Για την ομάδα του, καλύτερου Χάμες Ροντρίγκεζ της τελευταίας 10ετίας, όσο του… Αργεντινού, ομοσπονδιακού της τεχνικού, Νέστορ Λορέντσο δεν θα είναι καθόλου εύκολο, μετά την υπερπροσπάθεια και, το ανελέητο ξύλο στον ημιτελικό με την Ουρουγουάη να περιορίσει ή εγκλωβίσει το ταλέντο του Λιονέλ Μέσι. Μεταξύ τους όμως, οι Κολομβιανοί έδωσαν ένα είδος, άγραφου «όρκου τιμής»: θα πρέπει να κερδίσουμε, πάση θησεία για να βγάλουμε μία για πάντα, από πάνω μας τη ρετσινιά του «narco-futbol».

Βρισκόμαστε στη δεκαετία του ’80, στα πλέον πέτρινα, σκοτεινά και κυρίως αιματηρά χρόνια που είχαν βυθίσει την Κολομβία σε μία ατελείωτη δύνη τρομοκρατίας, αβεβαιότητας και διαφθοράς. Στον ανελέητο πόλεμο ανάμεσα στα τρία πανίσχυρα καρτέλ της χώρας, του Μεντεγίν (μ’ επικεφαλής τον «βαρόνο» Πάμπλο Εσκομπάρ), της Μπογκοτά (Γκονσάλο Γκάτσα) και του Κάλι (Ροντρίγκεζ Οριχουέλα), τον εθνικό στρατό, και το Κράτος, εν πάση περιπτώσει όσον είχαν καταφέρει να παραμείνουν, εν ζωή ως «αδιάφθοροι». Στατιστικό σπάνιο, γιατί ήταν η περίοδος που όλα και όλοι εξαγοράζονταν και όσοι το αρνούνταν κατέληγαν, αναπόφευκτα τρία μέτρα κάτω από τη γη.

Εκείνα τα χρόνια, μαζί με το 80% της παγκόσμιας παραγωγής καφέ (εξ’ ου και το «Cafeteros») η Κολομβία, η Γουατεμάλα, η Κόστα Ρίκα και 4η, στη σειρά η Βραζιλία δεν παρήγαγαν μόνο το διάσημο ρόφημα, αλλά ειδικά η Κολομβία, το 70% της παγκόσμιας κατανάλωσης κοκαΐνης με κέρδη, ανά καρτέλ, άνω των 30δις δολαρίων το χρόνο. Εν ολίγοις, βουνά μαύρου χρήματος που με κάποιο τρόπο έπρεπε να νομιμοποιηθούν, να ξεπλυθούν και μετά να επιστρέψουν, πεντακάθαρα στη χώρα.

 

Ο πρώτος που οσμίστηκε ότι, μία τέτοια επενδυτική ευκαιρία θα μπορούσε να προκύψει μόνο από το ποδόσφαιρο ήταν ο Εσκομπάρ που αγόρασε την Ατλέτικο Νασιονάλ του Μεντεγίν και αφού έριξε στάχτη στα μάτια, είτε με την κατασκευή προπονητικών κέντρων, είτε Ακαδημιών, ξανάβαζε τα χρήματα από τα ναρκωτικά στην τσέπη πλαστογραφώντας εικονικά τιμολόγια. Τον μιμήθηκαν ο Γκάτσα, αγοράζοντας τους Μιγιονάριος, μετά ο Οριχουέλα, την Αμέρικα Κάλι και κάπως έτσι γεννιόταν το φαινόμενο του «narco-futbol».

Ξαφνικά η Κολομβία κατάφερνε να προκριθεί σε τρία συνεχόμενα Μουντιάλ: του ‘90, του ’94 και του ’98, ενώ έως τότε είχε λάβει μέρος μόνο σ’ εκείνο του ’62. Η Νασιονάλ Μεντεγίν γινόταν η πρώτη Κολομβιανή ομάδα όλων των εποχών, που κατακτούσε το Copa Libertadores, το αντίστοιχο Champions League της Λατινικής Αμερικής και λίγο έλειψε, το ’89 να στεφθεί και πρωταθλήτρια κόσμου χάνοντας το όνειρο μόνο στο 90ο λεπτό, στον τελικό του Τόκιο με τη Μίλαν.

Ήταν η εποχή που ο «Don Pablo» είχε ήδη αποκτήσει τα πρώτα του προβλήματα με τη δικαιοσύνη, αλλά ήταν τόσο ισχυρός που ακόμη και ως συλληφθέντα η κυβέρνηση του επέτρεψε να χτίσει τη δική του, προσωπική φυλακή, έτσι ακριβώς όπως την ήθελε, στα ψηλά ενός λόφου για να μπορεί ανά πάσα στιγμή να παρατηρεί τι συνέβαινε στο υπόλοιπο Μεντεγίν. Την περίφημη «La Catedral», πλέον Μοναστήρι Βενεδικτίνων Μοναχών, με πισίνα και ελικοδρόμιο, όπου διοργάνωνε ποδοσφαιρικά χάπενινγκ με Vip καλεσμένους τους φίλους του, Χιγκίτα, Βαλντεράμα, Ασπρίγια, Ρινκόν, αλλά και, μία φορά και ολόκληρο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα. «Δεν ήξερα καν ποιος ήταν, είχε πει το ’92 ο Pibe de Oro. Προς στιγμήν νόμιζα ότι με συλλαμβάνουν. Μετά μου τον σύστησαν, θυμάμαι ότι με πλήρωσε τα διπλάσια, από τα συμφωνηθέντα και ότι, όταν τελείωσε ο αγώνας διοργάνωσε ένα πάρτι με τις ομορφότερες γυναίκες που είχα δει ποτέ μου, σε… φυλακή».

 

Μετά τη δολοφονία του Πάμπλο, στις 2 Δεκεμβρίου του ’93, που επί της ουσίας δεν έφερε καμία λύση ξανά βυθίζοντας τη χώρα στο έλεος της αναρχίας και άλλων καρτέλ, η Κολομβία συγκλονίστηκε και από μία δεύτερη δολοφονία ενός ακόμη Εσκομπάρ (στις 2 Ιουλίου του ’94).  Του Αντρές, με τη διαφορά ότι ο 27χρονος διεθνής Κολομβιανός αμυντικός, δεν είχε καμία σχέση με ναρκωτικά, αλλά είχε την ατυχία να πετύχει αυτογκόλ στην ήττα με 2-1 από τις Ηνωμένες Πολιτείες κατά τη διάρκεια του Μουντιάλ ’94.

Αυτή την εκδοχή, τουλάχιστον πιστεύαμε μέχρι και πρόσφατα, όταν μία ομολογία του Τζον Ζαϊρο Βελάσκεζ, σωματοφύλακα του Πάμπλο, γνωστού με το παρατσούκλι «Ποπάϊ», ανέτρεψε τα πάντα αποκαλύπτοντας ότι ο Αντρές δολοφονήθηκε γιατί είχε ατιμώσει την κόρη κάποιου Σαντιάγο Γκαγιόν, άλλοτε συνεταίρου του «Don Pablo». Και ότι ο δολοφόνος του, Ουμπέρτο Κάστρο μετά από κάθε μία, από τις έξι σφαίρες που άδειασε στο κορμί του ούρλιαζε, με ευχαρίστηση… «Γκοοολ!».

Την Κυριακή, η Κολομβία θα έχει τη μεγάλη ευκαιρία να βγάλει, μία για πάντα από πάνω της, την βαρύτατη, έως δυσάρεστη ρετσινιά ετών. Σε τελικό Copa America θα παίξει μόλις για 3η φορά στην Ιστορία της έχοντας ηττηθεί σ’ εκείνο του ’75 (από το Περού, σε τριπλό μπαράζ, με νίκη 1-0 στη Μπογκοτά, ήττα 2-0 στη Λίμα και ξανά ήττα, 1-0 στο Καράκας). Και κατακτήσει τη διοργάνωση του 2001, μες στο σπίτι της (1-0 το Μεξικό), όπου Αργεντινή και Καναδάς αρνήθηκαν να ταξιδέψουν για λόγους ασφαλείας, ενώ και η Βραζιλία του Σκολάρι είχε στείλει τότε τις λεγόμενες, όχι όμως και τόσο «ρεζέρβες»: Μάρκος, Ντενίλσον, Ζουνίνιο, Λουϊζάο, Ζαρντέλ, Έμερσον. Με την Αργεντινή δεν θα είναι καθόλου εύκολο, αλλά θα πρέπει ν’ αντλήσουν  δύναμη από τον άγραφο, «όρκο τιμής» που έδωσαν μεταξύ τους.