Λεβ Γιασίν: Μπορεί τις τελευταίες δεκαετίες να έχουμε συνηθίσει τους τερματοφύλακες σαν βασικό παράγοντα της εξέλιξης μιας ποδοσφαιρικής αναμέτρησης, μιας και είναι αυτοί που οργανώνουν τις άμυνες και καταφέρνουν να μετέχουν στο επιθετικό built up της ομάδας, όμως τα πράγματα δεν ήταν πάντα έτσι. Περίπου μέχρι την δεκαετία του 50, οι γκολκίπερ ήταν απλά οι άνθρωποι που… έσωναν την ομάδα τους και σε καμία περίπτωση δεν είχαν την λάμψη των συμπαικτών τους. Τα πάντα όμως άλλαξαν στις 22 Οκτωβρίου 1929, όταν ο Λεβ Γιασίν γεννιόταν στην Μόσχα και σε μερικά χρόνια θα άλλαζε μια για πάντα τον ρόλο και την θέση του τερματοφύλακα στο ποδόσφαιρο.
Τα παιδικά του χρόνια, μόνο εύκολα δεν ήταν, μιας και προερχόταν από μια φτωχή οικογένεια. Το σπίτι των Γιασίν μοιράζεται με πολλούς συγγενείς λόγω έλλειψης χρημάτων, ενώ ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος (ή αλλιώς Σπουδαίος Πατριωτικός Πόλεμος για τους Σοβιετικούς) αναγκάζει την οικογένεια να φύγει από τη Μόσχα όταν τα μηχανοκίνητα τάγματα του Χίτλερ ήταν 70 χιλιόμετρα μακριά από την πόλη. Το Ουλιάνοβσκ, περίπου 800 χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα, θα είναι το καταφύγιο των Γιασίν. Στα 13 ο Λεβ θα ξεκινήσει να εργάζεται στο εργοστάσιο πυρομαχικών της πόλης, όπου δούλευε και ο πατέρας του σαν υπεύθυνος, και θα ξεκινήσει μεταξύ άλλων και το κάπνισμα.
Θα καταφέρει να επιβιώσει από την πείνα, όμως η έλλειψη τροφής θα του προκαλέσουν ένα έντονο πόνο στην κοιλιά, κάτι που θα τον "συντροφεύσει" σε όλη του ζωή. Το 1944, μετά τη λύση της πολιορκίας του Λένινγκραντ και την άτακτη φυγή των Ναζί, η Μόσχα θα είναι και πάλι ασφαλής, κάτι που θα κάνει την οικογένεια Γιασίν να επιστρέψει. Εκεί θα συνεχίσει την δουλειά σαν εργάτης, ενώ για πρώτη φορά θα παίξει ποδόσφαιρο με την ομάδα του εργοστασίου, ώστε να γεμίζει τον ελεύθερο χρόνο του, όμως αυτό δεν θα τον βοηθήσει ιδιαίτερα, μιας και στα 18 του θα συμβεί κάτι που θα του αλλάξει τη ζωή.
Το άγχος που είχε από μικρή ηλικία θα τον οδηγήσουν να πάθει νευρικό κλονισμό με αποτέλεσμα να μην μπορεί να δουλέψει ξανά σαν εργάτης. "Ήταν κατάθλιψη; Δεν το γνωρίζω… Η κούραση συσσωρεύτηκε με τα χρόνια και άρχισε να κάνει αισθητή την παρουσία του ώσπου κάποια στιγμή κάτι έσπασε μέσα μου. Εκείνη την περίοδο δεν ένιωθα κάτι παρά μόνο ένα κενό", θα γράψει αργότερα στην αυτοβιογραφία του. Το… μάτι όμως ενός προπονητή στις ακαδημίες της Ντιναμό Μόσχας και πρώην παίκτη χόκεϊ, του Αρκάντι Τσέρνισεφ, θα εντοπίσει το νεαρό να παίζει στην ομάδα του εργοστασίου και θα τον πάρει στην ομάδα της Αστυνομίας το 1949.
Και εκεί όμως τα πράγματα δεν θα είναι εύκολα. Μπροστά του υπήρχαν δύο τερματοφύλακες, που παρά το ταλέντο που έδειχνε να έχει ο Γιασίν, ήταν δύσκολο να μείνουν εκτός ομάδας. Πρώτος ο Αλεξέι Χόμιτς, ο γκολκίπερ που η Νιτναμό είχε κατακτήσει το πρωτάθλημα του 1945, ενώ οι εμφανίσεις του τόσο στην Ρωσία όσο και στην περιοδεία του συλλόγου στη Μ. Βρετανία του έδωσαν το παρατσούκλι "Τίγρης". Πίσω του ο Χόμιτς που ήταν ο βασικός τερματοφύλακας της ομάδας στο δεύτερο μεταπολεμικό τίτλο της Ντιναμό το 1949.
Το ντεμπούτο του Γιασίν θα γίνει το 1950, σε ηλικία 21 ετών και θα είναι εφιαλτικό. Θα δεχθεί γκολ από τον αντίπαλο τερματοφύλακα με απευθείας ελεύθερο, ενώ μετά από δύο ακόμα συμμετοχές σαν βασικός θα εξαφανιστεί. Έχοντας καταλάβει ότι δεν έχει θέση βασικού στην Ντιναμό, ο Γιασίν θα ξεκινήσει να παίζει χόκεϊ παράλληλα, πάντα ως τερματοφύλακας, με την άνοδό του να είναι ραγδαία και να θεωρείται ο τρίτος καλύτερος στην χώρα. Με αυτόν πρωταγωνιστή ομάδα της Μόσχας θα κατακτήσει το κύπελλο Σοβ. Ένωσης το 1953, όμως αυτή η επιτυχία δεν θα τον κάνει να αφήσει μια για πάντα το ποδόσφαιρο. Την ίδια χρονιά θα γίνει βασικός και στην ποδοσφαιρική ομάδα και μετά από έξι μήνες από το κύπελλο με την ομάδα χόκεϊ θα κατακτήσει το ίδιο τρόπαιο και στο άθλημα που αγαπούσε περισσότερο από όλα. Αυτή ήταν απλά η αρχή…
Την επόμενη χρονιά θα κατακτήσει το πρωτάθλημα και θα πάρει θέση βασικού και στην εθνική ομάδα της Σοβιτεικής Ένωσης. Ο τρόπος παιχνιδιού του θα τον κάνει να θεωρείται ο καλύτερος sweeper keeper στην ιστορία του αθλήματος, μέχρι να κάνει την εμφάνισή του ο Μάνουελ Νόιερ. Παράλληλα, παρά το γεγονός ότι φορούσε μπλε ρούχα, λόγω των εκτινάξεών του θα πάρει το παρατσούκλι "Μαύρος Πάνθηρας" κάτι που στην υπόλοιπη Ευρώπη θα… μεταφραστεί σαν "Μαύρη Αράχνη", μιας και θεωρούσαν ότι είχε περισσότερα από δύο… χέρια.
Φυσικά οι Σοβιετικοί μπορεί να είναι βόρειος λαός, αλλά δεν διαφέρουν τελικά πολύ από τους Μεσόγειους. Το 1962 η εθνική τους ομάδα θα φτάσει μέχρι τα προημιτελικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου στη Χιλή, όπου και θα αποκλειστεί από τους οικοδεσπότες, σε έναν αγώνα που ο Γιασίν θα παίξει με διάσειση. Οι αντιδράσεις στην πατρίδα του θα είναι τρομακτικές καθώς εκτός από τους οπαδούς που σε κάθε ευκαιρία του φώναζαν "Αποσύρσου", κάποιοι έφτασαν στο σημείο να σπάσουν τα τζάμια του σπιτιού του, να καταστρέψουν το αυτοκίνητό του και να γράψουν συνθήματα κατά του στους τοίχους.
Τα πράγματα θα αλλάξουν και πάλι όταν ο Γιασίν θα παίξει στην Μεικτή Κόσμου απέναντι στην Εθνική Αγγλίας και σε ένα ημίχρονο που θα βρεθεί κάτω από το τέρμα δεν θα δεχθεί γκολ. Θα ακολουθήσει η κατάκτηση του χρυσού Ολυμπιακού μεταλλίου το 1956, αλλά και η πρώτη θέση το 1960 στο Πανευρωπαϊκό πρωτάθλημα, ενώ τρία χρόνια μετά θα φτάσει ξανά στην κορυφή του πρωταθλήματος Σοβιετικής Ένωσης, έχοντας δεχθεί μόλις 7 γκολ σε 27 αγώνες. Όλα τα προηγούμενα θα αποτελέσουν τους λόγους, που τον Δεκέμβρη του 1963 θα κατακτήσει την Χρυσή Μπάλα, κάτι που μέχρι και σήμερα δεν έχει καταφέρει άλλος τερματοφύλακας.
Πέρασε όλη την καριέρα του στην Ντιναμό Μόσχας, έχοντας 326 συμμετοχές και κατέκτησε 5 πρωταθλήματα και 3 κύπελλα, ενώ με την Εθνική Σοβιετικής Ένωσης κατέκτησε ένα Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα, ενώ το 2022 επιλέχθηκε από την FIFA στην Dream Team όλων των Μουντιάλ. Απέκρουσε πάνω από 150 πέναλτι, περισσότερα από κάθε τερματοφύλακα μέχρι και σήμερα, όμως το αλκοόλ, το τσιγάρο και ο πόνος στην κοιλιά που είχε από παιδί θα τον οδηγήσουν αρχικά το 1986 σε έναν πολύ οδυνηρό ακρωτηριασμό ενώ το 1990 θα πεθάνει μετά από σύντομη μάχη με τον καρκίνο του στομάχου σε ηλικία μόλις 60 ετών, αφήνοντας όμως τεράστια παρακαταθήκη στο ποδόσφαιρο αιώνια.