Μία μαύρη είδηση προέκυψε την Κυριακή. Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 82 ετών η ηθοποιός Μάρθα Καραγιάννη.
Η Μάρθα Καραγιάννη υπήρξε μια από τις πιο δημοφιλείς σταρ της χρυσής εποχής του παλιού ελληνικού κινηματογράφου. Οι γονείς της ήταν ποντιακής καταγωγής. Συγκεκριμένα η μητέρα της Δόμνα γεννήθηκε στο Μπακού και ο πατέρας της Χαρίλαος στο Αικατερινεντάρ. Η ίδια γεννήθηκε στην Αθήνα αλλά μεγάλωσε στο Κερατσίνι.
Σπούδασε χορό και από τα οχτώ της χρόνια άρχισε να δίνει παραστάσεις στη Λυρική Σκηνή συμμετέχοντας στο παιδικό μπαλέτο της Λουκίας Σακελλαροπούλου, μαζί με την Ελένη Προκοπίου. Το κινηματογράφο της ντεμπούτο έγινε σε ηλικία 17 ετών με την ταινία «Η άγνωστος» της Φίνος Φιλμς, σε σκηνοθεσία Ορέστη Λάσκου. Στην τηλεόραση εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη σειρά «Ο Δρόμος», το σενάριο της οποίας υπέγραφε ο Κώστας Πρετεντέρης.
Πόσοι ξέρετε τη σχέση της ηθοποιού με τον Ολυμπιακό;
Τον Οκτώβριο του 1960, η Μάρθα Καραγιάννη παντρεύτηκε τον άσο του Ολυμπιακού, Μίμη Στεφανάκο, ο οποίος ήταν από τα καλύτερα σέντερ μπακ της εποχής.
Φυσικά ο γάμος τους ήταν το γεγονός της χρονιάς. Ο ποδοσφαιριστής γνώρισε την ηθοποιό και χορεύτρια Μάρθα Καραγιάννη όταν εκείνη ήταν 19 ετών το 1959. Ο γάμος έγινε στην εκκλησία του Αϊ Γιώργη στην Κυψέλη. «Επιστέγασμα μακρού ειδυλλίου για την 20χρονη Μάρθα και τον 23χρονο Μίμη», έγραφαν τα περιοδικά της εποχής. Το νυφικό ήταν του οίκου Κουδούνη και το ζευγάρι έλαμπε από ομορφιά»
Ωστόσο ο γάμος δεν κράτησε πολύ! Λίγους μήνες μετά το γάμο τους ο Μίμης Στεφανάκος και η Μάρθα Καραγιάννη ανακοίνωσαν ότι σύντομα θα καλωσορίσουν και το τρίτο μέλος της οικογένειας. Ο θάνατος του παιδιού τους τρεις ημέρες μετά τον τοκετό διέλυσε τον γάμο τους.
Διαβάστε πως περιγράφουν στο περιοδικό Αθλητικά Χρονικά, τη ζωή τους ως παντρεμένοι, ένα χρόνο μετά το γάμο τους:
Καλά καλά ούτε ένας χρόνος δεν πέρασε. Μα κι αυτό το μικρό διάστημα ήταν αρκετό για να γίνει το θαύμα. Ναι, μην γελάτε. Ένα θαύμα στον 20ο αιώνα δεν είναι κάτι το απίστευτο, όταν υπάρχουν όμορφες νεράιδες που μέσα σε λίγη ώρα αλλάζουν το ριζικό του ανθρώπου. Και δεν υπάρχει καμία ομοιότης, πιστέψτε με, ανάμεσα στον περσινό και τον φετινό Στεφανάκο. Πάνε πια οι πολλές, οι εύθυμες και ελαφρές παρέες. Τα σκάνδαλα δεν τον συγκινούν τώρα. Μακριά, τα έξαλλα φουλάρια, οι μοντερνισμοί, τα κλάμπς, και η άσβεστη δίψα της πρόσκαιρης διασκεδάσεως και μόνο. Διάδοχος όλων αυτών έγινε μια εκπληκτική θετικότης, που κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι ήταν γνώρισμα του Μίμη.
-Καλά και η αγάπη; Σας φαντάζομαι να ρωτάτε ανυπόμονα.
-Ω, μα αυτή είναι ο μοναδικός ρυθμιστής της ζωής μου, είναι το φως της ημέρας, τα αστέρια της νύχτας, ο αέρας, η χαρά, τα πάντα, απαντά με το κάπως ρομαντικό και κινηματογραφικό του ύφος ο Μίμης.
Και η ‘’βόμβα’’ που φόρεσε μ’ επιτυχία την ποδιά της νοικοκυράς, δεν μπορεί να μην χαμογελάσει σαν κοιτά υπερήφανα το έργο της: τον θετικό, σοβαρό, συνεπή, οικογενειάρχη που μεταμορφώθηκε για το χατίρι της αγάπης τους.
Είναι ζηλιάρα, σαν ατίθαση γατούλα η Μάρθα. Κι όμως δεν μιλάει σαν βλέπει τη ζωή του άνδρα της χωρισμένη στα τρία: στο σπιτικό τους και στις άλλες δύο αγαπημένες του.
Όχι, αγαπητοί μας, μην ανοίγετε το στόμα σας από έκπληξη, μην ετοιμάζεστε να διαμαρτυρηθείτε. Μια αισθηματική απιστία ούτε την σκέφτηκε ο γόης μας.
Αλλά η μπάλα, σαν παλιότερη αγαπημένη έχει και πιο πολλά δικαιώματα, είναι και περισσότερο απαιτητική, όχι τόσο για τον ίδιο τον Μίμη που στα 23 του χρόνια γεύθηκε όλες τις χάρες της, αλλά και για τους φανατισμένους εκείνους Ολυμπιακούς φιλάθλους που αποτελούν την στρατιά των θαυμαστών του Μίμη. Είπαμε ‘’θαυμαστών’’. Ά, ναι, έχει κι άλλο ένα είδος απ’ αυτούς ο ψηλόλιγνος σέντερ-μπάκ. Είν’ εκείνοι που τον λατρεύουν απ΄ την οθόνη, τον θεοποιούν για την αρρενωπή μορφή του, το πειστικό και τόσο φυσικό του παίξιμο. Έτσι αυξάνονται κάθε μέρα οι δελεαστικές προτάσεις για νέες ταινίες, στον αγαπημένο ζεν- πρεμιέ του Ελληνικού κοινού, που παρ’ όλα αυτά βρίσκει λίγη ελεύθερη ώρα ν’ αφιερώνει στην μελέτη της διαφημιστικής οργανώσεως, που αν τον βοηθήσουν θα γίνει το αυριανό του μόνιμο επάγγελμα. Του μένει ακόμη καιρός για να στολίζει με γούστο το κομψό τους διαμέρισμα της οδού Αγ. Μελετίου, που σε λίγο θα δεχθεί τον πρώτο χαρούμενο επισκέπτη του: ένα μπεμπέ που θα σφυρηλατήσει ακόμη περισσότερο τις λουλουδένιες αλυσίδες του ταιριαστού ζευγαριού.
Βέβαια τον Χατζιδάκι τον θαυμάζει πολύ ο Μίμης. Αλλά σκέπτεται πως εκείνα τα περίφημα 4 παιδιά του Πειραιά θα ήταν καλύτερο να γινόντουσαν…12 όσοι είναι ακριβώς οι απόγονοι που θέλει να αποκτήσει ο Μίμης. Όμως σε μια μικρή φωλιά σαν κι αυτή που ζουν τώρα δεν θα ήταν δυνατόν να χωρέσουν τόσα ερυθρόλευκα αγγελάκια, γι’ αυτό ένα ιδιόκτητο και κάπως πιο άνετο διαμέρισμα αποτελεί προς το παρόν τον μοναδικό πόθο του μελλοντικού πατέρα. Και τώρα, για τον Ολυμπιακό. Τι να σκέπτεται άραγε για την ποδοσφαιρική του καριέρα ο Μίμης;
Μια καριέρα που θα διαρκέσει ακόμη τουλάχιστον 10 χρόνια, σπεύδει να μας διορθώσει.
Λοιπόν, εκείνος ο πάγος της κάποιας ψυχρότητας, που είχε δημιουργηθεί με τον προπονητή του έλιωσε πια έπειτα από την τέλεια αλλαγή του χαρακτήρα του. Έτσι όλα είναι αρμονικά και ιδεώδη κάτω εκεί στο στάδιο Καραϊσκάκη, όλα για το καλό του Ολυμπιακού, για την συνέχιση της ιστορίας της θρυλικής ασπροκόκκινης φανέλας. Και τελευταία μια συμπλήρωση που δεν είναι καθόλου δείγμα αλαζονείας και βεντετισμού, αλλά που γίνεται για να διορθώσει εσφαλμένες εντυπώσεις. Ακόμη και με το ένα του πόδι στον γύψο να παίζει ο Στεφανάκος (χτυπήστε ξύλο, προς Θεού) δεν πρόκειται να φοβηθεί και να σκύψει το κεφάλι μπροστά στον Νεστορίδη ούτε και σε κανένα Έλληνα σέντερ-φορ όσο πανούργος κι αν είναι, όσα χρόνια κι αν περάσουν, αφού (μια στιγμή, μην απορείτε) σχεδιάζει ν’ αφήσει τον γιό του αντικαταστάτη στην θέση του.
Για τον γάμο με τον Στεφανάκο η ηθοποιός πολλά χρόνια μετά είχε προβεί σε μια άκρως χιουμοριστική δήλωση: "Όταν είσαι είκοσι χρονών κι έχεις να διαλέξεις ανάμεσα στον Σαρτρ και σ' έναν ποδοσφαιριστή, θα είσαι βλάκας αν δεν πας με τον ποδοσφαιριστή. Βέβαια στα πενήντα σου θα είσαι βλάκας αν δεν πας με τον Σαρτρ".
Το 1959 η Μάρθα Καραγιάννη ήταν μόλις είκοσι χρονών και ήταν απολύτως φυσικό να διαλέξει τον Μίμη Στεφανάκο από τον Ζαν Πολ Σαρτρ. "Έλεγα ότι είμαι Ολυμπιακός, γιατί είχα γεννηθεί στον Πειραιά κι έτσι συνηθίζαμε να λέμε εμείς οι Πειραιώτες Δεν είχα ιδέα τι σήμαινε σέντερ φορ, σέντερ μπακ, επιθετικός ή σκόρερ"».