Αναφερόμαστε, συγκεκριμένα στις τελευταίες 12 περιόδους γιατί τότε ακριβώς, με το αντίο του Σερ Άλεξ Φέργκιουσον, οι Red Devils αρρώστησαν βαριά και μ’ εξαίρεση κάποια εγχώρια κυπελλάκια ή το Europa League που απουσίαζε από την τροπαιοθήκη τους, επί της ουσίας δεν συνήλθαν ποτέ αποτυγχάνοντας παταγωδώς στους πρωταρχικούς τους στόχους: την Premier, με καλύτερο αποτέλεσμα δύο δεύτερες θέσεις και το Champions League σταματώντας, μάξιμουμ στα προημιτελικά.
Μετά τον Σκοτσέζο «Totem» και ακόμη και σήμερα σύμβολο μίας άλλης γενιάς και μίας εντελώς διαφορετικής, ως προς την προπόνηση και τη διαχείριση φιλοσοφίας, από το «Ολντ Τράφορντ» πέρασαν οι διάφοροι Φαν Γκαλ και Μουρίνιο, Γκιγκς, Κάρικ, Μόγιες, Ράγκνικ, Τεν Χαγκ, Φαν Νιστελρόι και (ο χειρότερος όλων), Ρούμπεν Αμορίμ, αλλά ανατρέχοντας στην 3ετία 2018-’21, επί των ημερών του Νορβηγού Όλε Γκούναρ Σόλσκιερ διαπιστώνει κανείς πως εάν η τότε ιδιοκτησία δεν έκανε, που λέμε, τσιγκουνιές η Ιστορία της ομάδας θα μπορούσε να ήταν εντελώς διαφορετική. Ο Χάλαντ δεν θα έπαιζε στη «γαλάζια» Μάντσεστερ και ο Γκάμπριελ Μαρτινέλι δεν θα βρισκόταν στο Λονδίνο και την Άρσεναλ.
Ο Σόλκσιερ ακόμη χτυπάει το κεφάλι του στον τοίχο όταν, το ’17 ως προπονητής της Μόλντε και λίγους μήνες πριν αναλάβει τη Γιουνάιτεντ πρότεινε στη διοίκηση την απόκτησή του, εισπράττοντας ωστόσο αρνητική απάντηση γιατί θεωρήθηκε μεγάλο ρίσκο, έως πεταμένα λεφτά να δοθούν την εποχή εκείνη 4εκ. ευρώ για έναν 18χρονο.
Ενώ με ακόμη λιγότερα θα μπορούσε να είχε έρθει και ο Μαρτινέλι που τότε αγωνιζόταν στην Ιτουάνο, ομάδα 4ης κατηγορίας του βραζιλιάνικου πρωταθλήματος, αλλά και ομάδα «δορυφόρος» της Μάντσεστερ. Το παιδάκι ήρθε στο «Ολντ Τράφορντ» και δοκιμάστηκε, μετά δοκιμάστηκε και από τη Μπαρτσελόνα, αλλά ο Μουρίνιο έχοντας στην ομάδα, Ιμπραχίμοβιτς, Καβάνι και Ράσφορντ, Μαρσιάλ και Λουκάκου πρότεινε να μην τον πάρουν, η Άρσεναλ ευχαρίστησε και τον «καπάρωσε».
Ουδείς μπορεί να προβλέψει πως θα είχαν εξελιχθεί τότε οι Χάλαντ και Μαρτινέλι, ούτε εάν θα είχαν την ίδια έκρηξη και απόδοση, από την άλλη όμως η αλάνθαστη γλώσσα των αριθμών επιβεβαιώνει πως στη μετά- Φέργκιουσον εποχή, όσες ομάδες κατέκτησαν το πρωτάθλημα (7 η Μάντσεστερ Σίτι, 2 η Τσέλσι, από μία οι Λίβερπουλ και Λέστερ), το πέτυχαν με μέσο όρο 89,6 γκολ υπέρ και 31,4 κατά, ενώ η Γιουνάιτεντ, τις ίδιες 11 σεζόν ταξίδευε με 61- 42 γκολ, δηλαδή 30 λιγότερα απ’ όσα θα χρειάζονταν για την Premier.
Το πρόβλημα, λοιπόν ήταν και παραμένει ότι οι «Κόκκινοι Διάβολοι» δεν βάζουν πλέον γκολ και είναι ένα στατιστικό εντυπωσιακό γιατί σ’ αυτά τα 12 χρόνια ξοδεύτηκαν πάνω, κάτω 342εκ. ευρώ μόνο για την απόκτηση σέντερ- φορ ή μέσο επιθετικών: Άντονι, Γκαρνάτσο, Ζίρκζε, Χόιλουντ, Γκρίνγουντ, Ντιαλό. Χωρίς να συνειδητοποίησε κανείς πως κανείς τους δεν ήταν πραγματικό «9άρη», τύπου Μπόμπι Τσάρλτον, Ντένις Λόου ή Ρούνεϊ, αλλά «ψευτό»- 10άρια, στο σώμα ενός 9άρη.
Το απόγευμα της Κυριακής, Μάντσεστερ και Αμορίμ θα παίξουν πολλά από το κοινό τους μέλλον στο Λονδίνο, με αντίπαλο την επίσης προβληματική φέτος Τόττεναμ από την οποία χωρίζουν μόνο 2 βαθμοί, όχι όμως και η κακή συνήθεια στην ήττα: 8 στα 11 τελευταία παιχνίδια η ομάδα του Ποστέκογλου, 7/11 του Αμορίμ, από τα οποία τα πέντε στην έδρα της.
Κατά ένα περίεργο τρόπο, μακριά από το «Ολντ Τράφορντ» παίζει, κάπως καλύτερα έχοντας καταφέρει να νικήσει τη Σίτι και τη Φούλαμ, ν’ αποσπάσει ισοπαλία από τη Λίβερπουλ και ν’ αποκλείσει την Άρσεναλ, στα πέναλτι, από τον 3ο γύρο του Κυπέλλου. Το επόμενο Σάββατο θα παίξει πάλι εκτός, με την Έβερτον και μετά εντός με Ίπσουιτς, Φούλαμ (για το Κύπελλο) και Άρσεναλ.
Δύσκολες, έως πολύ δύσκολες οι επόμενες δύο «διάβολο εβδομάδες» για τον Αμορίμ και τη Μάντσεστερ, που εάν κάποτε δεν είχε δώσει σημασία σε τσιγκουνιές, με τους Χάλαντ και Μαρτινέλι θα βρισκόταν οπωσδήποτε σε σαφώς καλύτερη μοίρα.