Αιτιολογώντας τους ξέφρενους πανηγυρισμούς που ακολούθησαν του εκκωφαντικού 2-4 μες στη Βαρκελώνη, ο προπονητής της Ζιρόνα, Μιγκέλ Άνχελ Σάντσεθ Μουνιόθ, απλούστερα «Μίτσελ» για ευνόητους λόγους συντομίας, ξεκαθάρισε ότι δεν είχαν να κάνουν ούτε με το μέγεθος του αντιπάλου, ούτε με την όλο και περισσότερο πειστική εδραίωση στην κορυφή της βαθμολογίας, μάλιστα με +2 από τη Ρεάλ Μαδρίτης και +7 από Ατλέτικο Μαδρίτης και Μπαρτσελόνα. Αλλά με το γεγονός ότι, οι μέχρι στιγμής 41 βαθμοί (αποτέλεσμα 13 νικών, 2 ισοπαλιών, και μίας μόλις ήττας), έδωσαν στον ίδιο, και την εντυπωσιακή του «σταχτοπούτα» τη βεβαιότητα της παραμονής στην κατηγορία ήδη από τις πρώτες 16 αγωνιστικές του ισπανικού πρωταθλήματος.

 

Και δεν ήταν, ούτε λόγια του αέρα, ούτε να εξορκίσει το κακό, αλλά ενός ανθρώπου που δεν πατάει στα σύννεφα, πλήρως συνειδητοποιημένου ότι η Ζιρόνα δεν είναι ακόμη σε θέση ν’ ανταγωνιστεί τα υπόλοιπα μεγαθήρια. Όσες, οικονομικής φύσεως ενέσεις και να έρθουν από το Αμπού Ντάμπι και το City Football Group, τον πανίσχυρο αραβικό γαλαξία που, μαζί με το 100% της Μάντσεστερ Σίτι ελέγχει μεταξύ άλλων και το 47% της ομάδας έκπληξης της φετινής Liga, γενικός διευθυντής της οποίας είναι ο Πέρε Γκουαρδιόλα, αδελφός του διασημότερου Πεπ.

Άλλο, βέβαια τι θα ευχόταν ο ίδιος ο Μίτσελ, όπως για παράδειγμα να παραμείνει στην κορυφή μέχρι τέλους και άλλο ποιες είναι οι ρεαλιστικές δυνατότητας μίας ομάδας που πριν 30 μήνες ήταν ουραγός της Segunda Division και που, στα 93 χρόνια Ιστορίας της έχει κατακτήσει μόνο ένα Σούπερ Καπ Καταλονίας, το ’19, 1-0 τη Μπαρτσελόνα. Και άλλο επίσης, τι θα εύχονταν οι ποδοσφαιρόφιλοι όλου του κόσμου, οι γνήσιοι νοσταλγοί μίας μπάλας άλλης εποχής όπου ακόμη και ο πλέον αδύναμος ή ο πλέον ανυποψίαστος είχε κάθε δικαίωμα να ελπίζει στο θαύμα.

 

Η Ιταλία το βίωσε το ’70 με την Κάλιαρι που, από το πουθενά, με τα γκολ του Τζίτζι Ρίβα κατακτούσε το πρώτο, και μοναδικό scudetto της Ιστορίας της. Το ξανά βίωσε το ’85, με την ανυποψίαστη Βερόνα που επίσης πανηγύρισε τον μοναδικό της τίτλο αφήνοντας πίσω της «ολόκληρες» Νάπολι (του Μαραντόνα), Γιουβέντους (του Πλατινί), Ίντερ (του Ρουμενίγκε). Ενώ η τελευταία μεγάλη, «μικρή» υπήρξε το ’91 η Σαμπντόρια του Βούγιαντιν Μπόσκοφ που την επόμενη χρονιά άγγιξε και το Champions League λυγίζοντας, από τη Μπαρτσελόνα, μόνο στην παράταση.

Το είχε βιώσει στη δεκαετία του ’70 και η Αγγλία με τον Μπράιαν Κλαφ, τον προπονητή φαινόμενο, που αφού χάρισε ένα πρωτάθλημα στη Ντέρμπι, όχι μόνο χάρισε άλλο ένα στη Νότινγκαμ Φόρεστ, αλλά την οδήγησε και στην κατάκτηση δύο συνεχόμενων Κυπέλλων Πρωταθλητριών.

 

Το βίωσαν και η Ελλάδα, το ’88 με τη Λάρισα του Γκμοχ. Η’ η Γερμανία, με τον επίσης προπονητή φαινόμενο, Ότο Ρεχάγκελ που το ’97 οδήγησε την Καϊζερσλάουτερν στον θρίαμβο στη 2η κατηγορία και το ’98, με την πρώτη στον ακόμη περισσότερο επικό τίτλο της Μπουντεσλίγκα. Αν και το αριστούργημά του παραμένει το Euro 2004, όχι τόσο γιατί κατάφερε να νικήσει τη διοργανώτρια Πορτογαλία στην πρεμιέρα, αλλά κυρίως γιατί την ξανά κέρδισε και στον τελικό. Ίσως η μεγαλύτερη έκπληξη στην Ιστορία του ποδοσφαίρου, πολύ περισσότερο σημαντική και απρόσμενη από τον έως τότε θρίαμβο της Δανίας στο Euro ’92.

Ανάμεσα στα μεγαλύτερα ποδοσφαιρικά «μπαμ» της τελευταίας 15ετίας συμπεριλαμβάνονται και το πρωτάθλημα της Μπούρσασπόρ, που το 2010 διέκοψε για πρώτη στην Ιστορία την παντοδυναμία των Γαλατάσαραϊ, Φενέρμπαχτσε, Μπεσίκτας και Τραμπζνοσπόρ. Η Μονπελιέ του 2011, στη Γαλλία. Φυσικά η Λέστερ του Ρανιέρι που κατέκτησε τον μοναδικό της τίτλο το 2016. Ουδείς γνωρίζει ποιος έχει σειρά, αν θα λέγονται Ζιρόνα, Τόττεναμ ή Άστον Βίλλα. Το μόνο βέβαιο είναι ότι ο κόσμος διψάει, εύχεται και προσεύχεται για εκπλήξεις, γιατί μόνο με αυτόν τον τρόπο, του απρόσμενου και του απρόβλεπτου συντηρείται η άγρια, γοητευτική και κυρίως αξεπέραστες θεωρεία και πεποίθηση που κάνουν το ποδόσφαιρο το ομορφότερο άθλημα στον κόσμο.