Γαλάζια φανέλα, χαμηλό κέντρο βάρους, μικρά βηματάκια αλλά η μπάλα πάντοτε κολλημένη στο αριστερό πόδι, άπειρη ποδοσφαιρική ευφυΐα και το νο.10 στην πλάτη. Θα μπορούσε κάποιος να πιστέψει ότι όλα τα παραπάνω περιγράφουν τον Diego Maradona. Αλλά όχι μόνον αυτόν. Το ιταλικό Esquire ανακάλυψε τον Έλληνα Maradona, που δεν είναι άλλος από τον Βασίλη Χατζηπαναγή, τονίζοντας μάλιστα πως "η ομοιότητα είναι προφανής και ξεκάθαρη, αν και κοιτώντας τον στο πρόσωπο δεν μιλάμε ακριβώς για σωσία του Pibe de Oro. Είναι επίσης 8 πόντους ψηλότερος. Αλλά και πάλι, παίζει ακριβώς όπως αυτός. Ίσως κάποιος που πλησιάζει τον Diego περισσότερο από κάθε άλλον".

Η ιστορία του Βασίλη Χατζηπαναγή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μυθιστορηματική. Ή κινηματογραφική αν προτιμάς: Γεννήθηκε στην Τασκένδη της τότε Σοβιετικής Ένωσης (στο σημερινό Ουζμπεκιστάν), μία ημέρα σαν σήμερα - στις 26 Οκτωβρίου του 1954. Οι γονείς του, Κυριάκος και Χρύσα, ήταν Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες με καταγωγή από την Άχνα της Αμμοχώστου, στην Κύπρο. Ο Βάσια ξεκίνησε το ποδόσφαιρο στη Δυναμό Τασκένδης αλλά το 1972 πήγε στην Παχτακόρ όπου έμεινε μέχρι και το 1975. Παράλληλα, διέθετε και τη σοβιετική υπηκοότητα και είχε αγωνιστεί στα προκριματικά για τους Ολυμπιακούς Αγώνες.

Ο μύθος που τον συνόδευε από τότε ήταν πως πρόκειται για τον δεύτερο καλύτερο παίκτη της ομάδας μετά τον σπουδαίο Oleg Blokhin. Περίπου ειρωνικό αν αναλογιστεί κάποιος πως ο Blokhin πήρε Χρυσή Μπάλα και ο Χατζηπαναγής μόλις ένα Κύπελλο Ελλάδας. Το 1975 και μετά την πτώση της Χούντας στην Ελλάδα, ο Βασίλης Χατζηπαναγής κατόρθωσε να έρθει στη χώρα, με τον Ηρακλή Θεσσαλονίκης να είναι ο αγωνιστικός του προορισμός και το Καυταντζόγλειο να γίνεται η σκηνή για τις παραστάσεις του βιρτουόζου με την πλούσια κώμη από την Τασκένδη. Κάθε ματς και μία μοναδική εμπειρία για τους φίλους του Γηραιού, αλλά όχι μόνο για αυτούς. Μικρή σημασία έχει ότι ο Βασίλης Χατζηπαναγής δεν είχε τη χαρά να πανηγυρίσει ένα πρωτάθλημα - περιορίστηκε σε ένα Κύπελλο Ελλάδας (1976) και ένα Βαλκανικό Κύπελλο (1985), πάντοτε με τη φανέλα του Ηρακλή, που φόρεσε για 15 χρόνια.

 

Η προϊστορία του με τη Σοβιετική Ένωση (υπήρχαν ιδιομορφίες στους διεθνείς κανονισμούς, που άλλαξαν στην πορεία) δεν του επέτρεψε να παίξει παρά μόλις 2 φορές με το εθνόσημο - η πρώτη σχεδόν αμέσως μόλις είχε έρθει από την Τασκένδη, σε ένα φιλικό ματς της Εθνικής με την Πολωνία, και η δεύτερη στις 14 Δεκεμβρίου 1999, όταν ήταν σε ηλικία 45 ετών και είχε αποσυρθεί πολύ πριν από την ενεργό δράση, σε ένα αποχαιρετιστήριο παιχνίδι που έδωσε προς τιμήν του η Εθνική Ελλάδας με την Γκάνα, φυσικά στο Καυτανζόγλειο Στάδιο. Ένα από τα highlights της καριέρας του ήταν δίχως αμφιβολία η κλήση του στη Μεικτή Κόσμου, το 1984, για ένα φιλικό στις ΗΠΑ, όπου αγωνίστηκε με συμπαίκτες όπως οι Franz Beckenbauer, Mario Kempes, Kevin Keegan, Peter Shilton, Hugo Sanchez, Ruud Krol, Felix Magath αλλά και τον Θωμά Μαύρο.

Το μαγικό αριστερό του πόδι, η αστείρευτη φαντασία, τα σλάλομ ανάμεσα στους αμυντικούς, τα απευθείας κόρνερ και οι ηγετικές του ικανότητες είναι στοιχεία που του δίνουν μία θέση στο ποδοσφαιρικό Πάνθεον. Για την ιστορία, το 2003 ανακηρύχθηκε ο καλύτερος Έλληνας ποδοσφαιριστής της 50ετίας.

ΠΗΓΗ: gr.askmen.com