Ήταν δεδομένο ότι η ΑΕΚ θα ήταν αυτή που θα έμπαινε περισσότερο δυνατά σε αυτό το ντέρμπι. Έχει τον αέρα της πρωταθλήτριας και είναι πιο δεμένη ομάδα, παρά τις πολλές απουσίες της, από τον πιο πλήρη Ολυμπιακό, ο οποίος δεν είχε τίποτα να χάσει. Έπαιξε πιο κλειστά και περιορίστηκε σε παθητικό ρόλο, με εξαίρεση μία επικίνδυνη σέντρα του Ποντένσε που έδιωξε ο Μπακάκης στο 3', πριν ο Λάζαρος, που άκουσε τα εξ αμάξης από την εξέδρα, γίνει απειλητικός.
Τα πρώτα δέκαλεπτα του αγώνα πέρασαν... άερα, χωρίς να συμβεί το παραμικρό. Ο ρυθμός ήταν πολύ κακός και δεν είδαμε φάση. Από το 11' και μετά η εικόνα του παιχνιδιού απέκτησε περισσότερο ενδιαφέρον, αφού η ΑΕΚ ανέβηκε και πίεσε ψηλά, με την άμυνα των Πειραιωτών να περνάει πολύ δύσκολες στιγμές.
Στο 11' η φοβερή μακρινή μπαλιά του Λαμπρόπουλου βρήκε τον Κλωναρίδη, ο οποίος έφυγε στην πλάτη της άμυνας, αλλά ο Μεριά τον πρόλαβε πριν εκτελέσει τον Γιαννιώτη. Η μεγάλη φάση ήρθε στο 14' όταν ο Λιβάγια σούταρε, αλλά ο τερματοφύλακας των ερυθρόλευκων απέκρουσε σωτήρια. Οχτώ λεπτά αργότερα όλη η κερκίδα ήταν έτοιμη να πανηγυρίσει το 1-0, το δοκάρι όμως σταμάτησε το σουτ του Μπακασέτα.
Η ΑΕΚ γενικώς προσπαθούσε να γίνει απειλητική περισσότερο από τη δεξιά πτέρυγα με Μπακάκη και Γκάλο να συνεργάζονται. Ο Γαλανόπουλος ήταν πολύ κινητικός, ενώ ο Σιμόες αν και αμυντικά ήταν καλός, κατέστρεψε αρκετές επιθέσεις από λάθος πάσες. Πίσω Τσιγκρίνσκι και Λαμπρόπουλος ήταν κέρβεροι.
Ο Ολυμπιακός επιθετικά δεν μπόρεσε να φανεί. Ήταν εξαφανισμένος στο πρώτο μέρος. Η ΑΕΚ δεν απειλήθηκε ποτέ, με εξαίρεση το δοκάρι του Χασάν στο τέλος του ημιχρόνου. Γιατί; Επειδή τα ατού είχαν περιοριστεί. Λάζαρος, Ποντένσε και Φορτούνης δεν μπόρεσαν να πάρουν μία ατομική προσπάθεια πάνω τους και να φτιάξουν κάποια ευκαιρία. Αντιθέτως το κέντρο του Ολυμπιακού με Καμαρά και Γκιγιέρμε και κυρίως το κέντρο της άμυνάς του, Μεριά και Βούκοβιτς, λειτουργησαν άψογα. Ο Γιαννιώτης όμως ήταν αυτός που κράτησε τους Πειραιώτες με τις επεμβάσεις και τη σταθερότητά του.