Γιατί τους Ιταλούς; Διότι με τον Πραντέλι τόλμησαν να αλλάξουν τον παραδοσιακό τρόπο παιχνιδιού τους.

Δεν έκαναν κάποια δραματική αλλαγή, αλλά δεν είναι καθόλου μικρό πράγμα να παρατήσουν την σιγουριά της παράδοσης και να διακινδυνεύσουν. Ο προπονητής τους πιο πολύ από όσο η ομάδα. Αρκεί και μόνο το γεγονός ότι εμπιστεύθηκε δύο ιδιόμορφους ποδοσφαιριστές που θα μπορούσαν να τον καταστρέψουν. Λέγεται ότι ο Πραντέλι, «παιδί» της μεγαλύτερης σχολής τακτικιστών στον κόσμο, επέλεξε να δουλέψει την εθνική με δύο άξονες. Την ανανέωση και την ψυχολογική προσέγγιση των ποδοσφαιριστών. Μέσα μου αναγνώριζα τη δύναμη του προφανούς.

Οι Ισπανοί και περισσότερο ταλέντο έχουν, και λύσεις, και σύστημα. Εκείνο που δεν γνώριζα ήταν το πόσο μακριά μπορούσαν να φτάσουν οι Ιταλοί. Ο τελικός ήταν το περισσότερο που μπορούσαν και δεν ήταν καθόλου λίγο. Πιθανόν στο Μουντιάλ, αν ο Πραντέλι συνεχίσει στον πάγκο, να καταφέρουν να μας δείξουν κάτι περισσότερο σε περίπτωση που οι ιδέες τού Πραντέλι δεν σταματούν εδώ. Μια τελευταία παρατήρηση. Το βαρύ 4-0 δεν νομίζω ότι τους άξιζε, αλλά το παιχνίδι, με τον χώρο που αφήνει στο απρόβλεπτο, δεν είναι πάντα δίκαιο. Με τους Ισπανούς είχα θυμώσει. Με την εικόνα που έδειχναν μετά το Μουντιάλ. Και είχα θυμώσει γιατί είχαν επιλέξει μία χρησιμοθηρική προσέγγιση στο παιχνίδι τους ή έτσι νόμιζα.

Αντί να χρησιμοποιούν τον τρόπο παιχνιδιού τους για να παίξουν επιθετικά και να κερδίσουν, τον χρησιμοποιούσαν πρωτίστως για να μη χάσουν. Ειδικά σε αυτό το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα. Περισσότερο σκοπιμότητα και λιγότερο θέαμα. Στον τελικό ανέβασαν το έργο που ξέρουμε και μας αρέσει και σκέφτομαι ότι το δέλεαρ του ρεκόρ, η σπουδαιότητα διατήρησης του τίτλου, η ανάγκη για την οικονομία δυνάμεων, όλα αυτά μαζί πρέπει να έπαιξαν τον ρόλο τους στο στεγνό ποδόσφαιρο που έδειξαν πριν από τον τελικό. Όταν σε έχουν καλομάθει, σου κακοφαίνεται κάτι λιγότερο από όσο έχεις συνηθίσει.

Οι Ισπανοί στον τελικό απέδειξαν ότι συνεχίζουν να έχουν τον απόλυτο έλεγχο στο αγωνιστικό σύστημα και το υποστηρίζουν, μοναδικά, με ποδοσφαιριστές αξεπέραστου ταλέντου. Και νομίζω ότι η όποια προσέγγιση γίνεται πλέον στο ισπανικό ποδόσφαιρο, τουλάχιστον αυτό που μας παρουσίασαν τα τέσσερα τελευταία χρόνια η Μπάρτσα και η εθνική Ισπανίας, πρέπει να γίνεται στη βάση του συστήματος.

Το πιο αστείο όνομα

Επικοινωνιακά, το αγωνιστικό σύστημα των Ισπανών είναι χαμένο από χέρι. Δεν είναι σοβαρό όνομα το «τίκι τάκα». Αλλά αυτό που προκαλεί στον αγωνιστικό χώρο, το αποτέλεσμά του, είναι ισοπεδωτικό. Τουλάχιστον όσο ήταν το «ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο» του Άγιαξ της τριετίας 1971-73. Ίσως αυτό να συμβαίνει διότι το «τίκι τάκα» κατάγεται από εκεί, από τη μεγάλη επανάσταση των Ολλανδών.

Αν δεν υπήρχε ο Γιόχαν Κρόιφ και η θητεία του στην Μπάρτσα ως παίκτη αλλά κυρίως ως προπονητή και τεχνικού συμβούλου, ο ισχυρισμός για την ολλανδική καταγωγή του «τίκι τάκα» πιθανόν να έμενε μετέωρος. Το «σύστημα» λοιπόν πρέπει να είναι η εξήγηση, αλλιώς γιατί τα τελευταία χρόνια οι Ισπανοί κυριαρχούν στις επιτυχίες των μικρών εθνικών ομάδων ενώ σε επίπεδο συλλόγων, οι Ισπανοί ξεπερνούν τους Άγγλους στη βαθμολογία της ΟΥΕΦΑ, οσονούπω;

Ως φαίνεται, το πάσινγκ γκέιμ που υιοθέτησε η Μπάρτσα με τη μεσολάβηση του Κρόιφ, από τις αρχές της δεκαετίας του '90 και μετά άρχισαν να το αντιγράφουν όλοι οι ισπανικοί σύλλογοι, από τις ακαδημίες τους, πρώτα από όλα. Μέχρι τότε, οι Ισπανοί που πάντα έβγαζαν μεγάλους ποδοσφαιριστές, έπαιζαν ένα ποδόσφαιρο που ανταποκρινόταν στον χαρακτηρισμό της «furia roja». Ένα ποδόσφαιρο δύναμης και πάθους. Ένα ποδόσφαιρο που δεν τους οδηγούσε σε επιτυχίες όσο και αν τους θεωρούσαν υπολογίσιμη δύναμη. Τώρα αντιμετωπίζουν το ποδόσφαιρο πιο πολύ σαν μια παρτίδα σκάκι.

Ο ταύρος και ο ταυρομάχος

Σε επίπεδο εθνικής ομάδας, η αλλαγή στο πάσινγκ γκέιμ έγινε στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2006, αν και όχι με τα κατοπινά αποτελέσματα. Μία γενιά ποδοσφαιριστών που είχε διαπαιδαγωγηθεί στο «τίκι τάκα», που είχε αποκτήσει κοινό ποδοσφαιρικό τρόπο σκέψης, άρχισε να τον εφαρμόζει στην εθνική με την τόλμη και την καθοδήγηση του Λούις Αραγονιές, που ήταν μέχρι τότε λάτρης του ποδοσφαίρου των αντεπιθέσεων. Λίγο αργότερα, ο Αγγλοϊσπανός συγγραφέας Τζίμι Μπερνς, στο βιβλίο του «La roja» θα κάνει μία παρομοίωση που θα μείνει κλασική. «Η ποδοσφαιρική Ισπανία», θα γράψει, «μεταμορφώθηκε από ταύρο σε ταυρομάχο». Φυσικά και τα πρόσωπα έχουν παίξει τον ρόλο τους, αλλιώς το σύστημα από μόνο του δεν αρκεί. Και ο Γκουαρντιόλα, ένας ποδοσφαιριστής που έσπασε την τάση απομόνωσης των παιδιών της γενιάς του, έφυγε στο εξωτερικό και στην Ιταλία έμαθε πολλά πράγματα για την άμυνα. Αποτέλεσμα; Η καλύτερη άμυνα να είναι η κατοχή που τόσο καλά πετυχαίνει η εθνική Ισπανίας. Αυτό το «θαύμα» θα έχει και συνέχεια άραγε;

ΠΗΓΗ: Sportday