να σκοτωθώ στο γήπεδο...».
Τι εννοείτε;
«Κάθε χώρα φρόντιζε για τη μετακίνησή της. Αντί να πάμε κατευθείαν στο Ερεβάν, σε 2,5 ώρες, πήγαμε αεροπορικώς μέσω Μόσχας. Εκεί πήραμε την πληροφόρηση ότι δεν θα πετάξουμε για Ερεβάν κατευθείαν, αλλά θα κοιμηθούμε στο ξενοδοχείο του αεροδρομίου. Την άλλη μέρα, αντί για πρωί, μας κανόνισαν να δύγουμε δέκα το βράδυ. Δεν φτάνει που θα τρώγαμε τη μία μέρα της μετακίνησης και θα φτάναμε Τρίτη στο Ερεβάν, ενώ Τετάρτη παίζαμε, προστέθηκε και η ακύρωση της πτήσης σαν κερασάκι στην τούρτα της ταλαιπωρίας.
Αντιδράσαμε, ζητήσαμε να αναβληθεί ο αγώνας. Αλλά επειδή θα ερχόταν στη Μόσχα ο Υπουργός Εξωτερικών, Ράλλης για μία επίσκεψη, μας είπαν “θα πάτε οπωσδήποτε να παίξετε. Δεν θέλουμε πρόβλημα”. Εμείς όμως πληρώσαμε τη νύφη...
Μόλις φτάσαμε στο Ερεβάν ήταν ξημερώματα Τετάρτης. Πήγαμε στο ξενοδοχείο να κοιμηθούμε αμέσως, γιατί στις 17:00 παίζαμε ματς. Περιττό να σας πω, ότι ήμασταν σαν κοτόπουλα από την κούραση. Μας έπιασε το φιλότιμο, παίξαμε και χάσαμε μόνο 2-0. Η ομάδα ό,τι μπορούσε έδωσε. Ξενυχτύσαμε στα αεροδρόμια. Εγώ δεν άντεχα την κόπωση της αϋπνίας.
Αυτό μου στοίχισε όταν επιστρέψαμε στην Ελλάδα. Παίζει η ΑΕΚ με τον Ολυμπιακό. Προηγείται η Ένωση με γκολ του Μπάγεβιτς. Στο 30' γίνεται μία φάση στην περιοχή μου. Κάνω μία έξοδο και πιάνω τη μπάλα κοντά στο πέναλτι, χαμηλά. Από την απέναντι πλευρά ερχόταν διαγώνια ο Γαλάκος, ο οποίος πάνω στην κίνησή του με χτύπησε με το γόνατο στο κεφάλι. Αν με έπιανε πιο γεμάτα εγώ θα πέθαινα στο χορτάρι. Ξεράθηκα για μία ώρα! Αυτό ήταν θέμα κούρασης. Φάνηκε. Τα αντανακλαστικά μου δεν λειτούργησαν σωστά. Αν ήμουν ξεκούραστος θα το είχα αποφύγει. Έβαλα σημάδι τη μπάλα και δεν είδα καθόλου γύρω μου να προστατεύσω τον εαυτό μου, εάν δεν είχα αυτήν την κόπωση».
Πάμε όμως στα της Εθνικής. Πως κατάφερε να πάρει το εισιτήριο τότε; «Ξεκίνησε η Εθνική με δύο αρνητικά αποτελέσματα. Στο δεύτερο παιχνίδι με τη Φινλανδία κερδίσαμε 8-1. Εγώ όμως είχα χάσει τη θέση μου λόγω του τραυματισμού. Από εκεί και πέρα άλλαξε η ψυχολογία. Συγκροτήθηκε μία καλύτερη ενδεκάδα, την οποία αποτελούσαν παίκτες κλειδί με ρόλους στο γήπεδο. Μέτρησε βέβαια το γεγονός, ότι η ΕΣΣΔ και η Ουγγαρία ήταν σε φθίνουσα πορεία. Αν ήταν σε φόρμα θα είχαμε πρόβλημα. Κερδίσαμε τους Σοβιετικούς και τους Ούγγρους και πήγαμε στο Euro της Ρώμης, το οποίο για πρώτη φορά διοργανωνόταν με 8 ομάδες. Φανταστείτε διαφορά. Σήμερα παίζει η μισή Ευρώπη ποδόσφαιρο. Τότε μόνο ένα κομμάτι».
Η απουσία της Ελλάδας από το φετινό Μουντιάλ θα μπορούσε να θεωρηθεί αποτυχία;
«Όπως προανέφερα πάντοτε η Ελλάδα διεκδικούσε την πρόκριση. Θυμάμαι κατάστάσεις που δεν περάσαμε ενώ είχαμε όλα τα φόντα. Το 1970 τσακώθηκε ο Δομάζος με τον προπονητή Γεωργιάδη. Τότε νιώσαμε λες και το έσκασε βαλσαμωμένο πουλί μέσα από τα χέρια μας. Είχαμε δυνατή ομάδα. Το 1998 με τη Δανία χάσαμε τόσα γκολ για να προκριθούμε στο Μουντιάλ. Ο Αλεξανδρής εξ επαφής στην τελευταία φάση δεν νίκησε τον Σμάιχελ. Τι θέλω να πω λοιπόν.Δικαιούμασταν να πάμε. Κάναμε προσπάθεια και στις λεπτομέρειες δεν περνούσαμε.
Όλα αυτά τα ξεπεράσαμε κάποιες φορές. Το 2004 κατέκτησε η Ελλάδα το Euro δίκαια. Και τότε η ομάδα ξεκίνησε με δύο άσχημα αποτελέσματα στα προκριματικά, με την Ισπανία και την Ουκρανία. Τότε θυμάμαι είχε μπει ο Γκαγκάτσης στα αποδυτήρια και είχε πει “αυτό είναι ντροπή. Αυτό δεν είναι ομάδα, αλλά καφενείο”. Αυτή η λέξη-κλειδί άνοιξε διάπλατα την πόρτα, όχι μόνο για να προκριθούμε αλλά να πάρουμε και το τρόπαιο. Η Εθνική έφτασε στο σημείο να γίνει ο βασικός χορηγός της ΕΠΟ. Από εκεί μάζευαν όλα τα πακέτα...».
Η επιτυχία του 2004 όμως δεν άλλαξε την εικόνα του ελληνικού ποδοσφαίρου...
«Όταν κατακτάς τέτοια τρόπαια περιμένεις η επιτυχία να βοηθήσει το ποδόσφαιρο της χώρας. Απεναντίας το διέλυσε. Γιατί; Επειδή τέτοιοι είμαστε. Είναι η νοοτροπία του Έλληνα αυτή. Αυτό οφείλεται για μένα στην αμάθεια. Δεν μας έχει εκπαιδεύσει κανείς. Δεν μπορούμε να εκμεταλλευτούμε ένα μεγάλο γεγονός. Τίποτα, ήρθε η καταστροφή. Οι παράγοντες αυτό που τους νοιάζει, είναι η προσωπική τους δόξα. Οι ποδοσφαιριστές όμως που βγήκαν έξω και έζησαν σε υγιείς ποδοσφαιρικές κοινωνίες, είδαν ότι βλέπουν διαφορετικά το ποδόσφαιρο. Δεν βλέπουν την ήττα σαν θάνατο. Απολαμβάνουν το ποδόσφαιρο. Εδώ μόνο νίκη. Τα άλλα δεν τους ενδιαφέρουν. Γι'αυτό βλέπουμε ποδοσφαιριστές να βγαίνουν έξω, αλλά το ποδόσφαιρό μας πάει πίσω.
Τώρα θέλουν να βάλουν 20 ομάδες στη Σούπερ Λιγκ για λόγους ψηφοθηρικούς. Αυτό δείχνει, ότι δεν αγαπά κανείς το ποδόσφαιρο. Τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Δεν τους νοιάζει που τα γήπεδα είναι άδεια, αρκεί οι παράγοντες να απολαμβάνουν την προβολή. Εγώ είμαι ιδιαίτερα απαισιόδοξος.
Οι Έλληνες παίκτες που βγήκαν έξω, έκοψαν τις κακές συνήθειες. Ούτε ελληνικές εφημερίδες δεν διάβαζαν. Αυτό έκανε και ο Ρεχάγκελ ως προπονητής. Κάποιοι ανόητοι πίστεψαν ότι έγινε Έλληνας. Ευτυχώς που δεν έγινε Έλληνας και παρέμεινε Γερμανός. Ο Ρεχάγκελ δεν ασχολούταν με το τι γράφει ο ελληνικός Τύπος, αλλά ο διεθνής. Μόνο αν γραφόταν κάτι στενάχωρο για αυτόν ασχολείτο».