Ο Πάουλο Ρομπέρτο Φαλκάο, που κατά καιρούς έχουν προσφωνήσει ως Φαλσάο, Φαλκάου, Φαλσόν, εν τέλει «Φαουκάου» για τους λάτρεις της σωστής, πορτογαλικής προφοράς μπορεί να έσβησε τα πρώτα του 70 κεράκια, αλλά παρόλο που κρέμασε τα παπούτσια του πριν 37 χρόνια ήταν τέτοιες η κλάση, η κομψότητα και η τεχνική του, παρόμοιες με τον Γιουγκοσλάβο, Βέλιμιρ Ζάετς που σου δίνουν την εντύπωση ότι παίζει ακόμη. Η’, ακριβέστερα ότι δεν σταμάτησε ποτέ.
Γεννημένος στις 16 Οκτωβρίου του 1953 στο Αμπελάρντο Λουζ, στην Πολιτεία της Σάντα Καταρίνα, ο Φαλκάο αγωνίστηκε οκτώ χρόνια στην Ιντερνασιονάλ του Πόρτο Αλέγκρε, αλλά τον απόγειο της καριέρας του τον βίωσε με τη Ρόμα, στην 5ετία 1980-’85 ένα χρόνο πριν προδοθεί από το εύθραυστο γόνατό του και, αναγκαστικά αποσυρθεί με τη φανέλα της Σάο Πάολο.
Η δεκαετία του ’80 υπήρξε καταλυτική, τόσο για το Campionato που ξανά άνοιγε, ύστερα από μία 15ετία τα σύνορά του στους ξένους ποδοσφαιριστές, όσο για τη «μεγαλύτερη εθνική Βραζιλίας όλων των εποχών» που υπό τις οδηγίες του Τέλε Σαντάνα είχε ντύσει στα χρώματα των Carioca, ό,τι καλύτερο διέθετε εκείνη την εποχή η χώρα της Samba: από τον Ζούνιορ, στον Σερέζο και από τον Ζίκο, στον Σόκρατες, τον Έντερ, τον Φαλκάο. Μοναδικές, αδύναμες νότες σ’ εκείνη την άρτια, ποδοσφαιρική συμφωνία αποδείχθηκαν ο τερματοφύλακας, Βάλντιρ Πέρες και ο σέντερ- φορ Ζαϊρζίνιο: με άλλους στις θέσεις τους, πιθανότατα η Βραζιλία να μην είχε αιφνιδιαστεί και αποκλειστεί από την Ιταλία με το αξέχαστο «χατ- τρικ» του Πάολο Ρόσι σ’ εκείνο που η ίδια η Fifa ψήφισε ως το καλύτερο παιχνίδι στην Ιστορία ενός Μουντιάλ.
Εκείνη την ημέρα του ‘82, στο άλλοτε «Σαρία» της Βαρκελώνης, ιστορική έδρα κάποτε της Εσπανιόλ, αλλά και των θρυλικών Θαμόρα, Κουμπάλα, Ντι Στέφανο και που από το ’97 κατεδαφίστηκε δίνοντας ζωή σ’ ένα υπερσύγχρονο πάρκο, η Βραζιλία κρατούσε στα χέρια της δύο αποτελέσματα για να προκριθεί στα ημιτελικά του ισπανικού Μουντιάλ: τη νίκη και την ισοπαλία. Η μοίρα της επεφύλαξε όμως το τρίτο, η Ιταλία μετά την Αργεντινή του Μαραντόνα (2-1), λύγιζε κόντρα κάθε προγνωστικού και τη μεγάλη Βραζιλία (3-2) και μετά την Πολωνία πριν κατακτήσει το τρόπαιο στον τελικό με τη Γερμανία.
Εκείνη, λοιπόν την ημέρα ο Φαλκάο έκανε ό,τι περνούσε από τα πόδια του για να γλιτώσει τη Selecao από το κάζο: μάλιστα, με προσποίηση που έστειλε δύο Ιταλούς αμυντικούς από την άλλη πλευρά είχε καταφέρει και να ισοφαρίσει σε 2-2, ενώ παράλληλα, με τα χέρια του, ακόμη και όταν δεν είχε τη μπάλα στα πόδια του, έμοιαζε περισσότερο με τροχονόμο, παρά με ποδοσφαιριστή, ανά πάσα στιγμή έτοιμο να διευθύνει και να διορθώνει τις κινήσεις των συμπαικτών του. Δεν έφτασε. Δεν ήταν αρκετό: η Βραζιλία σκόνταψε πάνω στον καλύτερο Πάολο Ρόσι της καριέρας του, σε τέτοια δαιμονιώδη μέρα που οι Βραζιλιάνοι ουδέποτε ξέχασαν, όπως παραδέχτηκε και ο ίδιος σε μία από τις τελευταίες του συνεντεύξεις πριν ξεκινήσει το, αιώνιο ταξίδι του σε άλλα γήπεδα: «Το ’89 πήγα για διακοπές στο Ρίο ντε Ζανέιρο. Πήρα ένα ταξί, ο οδηγός με κοιτούσε συνεχώς από τον καθρέφτη, κάποια στιγμή με αναγνώρισε, μου είπε είσαι ο Ρόσι (!) και με κατέβασε στην αμέσως επόμενη γωνία».
Έτσι ακριβώς και η σχέση λατρείας, μίσους και ξανά λατρείας της Ρώμης και της Ρόμα, με τον Φαλκάο. Το καλοκαίρι του ’80 τον υποδέχτηκαν με καχυποψία, απορία και σκεπτικισμό γιατί ο πρόεδρος είχε τάξει στον λαό των Giallorossi την απόκτηση του Ζίκο. Δεν τον γνώριζαν πολλοί. Δεν είχε γίνει ακόμη ο Φαλκάο που θα γινόταν. Και ούτε είχαν πολύ πειστεί, από το όνομα του μάνατζέρ του… Κριστόφορο Κολόμπο ότι θα ήταν γνήσιος και όχι «μαϊμού» Βραζιλιάνος.
Μετά όμως μαγεύτηκε από την τεχνική, την αριστοκρατική κλάση, την κομψότητα με την οποία θα μπορούσε να παίζει ποδόσφαιρο και ντυμένος με smoking, την ικανότητα, αλλά και διορατικότητα ως προικισμένος μέσος επιθετικός να διευθύνει τόσο τις αντεπιθέσεις, όσο την άμεση αναδιοργάνωση της άμυνάς του.
Με τη Ρόμα κατέκτησε δύο κύπελλα Ιταλίας, κυρίως το πρωτάθλημα του ’83, που ύστερα από μία μαγική πορεία έστειλε τους Giallorossi και στον τελικό του τότε Πρωταθλητριών, στο «Ολύμπικο» της Ρώμης με τη Λίβερπουλ του Νοτιοαφρικανού τερματοφύλακα, Μπρους Γκρόμπελαρ, αξέχαστου για τα καραγκιοζιλίκια σε στυλ woo-do που έκανε κάτω από τα δοκάρια του, στη διαδικασία των πέναλτι για να προσανατολίσει τον όποιο αντίπαλό του. Ο Φαλκάο το είδε, φοβήθηκε, προσποιήθηκε ότι πονούσε το γόνατό του και ζήτησε από τον προπονητή του να μην χτυπήσει το λεγόμενο κρίσιμο και τελευταίο πέναλτι. Το χτύπησε ο Γκρατσιάνι, το’ χασε, αλλά η Ρώμη και η Ρόμα τα έβαλαν με τον Βραζιλιάνο κατηγορώντας τον για δειλία.
Έως τότε του είχαν συγχωρέσει τα πάντα: την υποτιθέμενη «ύποπτη», ως προς τον σεξουαλικό του προσανατολισμό απόφασή του να μένει μόνο με τη μαμά του και την αδελφή του, την πολλή dolce vita και τις ελάχιστες προπονήσεις, το σκάνδαλο, της εποχής για ένα φημολογούμενο φλερτ με την κατά πολύ μεγαλύτερή του, Ιταλίδα σταρ Τζίνα Λολλομπρίτζιντα. Όταν όμως έφυγε, τότε συνειδητοποίησαν την αξία του. Και ακόμη και σήμερα, όποιον οπαδό της Ρόμα και να ρωτήσεις δεν θα σου πει ότι η Ρώμη είχε κάποτε εφτά βασιλιάδες, αλλά ότι σήμερα έχει εννέα: τον Τόττι και τον Φαλκάο…