Από απόψε θα επικεντρωθούμε σε αυτό που πιτσιρικάδες λέγαμε "μπάλα" και γέμιζε το στόμα μας, μαζί με τα καλοκαιρινά μας βράδια και το κουτάκι με τις αναμνήσεις μιας εφηβείας (ή μετ-εφηβείας) που προ πολλού πέρασε τα 40.

Αναφέρομαι φυσικά σε εκείνα, τα παλιά Μουντιάλ, που αποτελούσαν γεγονός μοναδικό, με αντίκτυπο σαφώς μεγαλύτερο από τον σημερινό στη ...φίλαθλη ιδιότητά μας. Εκείνες τις εποχές τόσα ματς μαζεμένα δεν βλέπαμε σε μια ολόκληρη χρονιά κι αυτό από μόνο του ήταν ικανό να προκαλέσει τέτοια δίψα, που όμοιά της δεν είχε ούτε ο Ντίνος Ηλιόπουλος στην ταινία "Φωνάζει ο κλέφτης", όταν τον ταΐζανε λακέρδα στο αστυνομικό τμήμα για να μαρτυρήσει.

Η αλήθεια είναι πως τώρα είμαστε χορτάτοι (ίσως και μπουχτισμένοι από την -συχνά- κακή ποιότητα των αγώνων) από τηλεοπτικές μεταδόσεις, ενώ τότε διψάγαμε για μπάλα. Σκέτη μπάλα. Μπάλα και μπαλαδόρους.

Κι ας ξενερώναμε καμιά φορά με κανένα "σικέ", όπως το Αργεντινή - Περού 6-0 του 1978 (ελέω του Αργεντίνου δικτάτορα Βιντέλα) ή το Δυτ. Γερμανία - Αυστρία 1-0 του 1982 (θυμάμαι και το γκολ του -ατσούμπαλου αλλά αποτελεσματικού- Χορστ Χρούμπες στο 10ο λεπτό, όπως φυσικά και τις πασούλες που ακολούθησαν μέχρι το σφύριγμα της λήξης). Δεν προλαβαίναμε, όμως, να το σκεφτούμε ούτε να διυλίσουμε τον κώνωπα μέσω ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών εκπομπών τις επόμενες μέρες. Πάντα υπήρχε το επόμενο ματς, η επόμενη -κυριολεκτικά- σπάνια ποδοσφαιρική εμπειρία. Αυτές που θα θυμόμαστε για πάντα κι εκείνες που ξεχάσαμε μέχρι να μας τις θυμίσουν. Η αλήθεια, πάντως, είναι πως όταν αρχίζω να θυμάμαι, τότε είναι που ξεχνάω!

Διαβάστε τη συνέχεια στη σελίδα του Μίλτου στο Facebook...