Στις 6 Νοεμβρίου 1986, η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ ήταν ένας σύλλογος σε παρακμή, αφού τελευταία φορά που είχε πανηγυρίσει τίτλο πρωταθλήματος ήταν 19 χρόνια πριν. Ο Άλεξ Φέργκιουνσον είχε δείξει πολύ καλά σημάδια δουλειάς στον πάγκο της Αμπερντίν, την οποία είχε οδηγήσει στην κατάκτηση του Πρωταθλήματος Σκωτίας και στη συνέχεια στο τρόπαιο του Κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1983.

Αυτές οι επιτυχίες σίγουρα δεν ήταν αρκετές για να στρώσουν τον δρόμο με δάφνες και να τον περιμένουν ως Μεσσία στο Μάντσεστερ. Η πρώτη του επαφή με την ομάδα δεν ήταν η καλύτερη, αφού συνάντησε ποδοσφαιριστές που δεν είχαν καλή φυσική κατάσταση και συνήθιζαν να πίνουν τα βράδια. Σίγουρα δεν έμοιαζε πως ήταν οι κατάλληλοι για να δουλέψουν σκληρά και να αλλάξουν την εικόνα της ομάδας.

Ο Φέργκιουνσον, όμως, δεν είχε την διάθεση να κάνει ούτε ένα βήμα πίσω. Χρήματα δεν υπήρχαν για να αλλάξει όλη η ομάδα και έτσι η κατάλληλη λύση ήταν στις μικρές ηλικές και τα ταλέντα που δούλευαν εκείνη την εποχή στις ακαδημίες της Γιουνάιντεντ. Σταδιακά αναδείχθηκαν οι Γκικς, Σκόουλς, Μπέκαμ, Μπατ, Νέβιλ και έτσι η ομάδα έφτασε στην κατάκτηση του πρωταθλήματος το 1992-93. Εκείνος ήταν ο πρώτος από τους 13 τίτλους που κατέκτησε με την Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, αλλά χρειάστηκε να αντέξει την ψυχική φθορά στις πρώτες σεζόν, όταν φώναζε, πετούσε παπούτσια, μπουκάλια και κολλούσε το πρόσωπο του σε αυτό των ποδοσφαιριστών και φυσικά... αυτό του χάρησε το προσωνύμιο "σεσουάρ" από τους παίκτες. .

TA ΠΡΩΤΑ BHMATA MEΣΑ ΑΠΟ ΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ

«Όλα ξεκίνησαν το 1986. Πήγα στην Mάντσεσερ Γιουνάιτεντ που ήταν 20η στην Premier League επί 22 ομάδων. Την πρώτη χρονιά τελειώσαμε στην 11η θέση. Ηταν μια καλή αρχή. Το 1990 κερδίσαμε το Κύπελλο Αγγλίας (FA Cup), το 1991 το Κύπελλο Κυπελλούχων και στη συνέχεια το Σούπερ Καπ της UEFA. Ο δρόμος είχε ανοίξει».

«Από την πρώτη στιγμή που ανέλαβα την ομάδα είχα μια και μόνο έγνοια. Να οικοδομήσω από την βάση της μια νέα ποδοσφαιρική ομάδα. Ήθελα νέους παίκτες, γιατί με αυτούς φτιάχνεται μια πιο δεμένη ομάδα, στην οποίαν μπορεί να εμφανίσει κανείς στόχους και φιλοδοξίες. Γνώριζα πως μπορώ να δουλέψω με νέους παίκτες και ήμουν βέβαιος ότι μπορούσα να κερδίζω. Ήταν τολμηρό το πείραμα πλην όμως η τύχη βοηθά τους τολμηρούς. Ξεκινώντας λοιπόν είχα βάλει στόχο τετραετίας. Και η διοίκηση του συλλόγου μου συμπαραστάθηκε. Είχε καταλάβει ότι η οικοδόμηση μιας ομάδας είναι εγγύηση συνάφειας και σταθερότητας… Είμαι υπερήφανος όταν βλέπω την ανάδειξη ενός νέου παίκτη. Η δουλειά του προπονητή όπως και αυτή του δασκάλου, είναι να ωθεί τους ανθρώπους προς τη βελτίωση, την ανάπτυξη των τεχνικών προσόντων τους, τη θέληση να κερδίζουν και τη δύναμη να γίνονται καλύτεροι. Όταν προσφέραμε ευκαιρίες στους νέους, όχι μόνον δίνεται βάθος στη ζωή της ομάδας, αλλά αυξάνεται και τη πιστότητα προς αυτήν. Όσο προσφέρατε ευκαιρίες επιτυχίας στους νέους, θα σας εκπλήξουν με αυτά που μπορούν να κάνουν».

«H επίδειξη δύναμης πρέπει να είναι ακαριαία. Διαφορετικά η κατάσταση σου ξεφεύγει και άντε να την μαζέψεις μετά. Μια ομάδα που αφήνει την εξουσία να την έχουν τα αποδυτήρια, είναι τελειωμένη. Αυτό σε καμιά περίπτωση δεν ήταν δυνατόν να συμβεί στην Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Όταν έβλεπα ότι ένας παίκτης άρχιζε να έχει ολέθρια επίδραση, το πρωί έβρισκε την πόρτα κλειστή. Πρέπει όμως να έχεις εμπιστοσύνη στον εαυτό σου και να θέλεις να πας μπροστά για να δείξεις τέτοια πυγμή. Δεν μ’ άρεσε να δημιουργώ προβλήματα και να κάνω επιδείξεις μαγκιάς. Το μόνο που μ’ ενδιέφερε ήταν ο έλεγχος της κατάστασης. Παράλληλα όμως, ήξερα να στέλνω τα καλά μηνύματα την κατάλληλη ώρα».

ΠΗΓΗ: oldfootball.gr