Παραμερίσαμε τις οπαδικές μας διαφορές, και τραγουδούσαμε αγκαλιασμένοι όλοι για ένα βράδυ. Σαν χθες νιώσαμε ότι πατήσαμε στην κορυφή του ψηλότερου βουνού, καρφώσαμε πάνω του τη σημαία μας και μπορούσαμε να απολαύσουμε τη θέα ολομόναχοι. Σαν χθες, 8 χρόνια πριν, κάναμε κάτι που ήταν πέρα από κάθε λογική - και όχι μόνο ποδοσφαιρική.

Ο Ρεχάγκελ και οι παίκτες του έκαναν κάτι πολύ σπουδαίο όχι μόνο για τους ίδιους, το βιογραφικό τους και την υστεροφημία τους, αλλά για ολόκληρο το ελληνικό ποδόσφαιρο: κατάφεραν να του δώσουν την ευκαιρία να αλλάξει για πάντα την ιστορία και το μέλλον του, με μια πάσα πάρε - βάλε, αλλά το ελληνικό ποδόσφαιρο απέδειξε ότι όλα μπαίνουν και όλα χάνονται... Μόνο η ίδια η Εθνική ομάδα καρπώθηκε τα όσα κατάφερε η ίδια, με δυο προκρίσεις σε τελικά Euro και μια σε Μουντιάλ στα χρόνια που ακολούθησαν, με καλή θέση στο ranking της FIFA που την τοποθετούσε σε βατούς ομίλους, με μια σχετικά καλή φήμη όπου -πέρα από τις κακιούλες περί αναχρονιστικού στυλ ποδοσφαίρου- οι περισσότεροι έδειχναν και δείχνουν να την υπολογίζουν πολύ περισσότερο από παλιά.

Οι σύλλογοι δεν κατάφεραν να κεφαλαιοποιήσουν την επιτυχία του 2004, να καταπολεμήσουν τη βία που γεννιέται συχνά στα σπλάχνα τους, να βελτιώσουν τις γηπεδικές και αγωνιστικές συνθήκες, να στραφούν στις υποδομές τους και τους Έλληνες παίκτες γενικότερα που έχουν αποδείξει ότι μπορούν να καταφέρουν πολλά, να δείξουν μια οικονομική συνέπεια που θα μπορούσε να φέρει πραγματικά καλούς ξένους στη χώρα που πήρε το Euro του 2004. Η πολιτεία απέτυχε παταγωδώς να εκμεταλλευτεί εκείνη την επιτυχία για να στρέψει τον κόσμο σε μαζική ενασχόληση με το ποδόσφαιρο (όπως είχε γίνει με το μπάσκετ μετά το Ευρωμπάσκετ του '87), να δημιουργήσει συνθήκες ασφάλειας και διασκέδασης στα γήπεδα, να εκπαιδεύσει τα παιδιά στα σχολεία, να καταπολεμήσει τη βία και τη διαφθορά με «όπλο» το 2004, να βάλει απαράβατους κανόνες σε ένα ατέλειωτο μπάχαλο όπως είναι το ελληνικό ποδόσφαιρο. Και οι ίδιοι οι ποδοσφαιριστές, εγκλωβισμένοι οι περισσότεροι στα στερεότυπα του Έλληνα ποδοσφαιριστή (μπουζούκια, φραπέδες, γκόμενες και μεταγραφή όπου παίζουν φράγκα) δεν κατάφεραν να εξαργυρώσουν την άνοδο του Έλληνα ποδοσφαιριστή στο ευρωπαϊκό χρηματιστήριο με καλές μεταγραφές σε ομάδες που δεν θα βοηθούσαν απλά την τσέπη τους, αλλά θα εξυπηρετούσαν και την αγωνιστική τους πρόοδο και βελτίωση...

Τουλάχιστον υπάρχει η Εθνική ομάδα. με άλλον προπονητή και ελάχιστους παίκτες από τη γενιά του 2004, αλλά με παρόμοια φιλοσοφία και με χαρακτήρα ομάδας -μιας ομάδας που ξέρει ότι δεν ανήκει στην ελίτ της ποιότητας, αλλά τουλάχιστον ανήκει στην ελίτ της προσπάθειας. Κάτι είναι κι αυτό... Φαντάζεστε από το έπος του 2004 να μην είχε μείνει τίποτα απολύτως σ' αυτό το έρμο το ελληνικό ποδόσφαιρο;

ΠΗΓΗ: Sportday