The After Academy, λέγεται το πρότζεκτ που ο 24χρονος «μάγος των ασίστ» σκαρφίστηκε και ίδρυσε στη γενέτειρά του με τη βοήθεια του θρύλου των reds, Στίβεν Τζέραρντ, της ίδιας της Λίβερπουλ, αλλά και των προσωπικών του χορηγών. Μία ιδέα, που τριγύριζε στο μυαλό του Άρνολντ εδώ και μερικά χρόνια, από τότε που ξεφύλλιζε τις σελίδες του «No hunger in paradise», δεν υπάρχει πείνα στον Παράδεισο, μπεστ σέλερ του Μάικλ Κάλβιν, γκουρού των Άγγλων, αθλητικών συγγραφέων μέσω του οποίου πληροφορούσε τους αναγνώστες για τους άκρως ανησυχητικούς κι επικίνδυνους αριθμούς που αργά ή γρήγορα θα κατάπιναν τη βρετανική κοινωνία.

Από το 1.5 εκατομμύριο των παιδιών, κάθε κατηγορίας κι επιπέδου που παίζουν μπάλα στην Αγγλία μόνο τα 180 θα καταφέρουν κάπου, κάποτε να υπογράψουν επαγγελματικό συμβόλαιο: δηλαδή το 0,00012%. Ακόμη χειρότερα, το 98% των 16χρονων που έχουν φοιτήσει δύο χρόνια, με υποτροφία στις ποδοσφαιρικές ακαδημίες δεν αγωνίζονται σε καμία από τις πέντε πρώτες κατηγορίες του βρετανικού football, ενώ το 55% απογοητεύεται, παρατάει το σχολείο γιατί νιώθει ήδη «γέρος» για να επιστρέψει στα θρανία. Παρατάει όμως και τη μπάλα γιατί δεν του έδωσε καμία ευκαιρία να ξεχωρίσει βρίσκοντας, συνήθως στους δρόμους και τη νύχτα διαφορετικές διεξόδους. Και στην καλύτερη των περιπτώσεων αναρωτιέται: «Και τώρα, τι κάνω;».

Το περιστατικό όμως, που ώθησε τον Άρνολντ να σκεφτεί ότι είχε έρθει η ώρα, όχι μόνο να καλυτερεύσει τα όποια στατιστικά του Κάλβιν, αλλά και να επέμβει και να βοηθήσει δραστικά ήταν η τραγωδία που χτύπησε το 2000 τον 17χρονο αμυντικό της Μάντσεστερ Σίτι, Τζέρεμι Ουϊνστον που έπεσε σε κατάθλιψη κι ύστερα αυτοκτόνησε όταν η ομάδα του ανακοίνωσε πως δεν θα του ανανέωνε το συμβόλαιο.

Σοκαρισμένος από την κατάληξη, ο Άρνολντ ξεκίνησε μέσω social media μία καμπάνια στην προσπάθειά του να συλλέξει όσες περισσότερες πληροφορίες και προσωπικές μαρτυρίες παιδιών που αγωνίζονταν στις ποδοσφαιρικές ακαδημίες ανεξαρτήτου ομάδας ή κατηγορίας. Και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, μόλις τελείωνε η χρονική περίοδος της υποτροφίας κι αφού «ξεσκαρτάρονταν» οι ταλαντούχοι από τους μη, ο σύλλογος τους έκλεινε για πάντα την πόρτα αδιαφορώντας πλήρως για το θα γίνονταν όταν θα μεγάλωναν.

Στον κόσμο της Λίβερπουλ από τα 7 του, όταν οι Reds του Μπενίτεθ σήκωναν στον ουρανό της Κωνσταντινούπολης το πλέον τρελό, με τη Μίλαν να κερδίζει 3-0 στο ημίχρονο, Champions League της Ιστορίας, ο Άρνολντ πήρε προσωπικά κάθε μαρτυρία, κάθε πληροφορία και κάθε αδικία που του έστελναν από την οποιαδήποτε γωνία του Ηνωμένου Βασίλειου κι αποφάσισε ότι είχε έρθει η στιγμή να δράσει και να προσπαθήσει ν’ αλλάξει το σύστημα.

«Σέβομαι το γεγονός ότι μία ομάδα θα κρατήσει τους καλύτερους, σε καμία περίπτωση όμως δεν δέχομαι ύστερα να τους παρατήσει στον δρόμο», είπε πρόσφατα στη Guardian ο Άρνολντ ανακηρύσσοντας την επίσημη ίδρυση του «The After Academy». Προσθέτοντας, ότι «όνειρό μου είναι να δώσω ευκαιρίες μόρφωσης, στήριξης, αλλά και προοπτικές εργασίας σε όσους δεν τα κατάφεραν με τη μπάλα γιατί σε σχέση μ’ εκείνους, νιώθω πολύ τυχερός και προνομιούχος γιατί βρέθηκα στη Λίβερπουλ εντελώς κατά λάθος».

Και είναι αλήθεια, γιατί αφενός θα μπορούσε να παίξει στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, γραμματέας της οποίας ήταν ο θείος του, Τζον Αλεξάντερ. Αφετέρου γιατί η γιαγιά του, Ντορίιν Κάρλιν λέγεται πως είχε κάποτε ένα σοβαρό φλερτ με τον τότε προπονητή των «Κόκκινων Διαβόλων» σερ Άλεξ Φέργκιουσον. Η μοίρα του όμως του επεφύλαξε να μπει στον πλανήτη Λίβερπουλ, με τυχερό έστω τρόπο αφού το χαρτάκι με το δικό του όνομα ήταν εκείνο που βγήκε, στην τάξη από το καπέλο μίας κλήρωσης για να παρακολουθήσει ένα, και μόνο παιδάκι το καλοκαιρινό stage της ομάδας.

«Εάν ο αθλητισμός απαιτεί θυσίες, ο πρωταθλητισμός απαιτεί σχεδόν αδύνατα πράγματα, γιατί προπονείσαι δύο φορές την ημέρα, σταματάς για φαγητό και διάβασμα, ξανά παίζεις, απομακρύνεσαι από την οικογένειά σου, καταρρέεις στο κρεβάτι και το επόμενο πρωί, ξανά από την αρχή. Τα κατάφερα όμως. Γιατί να μην τα καταφέρουν και τα υπόλοιπα παιδιά;».

Νικητής των πάντων με τη Λίβερπουλ, σε Αγγλία, Ευρώπη, αλλά και τον κόσμο ο Άρνολντ βρίσκεται τα τελευταία δέκα χρόνια και στον γαλαξία της εθνικής ομάδας έχοντας καταφέρει να εξελιχθεί σ’ έναν από τους καλύτερους και πιο έξυπνους αμυντικούς στην Ευρώπη. «Μου θυμίζει πολύ τον εαυτό μου, στο παίξιμό του δεν μοιάζει με Άγγλο, αλλά με Βραζιλιάνο. Διαβάζει την φάση και προβλέπει καταστάσεις», έχει πει για τον ίδιο ο εξίσου μεγάλος (…Βραζιλιάνος) Καφού.         

Κάποιο ρόλο, αναμφισβήτητα θα έχει παίξει και το σκάκι του οποίου δεν είναι απλά λάτρης, αλλά και πολύ ικανός παίκτης έχοντας το ’18, ναι μεν ηττηθεί, αλλά σε 17 κινήσεις από τον παγκόσμιο πρωταθλητή Μάγκνους Κάρλσεν. Καθόλου άσχημα, εάν σκεφτούμε ότι το ’14, ολόκληρος Μπιλ Γκέιτς είχε αντέξει μόνο 9 κινήσεις στην παρτίδα με τον Νορβηγό γκραντ μετρ.

Το σκάκι, λοιπόν, το διάβασμα, ο γενικός του προβληματισμός για την κοινωνία που θα έρθει, αλλά κι η ταπεινή του καταγωγή, το χαμηλό του προφίλ, ο σεβασμός των ιεραρχιών όπως αποδεικνύεται κι από το Νο 66, τον πρώτο και τελευταίο αριθμό φανέλας που του έδωσαν κάποτε στη Λίβερπουλ και δεν το άλλαξε ποτέ, έκαναν τον Άρνολντ έναν ιδιαίτερα ανήσυχο και σκεπτόμενο άνθρωπο ως προς τα προβλήματα ή την επίλυσή τους όσων παιδιών ξεχνάει η μπάλα ή τους πετάει, αναπόφευκτα στο δρόμο.

Και πραγματικά μπράβο του, γιατί συνήθως μας διηγούνται τη φανταστική ιστορία του ενός, στους 1000 που τα κατάφερε. Ποτέ όμως τι απέγιναν οι υπόλοιποι 999…