Ο «Τυπάρας» μέσα από τις εκφράσεις και τις γκριμάτσες του, τα σταυροκοπήματα και το σχεδόν κλάμα του, τις σφιγμένες γροθιές και τα χέρια που σηκώνονται στον ουρανό, λέει χωρίς λέξη όλα όσα θέλουμε να πούμε κι εμείς, είτε σε έναν ποδοσφαιρικό αγώνα, είτε στην καθημερινή μας ζωή.
Δεν έχω δει άλλον άνθρωπο να ζει και να χαίρεται τόσο πολύ αυτό που κάνει - ακόμα και μέσα από τη γκρίνια του, ο Καραγκούνης χαίρεται σαν μικρό παιδί όταν παίζει μπάλα. Θέλει να μην βγαίνει ποτέ ούτε τώρα στα 35 του, θέλει να εκτελεί όλες τις στημένες μπάλες, ζητάει συνέχεια τη μπάλα, τρέχει πέρα - δώθε ακόμα και άσκοπα, διότι δεν μπορεί να κάνει αλλιώς - είναι στη φύση του. Κι όσο κι αν λέμε ότι πέρασαν τα χρόνια, αν μας εκνευρίζει ώρες - ώρες, αν θα τον θέλαμε πιο απλό, πιο μοντέρνο, με λιγότερα πεσίματα, με κάθετες μπαλιές κι όχι με παράλληλες, να δώσει τόπο στα νιάτα, τελικά καταλαβαίνουμε ότι δεν αλλάζει. Πολύ απλά διότι ούτε εμείς αλλάζουμε. Και στο βάθος, δεν θέλουμε να αλλάξει.
Αν ήταν να γίνει κάτι άλλο ο Καραγκούνης, θα είχε γίνει στο Μιλάνο ή την Λισσαβώνα. Μόνο που εκεί δεν πήγε για να γίνει κοσμοπολίτης ή να κονομήσει, αλλά επειδή ήθελε να παίζει. Συνέχεια. Κι αφού δεν έπαιζε συνέχεια, γύρισε στον Παναθηναϊκό για να παίζει. Και τώρα που είναι 35, που ο Παναθηναϊκός δεν έχει πια πολλά λεφτά να του δώσει αλλά ένα τιμητικό συμβόλαιο, που πήγε σε τρία Euro και ένα Μουντιάλ, που έπιασε τον Ζαγοράκη στις 120 συμμετοχές και θα τον ξεπεράσει (αν όχι σ’ αυτό το Euro, στο επόμενο φιλικό ή επίσημο παιχνίδι), στην πραγματικότητα δεν θέλει να σταματήσει. Κι αν φαίνεται σε κάποιους ότι τα έκανε όλα, τα πέτυχε όλα, ότι δεν υπάρχει κάτι άλλο ρεαλιστικά να κατακτήσει, εκείνος θα σου πει «πώς δεν υπάρχει; θέλω να παίζω μπάλα!»
Είναι ίσως ο τελευταίος ή ένας από τους τελευταίους Έλληνες που ακόμα αντιλαμβάνεται το ποδόσφαιρο σαν αυτό που είναι κι όχι σαν αυτό που το έχουμε κάνει: γι’ αυτόν, ήταν, είναι και θα είναι ένα Παιχνίδι. Και το διασκεδάζει σαν παιχνίδι, προσπαθεί πάντα να κερδίζει, ίσως καμιά φορά να κλέψει και λιγάκι, αλλά πάντως τον γεμίζει όσο τίποτε άλλο. Και σαν «παιδί» που είναι ακόμα μέσα του, θα γκρινιάξει και θα μανουριάσει, θα κατεβάσει το κεφάλι, θα πέσει λίγο πιο θεαματικά αν πρέπει, αλλά μόλις τελειώσει το παιχνίδι κακία δεν θα έχει για κανέναν και το χέρι θα το δώσει στον αντίπαλο. Όπως κάναμε κι εμείς όταν ήμασταν παιδιά και παίζαμε στην αλάνα...
ΠΗΓΗ: Sport-fm.gr