Serie A: Ο Ζαγοράκης είχε έρθει στο «Νταλλ’ Άρα» ως φρέσκος πρωταθλητής Ευρώπης με την αρμάδα του Ρεχάγκελ κι οι εμφανίσεις του στην Πορτογαλία σχεδόν είχαν υποχρεώσει τον ιταλικό Τύπο να τον ξανά βαπτίσει «Μπάτζο των Βαλκανίων». Υπερβολές, γιατί έπαιξε σε 32 παιχνίδια, με μηδέν γκολ. Εκείνη τη χρονιά η Μπολόνια έδωσε μπαράζ παραμονής με την Πάρμα, το’ χασε, ησύχασε και αναπόφευκτα υποβιβάστηκε.
Ακόμη μεγαλύτερη υπερβολή ήταν ο τίτλος «Θεός του Ολύμπου» με τον οποίο ο ιταλικός Τύπος καλωσόριζε το ’87 την απόκτηση του Νίκου Αναστόπουλου, του πρώτου Έλληνα που αγωνίστηκε ποτέ στο Campionato, από την Αβελλίνο.
Δυστυχώς οι εμφανίσεις του θρυλικού «μουστάκια» αποδείχθηκαν πολύ κατώτερες των προσδοκιών: μόνο ένα γκολ, μάλιστα στο Κύπελλο σε 17 παιχνίδια με τους «πράσινους», κυρίως μία πρωτοφανή αστοχία, ακόμη και σε άδειο τέρμα που είχε αναγκάσει τους Gialappa’s Band, την τηλεοπτική, σατυρική εκπομπή της εποχής να του αφιερώσει το 15λεπτο, που λέει ο λόγος δημοσιότητας ως το χειρότερο, «παρακρατικό φαινόμενο» που είχε περάσει ποτέ από το ιταλικό calcio. Επίσης υπερβολικό, εάν συγκρίνουμε και το πέρασμα του Ίαν Ρας από τη Γιουβέντους τη διετία ’86-’88: μόνο 7 γκολ σε 29 παιχνίδια, λίγα, πολύ λίγα για μία καθαρόαιμη «μηχανή του γκολ», που ήρθε από τη Λίβερπουλ με 109 σε 182 παιχνίδια κι όταν επέστρεψε, ξανά πήρε μπροστά με άλλα 90, σε 245 αγώνες.
Από τους Έλληνες που φόρεσαν την κόκκινο- μπλε φανέλα οι φίλαθλοι θυμούνται ακόμη και σήμερα, με χαρά, αλλά και νοσταλγία τον Παναγιώτη Κονέ, γιατί ήταν δικό του το γκολ (με εντυπωσιακό, ανάποδο ψαλίδι, στο 2-3 μες στη Νάπολι) που ψηφίστηκε ως το ωραιότερο στην ιστορία της Μπολόνια. Ο Κονέ, προερχόμενος από τη Μπρέσια το ’11 έμεινε στη Μπολόνια τρία χρόνια πριν υποβιβαστεί και συνεχίσει, χωρίς την ίδια επιτυχία σε Ουντινέζε και Φιορεντίνα.
Καλές ήταν κι οι αναμνήσεις για τους Τοροσίδη, Μόρα, που έμεινε στην ομάδα 5 χρόνια πριν συνεχίσει σε Τσεζένα, Μπάρι. ‘Ετσι κι έτσι για τον Χριστοδουλόπουλου, που πέρα από ένα γκολ (νικητήριο, μεν) σ’ ένα ντέρμπι με τη Φιορεντίνα, δεν μπόρεσε ν’ αφήσει το αποτύπωμά του στη 2ετία ’12-’14 πριν συνεχίσει σε Βερόνα και Σαμπντόρια. Το ίδιο ισχύει και για τον Μάριο Οικονόμου, που μετά από δύο σεζόν δόθηκε δανεικός σε Σπαλ και Μπάρι.
Στην ιστορία του Campionato αντίθετα, οι ποδοσφαιριστές που ακόμη και σήμερα θεωρούνται από τις καλύτερες επενδύσεις που έγιναν ποτέ συγκαταλέγονται ο Γεωργάτος, που αποκτήθηκε δύο φορές από την Ίντερ γιατί είχε μεσολαβήσει μία σεζόν νοσταλγίας του ελληνικού ήλιου (…και φραπέ). Ο Βρύζας, για τα εντυπωσιακά γκολ που είχε πετύχει στην 3ετία 2000-’03 με την Περούτζα (δεν θα είχε την ίδια τύχη αργότερα σε Φιορεντίνα και Τορίνο). Οι ντρίμπλες του Καραγκούνη στη 2ετία 2003-’05, όταν τον έβαζαν να παίξει, γιατί ήταν περισσότερες οι φορές που γυάλιζε τον πάγκο. Η δύναμη κι η σταθερότητα του Δέλλα, τόσο στην άμυνα της Περούτζα, όσο της Ρόμα. Η αποφασιστικότητα του Μανωλά στα 5 χρόνια παραμονής του στη Ρόμα, αλλά και τα δύο, από το ’19 έως το ’21 στη Νάπολι.
Στην ανωνυμία αντίθετα πέρασαν ο Λάμπρος Χούτος, που από ταλέντο στη Ρόμα βρέθηκε ύστερα σε Ίντερ, Αταλάντα, Ρετζίνα και σε κάποια… Βάλλε Τζοβένκο. Ο Αλέξανδρος Τζιόλης (Σιένα, 2010), ο Σωκράτης Παπασταθόπουλος (Τζένοα, 2008 και Μίλαν), ο Δημήτρης Ελευθερόπουλος, που βρέθηκε στην Ιταλία το 2004, κάτω από τα δοκάρια της Μεσσίνα, μετά όμως χάθηκε σε Μίλαν, Ρόμα, Άσκολι, Σιένα. Ο Σωτήρης Νίνης, που στη διετία 2012-’14 στην Πάρμα έπαιξε μόνο σε 14 παιχνίδια, με μηδέν γκολ. Ο Ορέστης Καρνέζης, που το ’14 είχε πείσει με τις αποκρούσεις του, τόσο την Ουντινέζε, όσο και τη Νάπολι. Η’ ο Σάββας Γκέντζογλου, που προσπάθησε να κάνει καριέρα στη Σαμπντόρια, αλλά μετά βρέθηκε σε Λιβόρνο, ξανά τη Σαπντόρια, την Σπέτσια και την Μπάρι.
Τίποτα, μπροστά στα πάθη που βίωσε ο Παναγιώτης Ταχτσίδης που αναγκάστηκε ν’ αλλάξει 9 ομάδες (Τσεζένα, Γκροσσέτο, Βερόνα, Ρόμα, Κατάνια, Τορίνο, ξανά Βερόνα, Τζένοα, ξανά Τορίνο, Κάλιαρι και Λέτσε), για ν’ αποδείξει το ταλέντο του…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Χάλασε κλεισμένο deal του Ολυμπιακού - "Τέλος" ο Μαρσέλο - Φήμες για νέα ηχηρή πώληση στου Ρέντη!