Βασίλης Χατζηπαναγής - Ηρακλής: Σίγουρα στα ελληνικά ηλεκτρονικά μέσα είναι συνηθισμένο να γίνονται αφιερώματα σε ξένους ποδοσφαιριστές που έγραψαν τη δική τους ιστορία στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο. Το αξιοπερίεργο είναι όταν μια ιστοσελίδα – περιοδικό εκτός Ελλάδας αποφασίζει να "σπαταλήσει" χρόνο ώστε να κάνει γνωστό στο κοινό έναν ποδοσφαιριστή από την χώρα μας, όμως έγινε στο Codro Magazine. Το συγκεκριμένο ισπανικό μέσο, ανάμεσα στο άλλα ενδιαφέροντα αφιερώματα που κάνει, αποφάσισε να κάνει το κοινό που μιλάει την συγκεκριμένη γλώσσα να γνωρίσει τον "Καλύτερο Έλληνα ποδοσφαιριστή της ιστορίας", όπως γράφει, τον Βασίλη Χατζηπαναγή. Ας δούμε όμως τι ακριβώς γράφουν οι Ισπανοί σε αυτό το πανέμορφο αφιέρωμα για τον Βάσια.
"Το 2003 η Ελληνική Ομοσπονδία ποδοσφαίρου ονόμασε τον Βασίλη Χατζηπαναγή, ως τον κορυφαίο ποδοσφαιριστή των τελευταίων 50 ετών, έχοντας το παρατσούκλι "Έλληνας Μαραντόνα". Ο συγκεκριμένος παίκτης έπαιξε μόνο σε δύο ομάδες στην καριέρα του, την Παχτακόρ Τασκένδης, στο πρωτάθλημα της τότε Σοβιετικής Ένωσης, και στον Ηρακλή, ομάδα της ελληνικής Α' Εθνικής.
Η προέλευση ενός ταλέντου από τη Σοβιετική Ένωση
Ο Βασίλης Χατζηπαναγής γεννήθηκε στην Τασκένδη του Ουζμπεκιστάν, στις 26 Οκτωβρίου 1954. Οι γονείς του ήταν πολιτικοί πρόσφυγες από την Ελλάδα, που είχαν φύγει από την χώρα μετά τον εμφύλιο πόλεμο, μαζί με χιλιάδες κομμουνιστές, σε ανατολικές χώρες. Ο σκληρός επίλογος σε αυτά τα γεγονότα δίνεται το 1947 όταν τους αφαιρείται η ιθαγένεια και τους απαγορεύεται να γυρίσουν στην Ελλάδα. Ανάμεσα σε αυτούς και οι γονείς του Χατζηπαναγή, αλλά και τον ίδιο, πράγμα που τον έκανε μισό Έλληνα και μισό Ουζμπέκο.
Από μικρή ηλικία ο Χατζηπαναγής φαινόταν ότι ήταν ένα ακατέργαστο ταλέντο, με απαράμιλλη δημιουργικότητα, που ήθελε να μετατρέψει το αργό παιχνίδι σε απίστευτα γρήγορο. Όπως όλοι οι καλλιτέχνες, το ταλέντο του το κατάλαβε άμεσα και ο ίδιος. "Όταν βλέπω μπροστά μου αμυντικούς", είχε πει κάποτε σε δημοσιογράφο "θέλω να τους περάσω όλους".
Η ικανότητά του να… υπνωτίζει τους αντιπάλους του και να τους… αναισθητοποιεί με τις κινήσεις του τράβηξε άμεσα την προσοχή ορισμένων μεγάλων συλλόγων της περιοχής και σε ως έφηβος ακόμα υπέγραψε συμβόλαιο με την Παχτακόρ Τασκέδης, μοναδική εκπρόσωπο του Ουζμπεκιστάν στην πρώτη κατηγορία του Σοβιετικού πρωταθλήματος. Υπήρχε, όμως, μια προϋπόθεση, που αποδείχθηκε ότι θα άλλαζε τη ζωή του νεαρού για πάντα. Για να αγωνιστεί κάποιος έπρεπε να έχει την Σοβιετική ιθαγένεια και έτσι ο Βασίλης Χατζηπαναγής, παιδί του ελληνικού εμφυλίου πολέμου, γίνεται Σοβιετικός πολίτης.
Ο εξαιρετικά ταλαντούχος παίκτης
Το παιχνίδι του Βασίλη ήταν βασισμένο στην τεχνική και τα πράγματα ήταν εντυπωσιακά από την αρχή. Ντεμπούταρε σε ηλικία 17 ετών και έγινε ένας από τους καλύτερους παίκτες, κυρίως λόγω του ασυνήθιστου και απίστευτου θράσους του. Θεωρήθηκε ο δεύτερος καλύτερος αριστερός εξτρέμ του πρωταθλήματος, μετά από τον Ουκρανό Όλεγκ Μπλαχίν. Για να καταλάβουμε την φήμη του Μπλαχίν, αργότερα θα γίνει ο πρώτος σκόρερ στην ιστορία του Σοβιετικού πρωταθλήματος, ενώ τα τέσσερα χρόνια που ο Χατζηπαναγής θα φοράει το μπλε και το κίτρινο, ο Ουκρανός θα κερδίσει τις τρεις το βραβείο του καλύτερου Σοβιετικού παίκτη της χρονιάς. Να είσαι δεύτερος, πίσω από τον Μπλαχίν, θεωρείται ότι είσαι λίγο πίσω από τους… Oasis, μιας και κάποιοι είναι πολύ δύσκολο να ξεπεραστούν και δεν υπάρχει λόγος ντροπής για αυτό.
Το ταλέντο του θα τον κάνει να κληθεί στη νέα του πατρίδα για τα προκριματικά της Ολυμπιάδας του Μόντρεαλ το 1976, παρά το γεγονός ότι αγωνιζόταν επαγγελματικά, αφού το πρωτάθλημα της Σοβιετικής Ένωσης θεωρείτο ερασιτεχνικό. Ο Βασίλης θα σκοράρει στο ντεμπούτο του, στη νίκη των Σοβιετικών με 3-0 επί της Γιουγκοσλαβίας. Θα αγωνιστεί τρείς ακόμα φορές, αντιμετωπίζοντας δις τους Ισλανδούς, πράγμα που σημαίνει ότι στις μισές παρουσίες του ως Σοβιετικός διεθνής θα αντιμετωπίσει Σκανδιναβούς. Ωστόσο ο Χατζηπαναγής δεν θα βρεθεί στο Μόντρεαλ, για να κατακτήσει το χάλκινο μετάλλιο με τους συμπατριώτες του, μιας και οι άνωθεν διαταγές ήταν πιο δυνατές από αυτόν για ακόμα μια φορά.
Από το 1967 η Ελλάδα ήταν υπό τον έλεγχο μιας ακροδεξιάς στρατιωτικής χούντας. Πρόκειται για μια σκοτεινή περίοδο στην ελληνική ιστορία καθώς οι ΗΠΑ μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο αποφάσισαν να στηρίξουν αυταρχικά καθεστώτα στην περιοχή, κυρίως λόγω του Δόγματος Τρούμαν, με σκοπό την αποτροπή εξάπλωσης του κομμουνισμού στην Ευρώπη. Αυτό έγινε από το 1965 και μετά όταν ο νεαρός, τότε, Βασιλιάς Κωνσταντίνος Β', που έχασε το… κεφάλι του στη συνέχεια, απομάκρυνε τον νεοεκλεγέντα πρωθυπουργό, δημιουργώντας μια πολιτική κρίση, την λεγόμενη Αποστασία. Στις 21 Απριλίου 1967 έγινε πραξικόπημα από ανώτερους δεξιούς στρατιωτικούς και μετά από "συμβολική" αντίσταση από το Στέμμα ιδρύθηκε κυβέρνηση. Τα πολιτικά δικαιώματα στην Ελλάδα καταργήθηκαν, η δημοκρατία καταλύθηκε και τα βασανιστήρια ξεκίνησαν. Η κόλαση είχε επιστρέψει στην Ελλάδα.
Επτά χρόνια μετά, μια σειρά εξεγέρσεων και η τουρκική εισβολή στην Κύπρο οδήγησε το καθεστώς να καταρρεύσει και ιδρύθηκε η Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία, η Ελλάδα που ξέρουμε σήμερα, όμως για την οικογένεια του Βασίλη Χατζηπαναγή αυτό σήμαινε ένα πράγμα, θα μπορούσαν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους.
Η απόφαση του νεαρού αστεριού δεν αντιμετωπίστηκε με ενθουσιασμό στην Σοβιετική Ένωση. Ο προπονητής της Εθνικής ομάδας, Κονσταντίν Μπέσκοφ, παρακάλεσε τον Χατζηπαναγή να παραμείνει, μιλώντας του για το ταλέντο του και τις απίστευτες ικανότητές του, τονίζοντάς του ότι το ελληνικό ποδόσφαιρο είναι πολύ χαμηλού επιπέδου για εκείνον, όμως η απόφαση είχε παρθεί.
Ο Έλληνας ήρωας της Θεσσαλονίκης
To 1975 o Χατζηπαναγής θα γίνει μέλος τους Ηρακλή Θεσσαλονίκης και δεν φύγει ποτέ. Η συμβολή του ήταν τέτοια που τα 15 χρόνια που πέρασε στο αριστερό άκρο της ομάδας, ακόμα και σήμερα τα αποκαλούν "τα χρόνια του Βασίλη", ενώ ανάμεσα σε αντιπάλους και συμπαίκτες ήταν το "απόλυτο αστέρι". Στο ντεμπούτο του στην πατρίδα, ο Χατζηπαναγής έτυχε υποδοχής ομηρικού ήρωα. Ένα τεράστιο πλήθος, ντυμένο με μπλε και άσπρα, γέμισε το Καυτατζόγλειο για να γίνουν μάρτυρες του "Νουρέγιεφ του ποδοσφαίρου" και δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε το γιατί.
Στα λίγα βίντεο που υπάρχουν στο YouTube μπορούμε να δούμε μαγευτικές μπαλιές και ένα εξαιρετικό ταλέντο. Ο Βασίλης δεν ήταν παραγωγικός σκόρερ, ούτε ένας αρχιτέκτονας που στόχο είχε να επιβάλει το εγώ του. Μάλλον ήταν ένας οραματιστής καλλιτέχνης, συλλέκτης πολύτιμων στιγμών που είχε στο μυαλό του σαν ιστορίες από τη νοσταλγία της οικογένειάς του και τις κράταγε σαν κειμήλια. Πρόκειται για ένα παίκτη που έβαλε επτά γκολ από απευθείας κόρνερ τη σεζόν 1982/83.
Το λυπηρό είναι ότι ο Χατζηπαναγής θα μπορούσε να κάνει πολύ παραπάνω πράγματα σε οποιοδήποτε από τα μεγάλα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα. Σύμφωνα με φήμες η Στουτγκάρδη, η Πόρτο, η Λάτσιο και η Άρσεναλ ήταν ανάμεσα σε αυτές τις ομάδες που έδειξαν ενδιαφέρον για αυτόν. Κάθε φορά, όμως, που υπήρχε πρόταση ο Ηρακλής απαντούσε αρνητικά, ενώ το συμβόλαιο που είχε δεν του έδινε το δικαίωμα να διαμαρτυρηθεί για αυτές τις αποφάσεις. Είναι να δύσκολο να πούμε τι θα γινόταν αν είχε φύγει, όμως για ένα ταλέντο σαν αυτό θα έπρεπε να του έχει δοθεί η ευκαιρία να το κάνει.
Το 1984 προσκλήθηκε να παίξει ένα φιλικό με τεράστιες φυσιογνωμίες του παγκοσμίου ποδοσφαίρου, όπως ο Φραντς Μπεκενμπάουερ, ο Μάριο Κέμπες, ο Ούγκο Σάντσες και ο Ρούντ Κρόλ, όμως η μεγαλύτερη στιγμή της καριέρας του ήταν το Κύπελλο Ελλάδα που κατέκτησε το 1976 με τον Ηρακλή. Η αλήθεια είναι ότι ο Χατζηπαναγής έγινε απίστευτα σημαντικό κομμάτι για την επιβίωση του συλλόγου, τόσο για οικονομικούς, όσο και ποδοσφαιρικούς, πράγμα που δεν του επέτρεπε να φύγει. Ο Χατζηπαναγής ήταν ο βασικός πυλώνας στον… Παρθενώνα του Ηρακλή.
Δυστυχώς το ίδιο δύσκολη ήταν και η κατάσταση με τις διεθνείς συμμετοχές του Βασίλη. Γυρίζοντας στην Ελλάδα το 1976, έκανε το πολυαναμενόμενο ντεμπούτο του με την εθνική ομάδα σε ένα φιλικό με την Πολωνία στην Αθήνα. Λίγο μετά το παιχνίδι θα μάθει ότι δεν μπορεί να ξαναπαίξει με την πατρίδα του, λόγω των συμμετοχών που είχε με την Ολυμπιακή ομάδα της Σοβιετικής Ένωσης ένα χρόνο πριν. Αυτό ήταν! Ο Χατζηπαναγής δεν θα ξαναφορέσει ποτέ τα χρώματα της χώρας του για το υπόλοιπο της καριέρας του.
Για ακόμα μια φορά ο άνθρωπος που μπορούσε να έχει τα πάντα, που είδε συμπαίκτες του να κερδίζουν αναγνώριση και χρήματα στο εξωτερικό, ο οποίος ήταν ο μεγαλύτερος ποδοσφαιριστής όλων των εποχών στην Ελλάδα, ήταν δεμένος από μια ατυχία στην χώρα που γεννήθηκε.
Πολύ καιρό μετά από την ημέρα που κρέμασε τα παπούτσια του, μετά από μια ήττα με 2-0 από την Βαλένθια στο Μεστάγια το 1990, ο Βασίλης είχε ακόμα μια ευκαιρία να βιώσει το συναίσθημα και την υπερηφάνεια που του έλειψαν όσο καιρό έπαιζε. Στις 14 Δεκεμβρίου 1999, σε ένα φιλικό με την Γκάνα, ο Χατζηπαναγής θα καταφέρει να φορέσει και πάλι την μπλε φανέλα και να εκπροσωπήσει την χώρα του και των γονιών του. Έπαιξε μόλις 20 λεπτά, χωρίς να κάνει κάτι ιδιαίτερο, όμως αυτό δεν είχε σημασία.
Το 2003, 50 χρόνια από την δημιουργία της UEFA, και 49 από τότε που γεννήθηκε ο Χατζηπαναγής στην Τασκένδη του Ουζμπεκιστάν, θα είναι μαζί με προσωπικότητες όπως ο Μπόμπι Μούρ, ο Ζιστ Φοντέν, ο Φέρεντς Πούσκας, ο Γιόχαν Κρόιφ, ο Εουσέμπιο, ως ο κορυφαίος παίκτης της χώρας του για το τελευταίο μισό του αιώνα. Επιτέλους, μετά από αρκετά χρόνια στη σκιά, ο Βασίλης Χατζηπαναγής βρισκόταν εκεί που έπρεπε να είναι, ανάμεσα στους μεγάλους."
Το αφιέρωμα έγινε από το περιοδικό Codro Magazine, στην Ισπανία και γράφτηκε από την Paola Murrandi.