Το ενδεχόμενο να υπήρξε ιατρική αμέλεια στον θάνατο του Ντιέγκο Μαραντόνα από καρδιακή ανακοπή την περασμένη Τετάρτη (25/11) ερευνά ο εισαγγελέας του Σαν Ισιντόρο. Στο πλαίσιο αυτό, έγιναν αιφνιδιαστικοί έλεγχοι από την αστυνομία της Αργεντινής, στο σπίτι και στο ιατρείο του προσωπικού γιατρού του «Πίμπε Ντ’ Όρο» Δρ. Λεοπόλδο Λούκε, σε αναζήτηση στοιχείων για ενδεχόμενη αμέλεια.
Απ’ την πλευρά του πάντως, ο νευροχειρουργός Δρ. Λούκε, που έκανε στις αρχές Νοεμβρίου και την πολύ λεπτή επέμβαση για να αφαιρέσει αιμάτωμα στον εγκέφαλο του «Ντιεγκίτο», σε δηλώσεις του στα ΜΜΕ της Αργεντινής μίλησε για πρώτη φορά για όλα όσα συνέβησαν με τον Μαραντόνα το τελευταίο διάστημα.
«Ο Ντιέγκο με πετούσε έξω από το σπίτι του πολλές φορές και μετά με καλούσε. Η σχέση μου μαζί του, ήταν σχέση πατέρα-γιου. Αν δεν ήμουν εγώ, ο Ντιέγκο δεν θα έκανε το παραμικρό για την υγεία του. Ας λένε τις ηλιθιότητες που λένε, πιο πολύ κακό κάνουν στον Ντιέγκο. Εκείνη την ημέρα λοιπόν, του καυγά, πήγα ως συνήθως να τον δω και έγινε ό,τι έγινε. Όταν αρρώστησε, τους πέταξε όλους έξω από το σπίτι και είπε: "Δεν θέλω να είναι εδώ κανείς". Ποιος θα μπορούσε μόνο να είναι εκεί; Εγώ.
Πήγα και μου είπε: "Λούκε, άσε με μόνο". Δεν ήθελε ούτε τις κόρες του να δει. Εκείνη την ημέρα με έβγαλε έξω κι εμένα. Εγώ επέμενα γιατί ήξερα ότι χρειάζεται βοήθεια. Ο Ντιέγκο σιχαινόταν τους γιατρούς, σιχαινόταν τους ψυχολόγους. Με εμένα ήταν διαφορετικά γιατί εγώ ήμουν γνήσιος. Είχε πολλά προβλήματα προτού με γνωρίσει».
Πηγές των Μέσων της Αργεντινής, που επικαλούνται κατάθεση νοσοκόμας, αναφέρουν ότι ο Μαραντόνα λογομάχησε έντονα στις 19 Νοεμβρίου με τον Λεοπόλδο Λούκε και μάλιστα ο Αργεντινός άσος τον έσπρωξε. Η "Ole" μάλιστα, κατέγραψε πως ιατροδικαστές έχουν πάρει δείγματα από το άψυχο σώμα του Μαραντόνα, για να εξετάσουν την πραγματική ώρα που έφυγε από τη ζωή και να διασταυρώσουν με τα υπόλοιπα στοιχεία, το κατά πόσο οι νοσηλευτές τήρησαν το προβλεπόμενο πρωτόκολλο στην αλλαγή της βάρδιας.
Μιλώντας για την έρευνα που ξεκίνησε σε βάρος του, ο Δρ. Λούκε απάντησε πως: «Ήρθε η αστυνομία με τρόπο που κανείς δεν περιμένει. Με τη σύζυγό του και την οικογένειά μου ανοίξαμε τις πόρτες και τους δώσαμε ό,τι πληροφορίες ήθελαν. Ανοίξαμε τα κινητά μας τηλέφωνα, όλα. Πήραν ό,τι ζήτησαν. Είναι δουλειά τους, ακολουθούν νόμιμες διαδικασίες τις οποίες δεν θα κριτικάρω. Ξέρω τι έκανα, ξέρω πώς το έκανα. Τι έκανα με τον Ντιέγκο και για τον Ντιέγκο μέχρι την τελευταία στιγμή. Είμαι απολύτως σίγουρος πως έκανα το καλύτερο για τον Ντιέγκο, το καλύτερο που θα μπορούσε να γίνει».
Αναλύοντας στη συνέχεια όσα έγιναν από την ημέρα που χειρουργήθηκε ο Μαραντόνα, μέχρι την ημέρα που πέθανε, είπε: «Το μόνο που καταφέραμε ήταν να βάλουμε δίπλα του μια νοσοκόμα, θέλαμε τη συναίνεσή του. Είχε νευροχειρουργική απαλλαγή. Τα υπόλοιπα είναι προτάσεις κι ο ασθενής απλά χρειάζεται να το θέλει. Εγώ ήμουν αυτός που τον πήγα στην κλινική, που μπήκα στο δωμάτιό του και τον πήγα στο νοσοκομείο. Έπρεπε να πείσει τον εαυτό του να βελτιωθεί. Πώς πείθεις κάποιον έτσι; Ο ρόλος μου ήταν να μπορώ να κάνω τον Ντιέγκο να καταλάβει τα πράγματα. Δεν μπορούσε να διακομιστεί σε νευροψυχιατρικό νοσοκομείο, επειδή δεν υπήρχε ιατρικό κριτήριο και ένα κέντρο αποκατάστασης απαιτεί τη θέληση του Ντιέγκο. Αλλά ο Ντιέγκο θα μπορούσε να... διαλύσει τα πάντα και δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα».
Και κατέληξε ο Αργεντινός γιατρός: «Δεν έγινε ιατρικό λάθος από κανέναν. Ο Ντιέγκο υπέστη καρδιακή προσβολή. Ένας ασθενής με τα χαρακτηριστικά του, αυτός είναι ο πιο συνήθης λόγος για να πεθάνει. Κάθε προσπάθεια έγινε για να μειωθεί αυτή η πιθανότητα. Η κλινική έκανε ό,τι καλύτερο γινόταν. Τον κράτησα στην κλινική όσο περισσότερο μπορούσα. Και αυτό που πετύχαμε μαζί ήταν να πείσουμε τον Ντιέγκο να του βάλουμε δίπλα του ανθρώπους. Ο Ντιέγκο ήθελε κακή ζωή. Προσπάθησα να είμαι δίπλα του. Του έλειπαν πολύ οι γονείς του».